ΣτΕ 474/2013 Επιβολή κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος. Μη τήρηση αποδεικτικών στοιχείων της ταυτότητας των συναλλασσομένων για κάθε συναλλαγή ύψους 15.000 ευρώ και άνω.



ΣτΕ 474/2013: "Επιβολή κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος. Μη τήρηση αποδεικτικών στοιχείων της ταυτότητας των συναλλασσομένων για κάθε συναλλαγή ύψους 15.000 ευρώ και άνω. Μη αναγραφή λογαριασμού εντολέως στην ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων .Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να παραδίδουν αμελλητί στις αρμόδιες αρχές τα τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ευρώ για τα οποία έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά ή κίβδηλα."

(...)1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπα παραβόλου 2905964, 3955193/2007).

2. Επειδή, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της απόφασης 247/24.7.2007 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), με την οποία επεβλήθησαν στην αιτούσα οι εξής κυρώσεις : α. άτοκη κατάθεση στην ΤτΕ επί εξάμηνο ποσού 2.400.000 ευρώ, με χρέωση του τρεχούμενου λογαριασμού που τηρεί η αιτούσα στην ΤτΕ, β. άτοκη κατάθεση στην ΤτΕ επί εξάμηνο συνολικού ποσού 1.200.000 ευρώ, ομοίως με χρέωση του ως άνω λογαριασμού, και γ. πρόστιμο ύψους 20.000 ευρώ.



3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (ν. 3424/1927), το οποίο προσετέθη με το άρθρο πρώτο του ν. 2609/98 (Α΄ 101) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ. 24 του ν. 2832/2000 (Α΄ 141), «… η Τράπεζα (της Ελλάδος) επιβάλλει κατά πάντων των εποπτευόμενων από αυτή προσώπων τις κατά την κρίση της προσήκουσες διοικητικές κυρώσεις, εκ των προβλεπομένων από την ισχύουσα νομοθεσία για τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση παράβασης των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με την άσκηση των δραστηριοτήτων τους ή την παρακώλυση των κατά νόμο ελέγχων, καθώς και - άτοκη κατάθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος ποσού μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) επί του ποσού της παράβασης ή, αν το ποσό της παράβασης δεν μπορεί να προσδιοριστεί, μέχρι τριών δισεκατομμυρίων (3.000.000.000) δραχμών και διάρκειας μέχρι ενός έτους, - πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου υπολογιζόμενο είτε ως ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) επί του ποσού της παράβασης είτε ως εφάπαξ ποσό μέχρι τριακοσίων εκατομμυρίων (300.000.000) δραχμών και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών. … Οι κατά το παρόν άρθρο κυρώσεις επιβάλλονται και σωρευτικά. … ».

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2331/1995 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες ποινικές διατάξεις …» (Α΄ 173), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, «1. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν κατά τη σύναψη συμβάσεων, στα πλαίσια οποιασδήποτε επιχειρηματικής σχέσης και ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων οποιασδήποτε φύσεως, … να απαιτούν την απόδειξη της ταυτότητας του συναλλασσομένου. Η απόδειξη γίνεται με την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου ή άλλου δημοσίου εγγράφου. Από τα στοιχεία πρέπει πάντως να προκύπτουν η παρούσα διεύθυνση κατοικίας, το ήδη ασκούμενο από το συμβαλλόμενο ή συναλλασσόμενο επάγγελμα και η επαγγελματική του διεύθυνση. Εκτός από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο συναλλαγές, η υποχρέωση αυτή υπάρχει και για κάθε συναλλαγή, το ποσό της οποίας είναι ισότιμο σε δραχμές με δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ΕΝΜ / ΕCU) τουλάχιστον, είτε γίνεται με μια πράξη είτε με περισσότερες που γίνονται την ίδια ημέρα ή ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση. … 4. Κατά παρέκκλιση από τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, δεν απαιτείται εξακρίβωση της ταυτότητας: α) Στις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες υπάγονται κατά το άρθρο 1 στις διατάξεις του νόμου αυτού, αν το ποσό του ασφαλίστρου ή των περιοδικών ασφαλίστρων, που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν υπερβαίνει το ισάξιο χιλίων (1.000) ΕΝΜ/ΕCU ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής το ισάξιο δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ΕΝΜ/ECU. Αν το ασφάλιστρο ή τα περιοδικά ασφάλιστρα που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους αυξηθούν έτσι ώστε να υπερβούν το κατώτατο όριο των χιλίων (1.000) ΕΝΜ/ΕCU, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας. β) Στις συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται βάσει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς ούτε μπορεί να χρησιμεύσουν ως εγγύηση δανείου. 5. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν την ευχέρεια κατά την κρίση των, αλλά δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην κατά το άρθρο αυτά εξακρίβωση ταυτότητας, όταν ο συναλλασσόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικός οργανισμός, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός που ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Δημόσιο. 6. Εξακρίβωση της ταυτότητας γίνεται και σε κάθε περίπτωση που υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. 7. Τα στοιχεία, τα σχετικά με τις παραπάνω συμβάσεις και συναλλαγές, και τα νομιμοποιητικά έγγραφα φυλάσσονται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών: α) όσον αφορά τις συμβάσεις, μετά τη λήξη των σχέσεών τους με τους πελάτες τους, β) όσον αφορά τις συναλλαγές, από τη διενέργεια της τελευταιας συναλλαγής, εκτός αν και στις δύο περιπτώσεις, επιβάλλεται από άλλη διάταξη νόμου η φύλαξή τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα. …».

5. Επειδή, εν προκειμένω, η πρώτη κύρωση (άτοκη κατάθεση στην ΤτΕ, επί εξάμηνο, συνολικού ποσού 2.400.000 ευρώ) επεβλήθη με τις εξής αιτιολογίες: α. ότι δεν τηρήθηκαν πλήρη στοιχεία συναλλασσομένων σε 52 συναλλαγές που υπερέβαιναν τα 15.000 ευρώ, εκ των οποίων οι 25 είχαν πραγματοποιηθεί στο κατάστημα................................. (βλ. πόρισμα ελέγχου 22Π/2006 ελεγκτών του Τμήματος Εποπτείας της ΤτΕ) και οι 27 στο κατάστημα ................ Θεσσαλονίκης της αιτούσας Τράπεζας [18 + 9, κατά τις καταστάσεις 1 και 2 του πορίσματος 25Σ/2006], β. ότι δεν ερευνήθηκαν με ιδιαίτερη προσοχή και δεν αναφέρθηκαν στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος, ως ασυνήθιστες και ύποπτες, 6 συναλλαγές άνω των 60.000 ευρώ - αιτιολογικό έρεισμα το οποίο δεν πλήσσεται ειδικότερα με την κρινόμενη αίτηση - και γ. ότι δεν αναγραφόταν σε συγκεκριμένα εμβάσματα ο αριθμός λογαριασμού του εντολέως.

6. Επειδή, ως προς τις 52 συναλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί στα καταστήματα .... και ........ Θεσσαλονίκης της αιτούσας Τράπεζας [και όχι και στο κατάστημα ................. , όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στην αίτηση] και αφορούσαν καταθέσεις ποσών άνω των 15.000 ευρώ, η αιτούσα, κληθείσα προς παροχή εξηγήσεων, ισχυρίσθηκε ότι η ταυτότητα των εν λόγω συναλλασσομένων ήταν γνωστή στους υπαλλήλους των οικείων καταστημάτων και για το λόγο αυτό δεν σημειώθηκε στα οικεία παραστατικά. Ομως, η τήρηση αποδεικτικών στοιχείων της ταυτότητας των συναλλασσομένων για κάθε συναλλαγή ύψους 15.000 ευρώ και άνω επιβάλλεται από το άρ. 4 παρ. 1 του ν. 2331/95 (βλ. ανωτέρω, σκ. 4), ενώ οι ισχυρισμοί ότι οι καταθέτες ήταν γνωστοί στους υπαλλήλους των καταστημάτων ή ότι τα στοιχεία των γνωστών αυτών πελατών - που αναφέρονται στις καταστάσεις 1 και 2 του πορίσματος 25Σ/2006 [το οποίο αφορά το υποκατάστημα Καλαμαριάς] - είχαν περιληφθεί σε «λίστα εξαιρέσεων», ήταν μη ουσιώδεις και νομίμως απερρίφθησαν σιωπηρώς με την προσβαλλόμενη πράξη, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται στο νόμο τέτοια εξαίρεση από την υποχρέωση αναγραφής των στοιχείων ταυτότητας συναλλασσομένων σε συναλλαγές από 15.000 ευρώ και άνω. Εξάλλου, και οι ισχυρισμοί ότι τα στοιχεία των συναλλασσομένων στις επίμαχες ως άνω συναλλαγές των καταστάσεων 1 και 2 του πορίσματος 25Σ/2006 «είχαν δοθεί προφορικώς στους ελεγκτές κατά τη διενέργεια του ελέγχου» και ότι η αιτούσα Τράπεζα διαθέτει, πάντως, τα στοιχεία αυτά και «ικανοποιεί τις απαιτήσεις του ελέγχου», είναι απορριπτέοι, διότι δεν αναιρούν τη διάπραξη της παράβασης, η οποία έγκειται στη μη καταγραφή των στοιχείων ταυτότητας των συναλλασσομένων πριν από την πραγματοποίηση των εν λόγω συναλλαγών, ώστε αυτά να διατηρηθούν επί πενταετία, όπως απαιτεί το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του ν. 2331/95. Τέλος, σε εσφαλμένη προϋπόθεση στηρίζεται ο λόγος ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε εκδώσει το έγγραφο 28826/43/11.5.2001 που είχε προκαλέσει σύγχυση στις Τράπεζες ως προς τις επιβαλλόμενες διαδικασίες πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το πόρισμα ελέγχου 22Π/2006 της ΤτΕ (που αφορά το κατάστημα ..............), το έγγραφο 28826/43/11.5.2001 προερχόταν από την αιτούσα Τράπεζα και όχι από την Τράπεζα της Ελλάδος.

7. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του ν. 2331/1995, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3424/2005 (Α΄ 305), «Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που λαμβάνουν εντολές για διασυνοριακή ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, οφείλουν να περιλαμβάνουν στα σχετικά μηνύματα το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, εφόσον τα προς μεταφορά κεφάλαια προέρχονται από λογαριασμό καταθέσεων που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που πραγματοποιεί τη μεταφορά, τον αριθμό λογαριασμού του εντολέα. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορούν να καθορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στα μηνύματα μεταφοράς κεφαλαίων εντός της χώρας. Στην παραπάνω υποχρέωση αναγραφής των στοιχείων του εντολέα δεν υπόκεινται τα μηνύματα που αφορούν μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και χρηματοπιστωτικών οργανισμών για ίδιο λογαριασμό και συγκεκριμένα τα μηνύματα για μεταφορές κεφαλαίων όπου τόσο ο εντολέας όσο και ο δικαιούχος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό. Στην υποχρέωση αναγραφής στοιχείων του εντολέα δεν υπόκεινται μεταφορές κεφαλαίων λόγω συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, εφόσον στο μήνυμα αναγράφεται ο αριθμός της εν λόγω κάρτας. Αν όμως η πιστωτική ή η χρεωστική κάρτα χρησιμοποιείται για μεταφορά κεφαλαίων που δεν συνδέεται με εμπορική συναλλαγή, τα σχετικά μηνύματα υπόκεινται στις ανωτέρω υποχρεώσεις».

8. Επειδή, με το από 27.1.2007 πόρισμα ελεγκτών της Τράπεζας της Ελλάδος, που αφορά το υποκατάστημα ...... , απεδόθη στην αιτούσα η παράβαση της μη αναγραφής λογαριασμού εντολέως στην ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων (με έμβασμα). Για την παράβαση αυτή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται μόνον ότι τον Ιανουάριο του 2007 η αιτούσα είχε απευθύνει υπηρεσιακή εγκύκλιο για τα θέματα αυτά και ότι, επομένως, δεν δικαιολογείται η επιβολή κύρωσης για τα ευρήματα του ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στις 27.1.2007. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι η υποχρέωση αναγραφής του αριθμού λογαριασμού του εντολέως σε περίπτωση ηλεκτρονικής μεταφοράς κεφαλαίων απορρέει από το ν. 3424/2005, με αποτέλεσμα να μην ασκεί επιρροή η εγκύκλιος που τυχόν η αιτούσα θέσπισε μόλις το 2007 για τα ζητήματα αυτά.

9. Επειδή, η πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ) 2501/2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (Α΄ 277/18.11.2002) προβλέπει στο Κεφάλαιο Γ΄ τα εξής: «Τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν τους συναλλασσομένους κατ’ ελάχιστον ως ακολούθως: 1. … 3. Ενημέρωση κατόπιν αιτήματος. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν κατά τη διάρκεια ισχύος των συμφωνιών καταθέσεων, δανείων και πιστώσεων, κατόπιν σχετικών αιτημάτων των συναλλασσομένων, πληροφορίες που ενδεχομένως δεν καλύπτονται από την περιοδική ενημέρωσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας εντός ευλόγου διαστήματος, ανάλογα με τον απαιτούμενο βαθμό έρευνας για την παροχή των πληροφοριών, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το κατά την παράγρ. 3 του άρθρου 47 του Ν. 2873/2000, όπως ισχύει, όριο. …». Σύμφωνα δε με το άρ. 42 παρ. 7 του ν. 2912/2001 (Α΄ 94), η παράγραφος 3 του άρθρου 47 του ν. 2873/2000 αντικαταστάθηκε και ορίσθηκε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, να χορηγούν στον αιτούντα οφειλέτη αντίγραφα των δανειστικών συμβάσεων και κατάσταση με ανάλυση του ύψους της οφειλής, καθώς και αντίγραφα των υφιστάμενων καρτελών και παραστατικών.

10. Επειδή, η δεύτερη κύρωση (άτοκη κατάθεση στην ΤτΕ, επί εξάμηνο, συνολικού ποσού 1.200.000 ευρώ) επεβλήθη με την αιτιολογία ότι η αιτούσα δεν πληροφόρησε πλήρως και καταλλήλως την ιδιώτη Μ.Α. σχετικά με λογαριασμό κατάθεσης που τηρούσε σε αυτήν, λόγω αδυναμίας ανεύρεσης του εγγράφου του λογαρισμού, με αποτέλεσμα να εμπλακεί η εν λόγω σε δικαστική διένεξη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο πρώην σύζυγος της Μ.Α. διατηρούσε στην Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΚΤΕ) ατομικό λογαριασμό, ο οποίος μετετράπη σε κοινό, με συνδικαιούχο τη Μ.Α. Μετά το θάνατο του πρώην συζύγου της το έτος 2004, η Μ.Α. ζήτησε να αναλάβει το απομένον ποσό του λογαριασμού από την αιτούσα Τράπεζα - ως διάδοχο της ΕΚΤΕ -, όμως οι αρμόδιοι υπάλληλοι της αιτούσας δεν μπόρεσαν να ανεύρουν το έντυπο μετατροπής του λογαριασμού από ατομικό σε κοινό, με συνδικαιούχο την Μ.Α., με αποτέλεσμα να μην πληροφορήσουν την Μ.Α., κατόπιν αιτήματος που υπέβαλε, για το είδος του τηρούμενου λογαριασμού, ως διαζευκτικού, με μοναδική πλέον δικαιούχο την ίδια. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι τα αρχεία της ΕΚΤΕ μεταφέρθηκαν στην αιτούσα σε χρόνο που δεν υπήρχε ανεπτυγμένη ηλεκτρονικοποίηση, ότι η απώλεια του εντύπου οφειλόταν στην ΕΚΤΕ και όχι στην αιτούσα, ότι οι συγγενείς του αρχικού δικαιούχου εναντιώθηκαν στην καταβολή προς την Μ.Α. του υπολοίπου του λογαριασμού, που ανερχόταν σε σημαντικό ποσό και άσκησαν αγωγή κατά της αιτούσας Τράπεζας, ζητώντας να θεωρηθούν συγκληρονόμοι. Όλοι οι ανωτέρω λόγοι, που είχαν προβληθεί και κατά τη διαδικασία ακρόασης της αιτούσας πριν από την επιβολή της κύρωσης, είναι απορριπτέτοι ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι η αιτούσα αποτελεί διάδοχο της ΕΚΤΕ και νομίμως της απεδόθη μη ενημέρωση της ιδιώτου Μ.Α. σχετικώς με τον τύπο του τηρούμενου πλέον στην αιτούσα Τράπεζα λογαριασμού. Εξάλλου, η κύρωση επεβλήθη λόγω μη παροχής πληροφόρησης στη Μ.Α., δηλαδή για παράβαση της προαναφερθείσης ΠΔΤΕ 2501/2002, και όχι λόγω μη απόδοσης του ποσού του λογαριασμού σε αυτήν, με συνέπεια να μην ασκούν επιρροή οι ισχυρισμοί της αιτούσας ότι δεν μπορούσε να καταβάλει στη Μ.Α. το ποσό του λογαριασμού, λόγω της αγωγής που άσκησαν κατά της αιτούσας Τράπεζας οι φερόμενοι ως κληρονόμοι του αρχικού καταθέτη.

11. Επειδή, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1338/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία» (L. 181) - ο οποίος εφαρμόζεται από 1.1.2002, είναι δεσμευτικός και αναπτύσσει άμεση ισχύ σε κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιφέροντας τα αποτελέσματά του στα κράτη που υιοθέτησαν το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα (βλ. άρ. 12 και 13) - ορίζει, αφενός, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να παραδίδουν αμελλητί στις αρμόδιες αρχές τα τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ευρώ για τα οποία έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά ή κίβδηλα (άρ. 6 παρ. 1) και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους αυτές υπόκεινται σε «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις» (άρ. 6 παρ. 2). Στη συνέχεια, κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 55 Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (ν. 3424/1927, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 18 παρ. 24 του ν. 2832/2000, Α΄ 141) - κατά το οποίο ο Διοικητής της ΤτΕ ή το εξουσιοδοτούμενο απ΄ αυτόν όργανο μπορούν να θεσπίζουν και άλλες διοικητικές κυρώσεις, πέραν των μνημονευθεισών στη σκέψη 3 της παρούσης, για τις παραβάσεις των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων ή άλλων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν την άσκηση των δραστηριοτήτων των εποπτευομένων από την ΤτΕ προσώπων (όπως των πιστωτικών ιδρυμάτων) - εκδόθηκε η ΠΔΤΕ 2484/2001 «Επιβολή κυρώσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για μη παρακράτηση πλαστών ή παραχαραγμένων τραπεζογραμματίων και κερμάτων ή κίβδηλων κερμάτων ευρώ» (Α` 304). Η εν λόγω κανονιστική πράξη επανέλαβε τις ρυθμίσεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1338/2001, περί υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων να παραδίδουν τα τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ευρώ για τα οποία έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά ή κίβδηλα στις αστυνομικές αρχές, και όρισε ότι, σε περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσης, επιβάλλεται, με απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, πρόστιμο από 10.000 έως 250.000 ευρώ.

12. Επειδή, η τρίτη κύρωση (πρόστιμο 20.000 ευρώ) επεβλήθη με την αιτιολογία ότι, όπως διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια ελέγχου στο κατάστημα Ερμού Θεσσαλονίκης της αιτούσας, δεν έγινε άμεσα παράδοση 11 πλαστών χαρτονομισμάτων στην Αστυνομία, κατά παράβαση του Κανονισμού 1338/2001 και της ΠΔΤΕ 2484/2001. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται μόνον ότι η αιτούσα απέστειλε στην ΤτΕ απαντητικό έγγραφο, με το οποίο «απαντά ικανοποιητικά στις αποδιδόμενες παραβάσεις», ότι «ακολούθησε τις προβλεπόμενες στην ουσία εγκύκλιες διαδικασίες» και ότι το υπόλοιπο πόρισμα είναι ευνοϊκό για το συγκεκριμένο υποκατάστημα. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.

13. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, τέλος, παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας κατά την επιλογή των επιβληθεισών κυρώσεων, ήτοι της άτοκης κατάθεσης στην ΤτΕ, επί εξάμηνο, ποσών 2.400.000 και 1.200.000 ευρώ και του προστίμου 20.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, λαμβανομένων υπόψη των ορίων επιμέτρησης των κυρώσεων (άτοκη κατάθεση μέχρι τριών δισεκατομμυρίων δραχμών, δηλ. μέχρι περίπου 9 εκατ. ευρώ, και διάρκειας μέχρι ενός έτους για τις δύο πρώτες παραβάσεις / πρόστιμο από 10 έως 250 χιλ. ευρώ για την τρίτη παράβαση), οι εν προκειμένω επιβληθείσες κυρώσεις απέχουν κατά πολύ των ανωτάτων ορίων και παρίστανται εύλογες, ως εκ του είδους και της σοβαρότητας των αποδοθεισών παραβάσεων (μη τήρηση στοιχείων συναλλασσομένων σε συναλλαγές που υπερέβαιναν τα 15.000 ευρώ, μη έρευνα συναλλαγών ως ύποπτων, μη αναγραφή αριθμού λογαριασμού του εντολέως σε εμβάσματα / μη παροχή ενημέρωσης σε ιδιώτη για λογαριασμό κατάθεσης, στον οποίον ήταν συνδικαιούχος, λόγω μη ανεύρεσης του εντύπου μετατροπής του λογαρισμού από ατομικό σε κοινό / μη παράδοση 11 πλαστών χαρτονομισμάτων ευρώ).

14. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη της Τράπεζας της Ελλάδος, που ανέρχεται σε 460 ευρώ.

Σχόλια