Πολ.Πρωτ.Θεσσ. 12025/2008 : "Η ιστορική βάση της αγωγής που κυρίως στηρίζεται στην επικαλούμενη σύμβαση, επικουρικώς δε, για την περίπτωση της ακυρότητας εκείνης, στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού" (σχόλιο Κ. Μπέης)

ΠολΔ 216 § 1 εδ. α’ και 219.: Η ιστορική βάση της αγωγής που κυρίως στηρίζεται στην επικαλούμενη σύμβαση, επικουρικώς δε, για την περίπτωση της ακυρότητας εκείνης, στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού

Όταν η επίδικη σύμβαση έχει χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης –κάτι που συντρέχει όταν ένα απο τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενώ εξ άλλου με την κατάρτιση αυτής της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος ανάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε συμβαλλόμενο ελληνικό Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν απο το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση, που δέν προσιδιάζει στο σκοπό του συμβατικού δεσμού που συνάπτεται κατα τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, τότε η αποκλειστική δικαιοδοσία προς εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν απο αυτήν τη σύμβαση ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

Απαίτηση απο αδικαιολόγητο πλουτισμό δέν γεννάται στην περίπτωση που γίνεται επίκληση υπαρκτής αιτίας, εκτός άν η επικαλούμενη αιτία είναι παράνομη. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον νόμιμο λόγο γένεσης αξίωσης απο αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Αν όμως η βάση της αγωγής απο αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται επικουρικώς (ΠολΔ 219), υπο την ενδοδιαδικασπκή αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης απο την κυρίως επικαλούμενη σύμβαση, αρκεί, για την πληρότητα της επικουρικής βάσης, να γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, δίχως να απαιτείται ν’ αναφέρονται και οι ειδικότεροι λόγοι, στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί εξ αιτίας της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ' ένσταση του εναγομένου αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης.

Στις πολιτικές δίκες, στις οποίες μετέχει ως διάδικος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, δέν υπάρχει περιθώριο για την κατα το άρθρο 214 Α’ ΚΠολΔ εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.

Είναι αυτοδικαίως άκυρη η σύμβαση που κατάρτισαν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος κοινότητας με ιδιώτη για δημοτικό ή κοινοτικό έργο δίχως την προηγούμενη σύμφωνη απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, έτσι που η σχετική αγωγή ν’ απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως νομικώς αβάσιμη.

Αλλά και η επικουρικώς ασκούμενη αξίωση απο αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι αυτεπαγγέλτως απορριπτέα ως απαράδεκτη, άν το δικόγραφο της αγωγής δέν αναφέρει οτι η επικουρική σώρευση αυτή της αγωγής γίνεται για την περίπτωση της τυχόν ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, άν και σε μια τέτοια περίπτωση η αγωγή είναι παραδεκτή, μολονότι δέν αναγράφει την αιτία της ακυρότητας που στηρίζει την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 12025/2008 [Ουρ. Ευαγγελίου]
(Σύνθεση: Α. Ιωσηφίδου, Ε. Δαούτη · δικαστικοί παραστάτες: Δ. Γαλλής, Κ. Πιπέρης, Κ.Α. Καββαδία. Δ. Μπελούρης)

(...) Σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, με το άρθρο 1 § 2 του οποίου υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο Γ), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αυτής αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το ελληνικό δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος ανάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε ελληνικό δημόσιο ή ν.π.δ.δ., είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, ήτοι σε θέση, μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 14/2007, ΑΕΔ 10/2003, 3/1999, 21/1997, ΣτΕ 14/2007, ΑΠ 104/2006).

Περαιτέρω, από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλαδή η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η παροχή είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου. Στην περίπτωση αυτή αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη.

Αν όμως η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ' ένσταση του εναγομένου αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ολομ ΑΠ 22/2003 και 23/2003, ΕλΔ 44,1261).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 93 § 1 του ισχύοντος (ενόψει του χρόνου κατάρτισης των επίδικων ένδικων συμβάσεων) π.δ. 410/1995, «το κοινοτικό συμβούλιο αποφασίζει για κάθε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες του προέδρου, και ιδίως (...) θ) για την εκτέλεση των έργων και προμηθειών», κατά τη διάταξη του άρθρου 267 του παραπάνω π.δ., δήμαρχος ή ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου των παραπάνω φορέων της § 1 του άρθρου 266 μπορεί μόνο σε έκτακτες και επείγουσες περιπτώσεις, ειδικά αιτιολογημένες, χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου, ύστερα από πρόχειρο διαγωνισμό, ή και χωρίς διαγωνισμό να συνάπτει σύμβαση για την απευθείας ανάθεση ή την απευθείας εκτέλεση εργασίας μεταφοράς ή διενέργεια προμήθειας, αν η αξία καθενός από αυτά δεν υπερβαίνει το ποσό των δύο εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (2.200.000) δραχμών αν πρόκειται για τους δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών για τους λοιπούς δήμους και τα συμβούλια της περιοχής, του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών για τις κοινότητες, ενώ κατά το άρθρο 11 § 4 π.δ. 28/1980 «επιτρέπεται, κατόπιν αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η απ' ευθείας ανάθεσις έργου ή προμήθειας, εργασίας, ή μεταφοράς οιασδήποτε αξίας, εις δημόσιον υπηρεσίαν ή κρατικόν οργανισμόν δι' ειδικής συμβάσεως, των όρων αυτής, καθοριζομένων δια της αυτής αποφάσεως. Εις την ειδικήν σύμβασιν καθορίζονται οι όροι πληρωμής, παραλαβής και αποδόσεως λογαριασμού».

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του και κατά την εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων οργανισμός εκθέτει ότι με σύμβαση που καταρτίσθηκε, με το από 3.2.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, αφενός μεταξύ του ίδιου, ο οποίος έχει σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των αρδευτικών, αντιπλημμυρικών και λοστών εγγειοβελτιωτικών έργων που κατασκευάζει το ελληνικό Δημόσιο, αλλά και ο ίδιος ο οργανισμός στην ευρύτερη περιοχή των πεδιάδων Θεσσαλονίκης και του Λαγκαδά, και αφετέρου του δήμου Σίνδου και της κοινότητος Καλοχωρίου, στη θέση των οποίων έχει υπεισέλθει, ως καθολικός διάδοχος, ο εναγόμενος δήμος Εχεδώρου, ο ίδιος ανέλαβε την εκτέλεση του έργου της προσωρινής εκτροπής της αντιπλημμυρικής τάφρου Αγχιάλου-Σίνδου στην κεντρική συλλεκτήριο τάφρο (Κ.Σ.Τ.) γέφυρας και την διοχέτευση στη θάλασσα δια των παράκτιων αντλιοστασίων Χαλάστρας, ολόκληρης της εκτρεπόμενης παροχής του, που αποτελείται α) από τα επεξεργασμένα ή μη υγρά βιομηχανικά απόβλητα της ΒΙΠΕΘ Σίνδου, β) από τα απόβλητα και των άλλων βιομηχανικών εκτός ΒΙΠΕΘ και γ) από τα όμβρια ύδατα από τη λεκάνη απορροής της τάφρου για τις συνήθεις βροχοπτώσεις, έναντι αμοιβής ύψους 8.500.000 δραχμών ή 24.798,24 ευρώ, για κάθε έτος, αρχής γενομένης από το έτος 1998. Ότι σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης ο ενάγων οργανισμός εξέτρεψε πράγματι την παραπάνω αντιπλημμυρική τάφρο στην κεντρική συλλεκτήρια τάφρο γέφυρας, και διοχέτευσε την παροχή της στην θάλασσα, έκτοτε δε ασκεί απρόσκοπτα την εποπτεία, τη διαχείριση και συντήρηση του παραπάνω έργου, κατά τα συμφωνηθέντα, πλην όμως ο εναγόμενος κατέβαλε μέρος μόνο της συμφωνηθείσας αμοιβής για τα έτη 1998 και 2000, ενώ αρνείται μέχρι και σήμερα να καταβάλει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής των παραπάνω ετών, καθώς και τη συμφωνηθείσα αμοιβή του των ετών 1999, 2001, 2002, 2003 και 2004, η οποία ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 145.084,80 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, και παρά την εξώδικη πρόσκληση που του απέστειλε ο ίδιος στις 31.1.2006.

Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος δήμος να του καταβάλει με απόφαση προσωρινά εκτελεστή το παραπάνω ποσό των 145.084,80 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κάθε επί μέρους ποσού από το τέλος του αντίστοιχου έτους, άλλως από την 31.1.2006, άλλως από την επίδοση της αγωγής του ώς την εξόφληση, και την καταδίκη του στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Επικουρικά δε ζητεί την καταβολή του ως άνω ποσού με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενος για τη θεμελίωσή του, ότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος, χωρίς καμιά νόμιμη αιτία, αφού θα δαπανούσε μεγαλύτερο ποσό εάν κατασκεύαζε αυτοτελές έργο για να επιτύχει την ωφέλεια που του παρέχει ο ίδιος (ενάγων οργανισμός).

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, εισάγει καταρχήν, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διαφορά ιδιωτικού δικαίου, και όχι διοικητική διαφορά ουσίας, με την έννοια του άρθρου 94 § 2 του ισχύοντος Συντάγματος, και ως εκ τούτου υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή, αλλά και όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ιδίως από το περιεχόμενο του από 3.2.1998 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ, αφενός του δημάρχου Σίνδου και του προέδρου κοινότητας καλοχωρίου και αφετέρου του προέδρου του ενάγοντος οργανισμού, δεν συνάγεται ότι θεσπίζεται με αυτό, εξαιρετικό καθεστώς υπέρ του δήμου Σίνδου και της κοινότητας Καλοχωρίου, βάσει ρητρών οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και θέτουν τους τελευταίους συμβαλλομένους σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου τους, ενάγοντος οργανισμού, νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, με την επωνυμία Γ., ούτε εξάλλου ο εναγόμενος επικαλείται την θέσπιση υπέρ του εξαιρετικού καθεστώτος.

Ενόψει αυτού, και ανεξάρτητα από τον σκοπό που επιδιώκεται με την ένδικη σύμβαση, ο οποίος είναι πράγματι δημόσιος, αφού η εκτέλεση του έργου της εκτροπής της αντιπλημμυρικής τάφρου Αγχιάλου Σίνδου στην κεντρική συλλεκτήρια τάφρο γέφυρας και την διοχέτευση στη θάλασσα δια των παράκτιων αντλιοστασίων Χαλάστρας ολόκληρης της εκτρεπόμενης παροχής, συνιστά υλοποίηση της μέριμνας του εναγόμενου δήμου για την κατασκευή συντήρηση και λειτουργία αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων, που κατά το άρθρο 24 § 1 α’ π.δ. 410/1995, ανήκαν στις αρμοδιότητες των δήμων και κοινοτήτων, η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, απορριπτόμενων των όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το εναγόμενο.

Περαιτέρω, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 18 εδ. 2, 14 § 2 και 25 § 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι α) η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 214 Α’ ΚΠολΔ εξωδικαστική επίλυση των διαφορών δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί υποθέσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, όπως είναι και ο εναγόμενος δήμος, ενόψει των ειδικών διατάξεων (βλ. άρθρ. 106 § 1, 111 περ. η', 263 π.δ. 410/1995, Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας και ήδη 103 περ. η’ ν. 3463/2006) που διέπουν το συμβιβασμό των Ο.Τ.Α. σε διαφορές με αυτούς (συνεπώς ως εκ περισσού προσκομίζεται η από 2912007 δήλωση αποτυχίας συμβιβασμού του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), β) καταβλήθηκε το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το υπ' αριθμ. 5384196 διπλότυπο είσπραξης της Β (Β-Γ) Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και το υπ' αριθμ. 9195593 γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας).

Όμως, με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η εν λόγω αγωγή είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα, τόσο κατά την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση έργου, όσο και την επικουρική της βάση, την οποία επιχειρεί ο ενάγων να θεμελιώσει στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Ειδικότερα, ο ενάγων οργανισμός, καίτοι ισχυρίζεται ότι κατήρτισε σύμβαση έργου, δυνάμει του από 3.2.1998 ιδιωτικού συμφωνητικού (ήτοι επικαλείται απευθείας ανάθεση) με τον άλλοτε δήμο Σίνδου και την κοινότητα Καλοχωρίου, στη θέση των οποίων έχει υπεισέλθει ως καθολικός διάδοχος, ο εναγόμενος δήμος, έναντι συμφωνημένης αμοιβής, ύψους 8.500.000 δραχμών για κάθε έτος, δεν αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής αν για την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης προηγήθηκε σχετική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Σίνδου και του κοινοτικού συμβουλίου της κοινότητας Καλοχωρίου, στοιχείο απαραίτητο για να κριθεί από το δικαστήριο, αν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες από τις οικείες διατάξεις προϋποθέσεις για την ένδικη σύμβαση, και αν δηλαδή η επίδικη σύμβαση είναι σύννομη, και παράγει έννομα αποτελέσματα ως τέτοια, οπότε ο ενάγων δικαιούται να αξιώνει την οφειλόμενη συμφωνηθείσα αμοιβή του, με βάση τη σύμβαση, δεδομένου ότι η δαπάνη της σύμβασης αυτής υπερβαίνει το τιθέμενο από τις διατάξεις του νόμου (και δη του άρθρου 267 § 1 π.δ. 410/1995) όριο, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή η απευθείας ανάθεση έργου χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου, και ως εκ τούτου, μόνο κατόπιν αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου θα ήταν νόμιμη η απευθείας ανάθεση του επίδικου έργου στον ενάγοντα οργανισμό, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Σημειώνεται δε οτι, στην αντίθετη περίπτωση, που δεν προηγήθηκε η ως άνω απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Σίνδου και της κοινότητας του δήμου Καλοχωρίου, η ένδικη σύμβαση θα είναι παράνομη, ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη νόμου, και επομένως ο ενάγων θα δικαιούται να αξιώσει την αμοιβή του μόνο με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 325/2004, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Εφόσον όμως εν προκειμένω δεν γίνεται καμιά απολύτως αναφορά για τον αν πριν την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης προηγήθηκε η λήψη σχετικής απόφασης του δημοτικού συμβουλίου Σίνδου και του κοινοτικού συμβουλίου Κρυονερίου, η αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, κατά το βάσιμο περί τούτο ισχυρισμό του εναγομένου.

Περαιτέρω απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της τυγχάνει και η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται στο υπό κρίση δικόγραφο, κατά δικονομική επικουρικότητα, ήτοι υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης (αυτής από τη σύμβαση), αφού έπρεπε, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται στο δικόγραφο της αγωγής τουλάχιστον απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πλην όμως τέτοια επίκληση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης δεν εμπεριέχεται στο δικόγραφο της αγωγής.

Kατ' ακολουθία των παραπάνω η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της και να καταδικαστεί ο ενάγων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου (άρθρα 176 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 παρ 2 του ΠΔ 410/1995 και ήδη 281 § 2 νόμου 3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Σημείωση

Διάβαζα την παραπάνω απόφαση, όχι απλώς με ενδιαφέρον, αλλά και με καμάρι για τη σαφή, συστηματική και ωραία διατύπωση των σκέψεων που τη συγκροτούν.

Και χαιρόμουν.

Ώσπου έφθασα στην τελευταία παράγραφο, όπου συναισθηματικά κατέρρευσα. Και τούτο, γιατι, ενώ η σχολιαζόμενη απόφαση ευστόχως δέχεται οτι, σε περίπτωση επικουρικής σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο αγωγής απο αδικαιολόγητο πλουτισμό, για την περίπτωση που κριθεί ως αβάσιμη η αξίωση απο την επίδικη σύμβαση, το παραδεκτό της επικουρικής αγωγής δέν κλονίζεται απο την παράλειψη του ενάγοντα να διατυπώσει ολοκληρωμένο συλλογισμό – και ευλόγως, αφού η κρίση για την έλλειψη νομιμότητας της κύριας βάσης της αγωγής θα στηριχθεί στους λόγους που είτε το δικαστήριο θα εξετάσει αυτεπαγγέλτως είτε ο εναγόμενος θα προτείνει με τις προτάσεις του, τελικώς απέρριψε ως απαράδεκτη την επικουρική αξίωση απο τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επειδή στο σχετικό δικόγραφο δέν γινόταν επίκληση της ενδεχόμενης ακυρότητας της σύμβασης.

Δέν έχω υπ΄ όψη μου την ακριβή διατύπωση της συγκεκριμένης επικουρικής σώρευσης στο δικόγραφο της αγωγής και στις αντίστοιχες προτάσεις του ενάγοντα. Όμως αναρωτιέμαι: αφού ευστόχως η σχολιαζόμενη απόφαση δέχεται οτι θα αρκούσε η διατύπωση «για την περίπτωση ακυρότητας της κυρίως επικαλούμενης σύμβασης», δίχως να χρειάζεται ειδική αναφορά των λόγων μιας τέτοιας ακυρότητας, γιατί τάχα δέν αρκεί η διατύπωση «άλλως, επικουρικώς», χωρίς επίκληση της ενδεχόμενης ακυρότητας της σύμβασης;

Άν κάτι μου διαφεύγει, κατα τη διατύπωση αυτής της απορίας, θα ήμουν ευγνώμων για την ενημέρωση. Διαφορετικά, μένω με τη μελαγχολική σκέψη, μήπως κάποτε ξεπετάγονται απο άγνωστες γωνιές κάποια στοιχειά του μακαρία τη λήξει ρωμαϊκού φορμαλισμού.
Κώστας Ε. Μπέης

Σχόλια