"Διανοητική Ιδιοκτησία και Λογισμικό" [από τον Απόστολο Κουτσουλέλο]



Ελάχιστοι ίσως από εμάς γνωρίζουμε ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Διανοητική Ιδιοκτησία (World Intellectual Property Organization – WIPO, http://www.wipo.int/) έχει καθιερώσει την 26η Απριλίου ως την Παγκόσμια Ημέρα για την Διανοητική Ιδιοκτησία. Ο Οργανισμός αυτός ιδρύθηκε ως υπηρεσία του Ο.Η.Ε. με διεθνή σύμβαση την 14.07.1967 (στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε το 1975) και στόχος του είναι η δημιουργία ενός διεθνούς, ισορροπημένου και προσβάσιμου, νομικού συστήματος για την διανοητική ιδιοκτησία, το οποίο θα ανταμείβει την δημιουργικότητα, θα ενισχύει την καινοτομία και θα συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη.

Όμως τι ακριβώς σημαίνει ο όρος “διανοητική ιδιοκτησία” και ποιά ακριβώς η σχέση του με το λογισμικό η/υ;

Λίγη θεωρία

Όπως άμεσα γίνεται αντιληπτό, η διανοητική ιδιοκτησία αναφέρεται στο δικαίωμα ενός ανθρώπου επί του διανοητικού (πνευματικού) δημιουργήματός του, το οποίο είναι η επέμβαση του ανθρώπινου πνεύματος:
* είτε στον χώρο της τεχνικής (τεχνικές δημιουργίες, δηλαδή διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πιστοποιητικά χρησιμότητας φυτικής δημιουργίας και τοπογραφίες προϊόντων ημιαγωγών),
*είτε στο χώρο της εμπορικής επικοινωνίας (διακριτικά γνωρίσματα, όπως εμπορικά σήματα, εμπορική επωνυμία, διακριτικοί τίτλοι κ.τ.λ.),
*είτε στον χώρο της τέχνης και γενικότερα του πολιτισμού.
Οι δύο πρώτες κατηγορίες αποτελούν την λεγόμενη βιομηχανική ιδιοκτησία, ενώ η τρίτη αναφέρεται ως πνευματική ιδιοκτησία. Αν και πολλές φορές, η διάκριση αυτή δεν είναι πάντα σαφής, αφού η τεχνική παρεμβαίνει και επιδρά στο αισθητικό αποτέλεσμα (τέχνη) και το αντίστροφο, εντούτοις η λειτουργική διαφορά είναι έντονη, με την έννοια ότι στην τεχνική δημιουργία υπερτερεί το χρηστικό αποτέλεσμα ως τεχνική ιδέα, ενώ στα έργα λόγου και τέχνης η πνευματική απόλαυση της μορφής του έργου.

Για να αναγνωριστεί ένα πνευματικό δημιούργημα ως άξιο προστασίας και έτσι αποτελέσει το περιεχόμενο ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένα ουσιαστικά κριτήρια. Έτσι:
* στα έργα του λόγου, της τέχνης και της επιστήμης αναζητείται η πρωτοτυπία τους,
* στις τεχνικές δημιουργίες αναζητείται αφενός εάν η συγκεκριμένη τεχνική ιδέα είναι νέα (novelty), δηλαδή υπερβαίνει την στάθμη της τεχνικής εξέλιξης (state of art) και αφετέρου εάν η λύση που δίνει σε ένα τεχνικό πρόβλημα δεν θα ήταν δυνατή από το μέσο τεχνικό με βάση το απόθεμα των τεχνικών γνώσεων (inventive step), και
* στα διακριτικά γνωρίσματα, η ικανότητά τους να διακριθούν συγκρινόμενα με τα ήδη καταχωρημένα γνωρίσματα, τα επαρκώς γνωστά ή τα γνωρίσματα φήμης.

Εφόσον το διανοητικό δημιούργημα πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις αποτελεί προστατευόμενο αντικείμενο του δικαιώματος της διανοητικής ιδιοκτησίας είτε αυτόματα (πνευματική ιδιοκτησία) είτε κατόπιν μιας διοικητικής διαδικασίας (εμπορικά σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας κ.τ.λ.). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η διάκριση αυτή σχετικά με το αυτόματο ή μη της ένταξης ενός δημιουργήματος στην διανοητική ιδιοκτησία οφείλεται και στο γεγονός ότι κατά παράδοση τα προϊόντα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας προστατεύονται σε τοπικό επίπεδο (εντός ενός κράτους) και για αυτό απαιτείται μια διοικητική διαδικασία, ενώ η πνευματική ιδιοκτησία (αφής στιγμής αναφέρεται στον πολιτισμό) κατοχυρώνεται άμεσα.

Οι ανωτέρω κανόνες διαμορφώθηκαν σε μια περίοδο, όταν οι υπολογιστές είτε δεν υπήρχαν είτε δεν απολάμβαναν ευρείας αποδοχής και έτσι το λογισμικό τους δεν εμφάνιζε ιδιαίτερο εμπορικό και οικονομικό ενδιαφέρον, ώστε να είναι αναγκαία η αναγωγή τους σε αντικείμενο ιδιαίτερης νομικής προστασίας.

Λογισμικό και διανοητική ιδιοκτησία

Με την εξάπλωση όμως των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την δημιουργία καθημερινής χρήσης συσκευών που λειτουργούσαν με προγράμματα, η οικονομική αξία του λογισμικού, ως αυτοτελώς εμπορεύσιμου πλέον προϊόντος, αναβαθμίστηκε και αναζητήθηκε ο τρόπος κατοχύρωσης και προστασίας του.

Ουδείς, βέβαια, αμφισβήτησε το γεγονός ότι το λογισμικό όφειλε να αποτελέσει αντικείμενο της διανοητικής ιδιοκτησίας, λόγω της άυλης (ηλεκτρονικής) μορφής του. Έντονη, όμως, υπήρξε η συζήτηση για το εάν αυτό εντάσσεται στον χώρο της τεχνικής (βιομηχανική ιδιοκτησία - patent) ή της τέχνης (πνευματική ιδιοκτησία - copyright). Αν και η συζήτηση αυτή φαίνεται αδιάφορη και απλοϊκή, εντούτοις έχει τεράστιες συνέπειες: με την βιομηχανική ιδιοκτησία προστατεύεται η τεχνική ιδέα και όχι η μορφή ή ο υλικός φορέας της – αντίθετα με την πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται η μορφή και ο υλικός φορέας και όχι η ιδέα.

Αυτό σημαίνει ότι εάν χορηγούσαμε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (δηλαδή πατέντα) για την δημιουργία ενός προγράμματος αριθμομηχανής η/υ (τεχνική ιδέα), τότε κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να φτιάξει λογισμικό αριθμομηχανής ανεξάρτητα από το πώς έγραφε το κώδικα ή ποιά γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιούσε ή για ποιά αρχιτεκτονική το έγραφε (μορφή), παρά μόνο ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της αριθμομηχανής για η/υ.

Ευτυχώς, από νωρίς έγινε αντιληπτό -και με το σκεπτικό ότι η τεχνολογία των προγραμμάτων έχει θεμελιώδη σημασία για την βιομηχανική ανάπτυξη και την διεθνή οικονομία- ότι το λογισμικό δεν πρέπει να ενταχθεί στους κόλπους της δυσκίνητης και μονολιθικής βιομηχανικής ιδιοκτησίας, αλλά να αποτελέσει αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε να μην εμποδίζεται η τεχνική πρόοδος, ούτε να δημιουργούνται μονοπώλια που εμποδίζουν την ανεξάρτητη ανάπτυξη. Έτσι στην ιδρυτική Συνθήκη του WIPO (αρθρ. 4), τονίζεται ότι τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών προστατεύονται ως λογοτεχνικά έργα, ως έργα του λόγου. Δηλαδή προστατεύεται όχι η ιδέα που φέρουν (αριθμομηχανή), αλλά η μορφή τους (κώδικας).

Εντούτοις, και εξαιτίας της τεχνοκρατικής εξέλιξης και της θεμελίωσης της τεχνολογικής προόδου στους υπολογιστές, πολλές τεχνικές ιδέες υλοποιούνται ή εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο μέσω υπολογιστών και λογισμικού. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι ακόμη και το λογισμικό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο βιομηχανικής ιδιοκτησίας (και κατά ακολουθία διπλώματος ευρεσιτεχνίας) όχι όμως αυτοτελώς, παρά μόνο εφόσον περιέχει μια μαθηματική μεθοδολογία (formula) και εντάσσει ή εφαρμόζει την μεθοδολογία αυτή σε μία δομή ή διαδικασία, η οποία θεωρούμενη ως σύνολο εκτελεί μια λειτουργία, την οποία προστατεύουν οι κανόνες τις βιομηχανικής ιδιοκτησίας, θέση η οποία έχει υιοθετηθεί τόσο από τις Η.Π.Α., όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την Συνθήκη για την Χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας του 1973 και αφορά σε πολύ εξειδικευμένες περιπτώσεις, που προφανώς εκφεύγουν του “οικειακού” λογισμικού.

Παρότι το λογισμικό πλέον αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, εντούτοις τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια (αδύναμη) τάση να ενταχθεί στους κόλπους της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόταση οδηγίας το 2002 (η οποία δεν υιοθετήθηκε) όριζε ως λογισμικό την “εφεύρεση που εφαρμόζεται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές”, δηλαδή κάθε είδους εφεύρεση της οποίας η εκτέλεση συνεπάγεται την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, δικτύου υπολογιστών ή άλλης προγραμματιζόμενης συσκευής και η οποία διαθέτει ένα ή περισσότερα εκ πρώτης όψης νεωτεριστικά χαρακτηριστικά τα οποία εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει με την βοήθεια προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Περιεχόμενο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογισμικού

Για να τύχει το λογισμικό άξιο προστασίας ως πνευματικό δημιούργημα πρέπει -κατ' αναλογία των λογοτεχνικών έργων- να χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη, προσωπική πνευματική συμβολή του δημιουργού του (ατομικότητα του δημιουργού) ή να εμφανίζει δημιουργικό ύψος που το διαφοροποιεί από τα παρεμφερή προγράμματα (ατομικότητα του έργου). Εφόσον ένα πρόγραμμα εμφανίζει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού του, στον οποίο απονέμεται και αντίστοιχο δικαίωμα με δύο διαστάσεις: την ηθική και την περιουσιακή.

Ειδικότερα, το ηθικό δικαίωμα αφορά στον πνευματικό δεσμό που συνδέει τον δημιουργό με το έργο του και αναφέρεται σε συγκεκριμένες εξουσίες που απονέμονται στον δημιουργό:
* την εξουσία δημοσίευσης, δηλαδή την εξουσία του δημιουργού να αποφασίζει τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο το λογισμικό θα διατίθεται στο κοινό, είναι δε αυτή που θέτει σε λειτουργία το περιουσιακό δικαίωμα,
* την εξουσία αναγνώρισης της πατρότητας, δηλαδή την εξουσία του δημιουργού να απαιτεί την αναγραφή του ονόματός του σε κάθε αντίτυπο και δημόσια χρήση του λογισμικού ή αντίθετα να κράτα την ανωνυμία του ή να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο,
* την εξουσία περιφρούρησης του έργου, δηλαδή την εξουσία του δημιουργού να απαγορεύει κάθε παραμόρφωση, περικοπή ή άλλη τροποποίηση του λογισμικού, καθώς και κάθε προσβολή του δημιουργού οφειλόμενη στις συνθήκες παρουσίασης του λογισμικού του στο κοινό,
* την εξουσία προσπέλασης στο έργο, που έχει εφαρμογή κυρίως στα έργα μοναδικής ενσωμάτωσης (π.χ. γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής, χειρόγραφα), δηλαδή η εξουσία του δημιουργού να επικοινωνεί με το έργο του, και
* την εξουσία υπαναχώρησης (ή μετάνοιας), δηλαδή η εξουσία του δημιουργού να υπαναχωρεί από συμβάσεις περιουσιακές ή άδειες χρήσης, μόνο όμως για τα έργα λόγου ή επιστήμης, μόνο όταν αυτό δεν αντιπροσωπεύει τις απόψεις του και υπό τον όρο της αποζημίωσης του χρήστη.

Αντίστοιχα, το περιουσιακό δικαίωμα εξασφαλίζει στον δημιουργό την δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσης του έργου του και συνεπώς του απονέμει τις αντίστοιχες εξουσίες:
* την εξουσία εγγραφής (δηλαδή την υλική ενσωμάτωση του έργου του πάνω σε κάποιο υλικό φορέα) και αναπαραγωγής (δηλαδή την παραγωγή ενός η περισσότερων αντιγράφων του έργου). Ειδικότερα, όσον αφορά το λογισμικό, αναπαραγωγή συντελείται και όταν το πρόγραμμα εκτελείται ή εμφανίζεται στην οθόνη, αφού ένα αντίγραφό του μεταφέρεται από τον υλικό φορέα (π.χ. CD, σκληρό δίσκο κ.τ.λ.) στην μνήμη του υπολογιστή,
* την εξουσία μετάφρασης και ειδικότερα, όσον αφορά το λογισμικό μετάφραση συντελείται είτε από μια γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη είτε από μια γλώσσα προγραμματισμού σε γλώσσα μηχανής και το αντίστροφο (compile ή συμπίληση),
την εξουσία διανομής, δηλαδή την εξουσία του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την διανομή στο κοινό του πρωτότυπου η αντιγράφου του λογισμικού με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιοαδήποτε πράξη (πώληση, δωρεά, ανταλλαγή κ.τ.λ.),
* την εξουσία εκμίσθωσης ή δημόσιου δανεισμού, δηλαδή την εξουσία του δημιουργού να διαθέτει προς χρήση πρωτότυπα ή αντίγραφα του λογισμικού για περιορισμένο χρονικό διάστημα, είτε προς άμεσο η έμμεσο οικονομικό ή εμπορικό όφελος (εκμίσθωση) είτε όχι (δανεισμός),
* την εξουσία εισαγωγής, δηλαδή την εξουσία του δημιουργού να απαγορεύει την εισαγωγή αντιτύπων λογισμικού που παρήχθησαν στο εξωτερικό χωρίς την άδειά του ή με άδεια περιορισμένη,
* καθώς και τις (αδιάφορες ως προς το λογισμικό) εξουσία παρουσίασης του έργου στο κοινό, εξουσία δημόσιας εκτέλεσης και την εξουσία ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης.

Όλες οι παραπάνω εξουσίες που παρέχει το δίκαιο στον δημιουργό είναι ενδοτικές, με την έννοια ότι ο δημιουργός επιλέγει κατά την απόλυτη κρίση του τον τρόπο και τον χρόνο, κατά τον οποίο θα ασκήσει κάθε μία από αυτές. Κανείς δεν επιβάλλει στον δημιουργό μια συγκεκριμένη υποχρεωτική συμπεριφορά όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα διαθέσει και εκμεταλλευτεί το πνευματικό του δημιούργημα, ακόμη και όταν αυτό είναι λογισμικό.

Άδειες χρήσης λογισμικού

Στο σημείο αυτό είναι που τίθεται στην συζήτηση το θέμα των αδειών χρήσης λογισμικού. Τα κείμενα των αδειών χρήσης λογισμικού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο δημιουργός του λογισμικού προτίθεται να διαχειριστεί τις εξουσίες που απορρέουν από το πνευματικό του δημιούργημα (λογισμικό).

Εδώ κάθε επιλογή του δημιουργού και κάθε συνδυασμός εξουσιών είναι επιτρεπτός. Ο δημιουργός απλά διατυπώνει την βούλησή του καθορίζοντας τα όρια εντός των οποίων είναι επιτρεπτή κατ' αυτόν η χρήση του προγράμματος και οι χρήστες απλά συμμορφώνονται, με την έννοια ότι αποδέχονται τους όρους της άδειας χρήστης που προτείνει ο δημιουργός, συναπτόμενης έτσι και σχετικής σύμβασης μεταξύ δημιουργού και χρήστη. Στα πλαίσια αυτά έχουν μέχρι και σήμερα διαμορφωθεί δεκάδες άδειες χρήσης λογισμικού, οι οποίες στο σύνολό τους μπορούν να διαχωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες: τις περιοριστικές και τις ελεύθερες.

Ως περιοριστικές άδειες χρήσης θεωρούνται εκείνες που περιορίζουν στο ελάχιστο δυνατό για την εκπλήρωση του προορισμού του το εύρος χρήσης του λογισμικού, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις όταν ο δημιουργός απαγορεύει την τροποποίηση του κώδικα, την μετάφρασή του, την αντιγραφή του και την περαιτέρω διανομή ή και αναδιανομή, ή όταν περιορίζει την χρήση του σε έναν μόνο υπολογιστή και όχι σε περισσότερους κ.τ.λ. Αντίθετα, ελεύθερες είναι όσες άδειες παρέχουν το δικαίωμα για κάθε πιθανή χρήση και προορισμό του λογισμικού, απαλλαγμένη από αυστηρούς περιορισμούς. Τέτοιες άδειες είναι και οι άδειες του ελεύθερου λογισμικού, όπως η GNU/GPL.

Η διάκριση μεταξύ εμπορικών και μη εμπορικών αδειών, με μοναδικό κριτήριο το κέρδος του δημιουργού, θεωρώ ότι δεν συμβαδίζει πλήρως με το πνεύμα του ρυθμιστικού πλαισίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως περιγράφηκε παραπάνω, δεδομένου ότι ο νόμος δεν προστατεύει το αμιγώς οικονομικό δικαίωμα του δημιουργού, αλλά το περιουσιακό, δηλαδή προστατεύει το λογισμικό όχι ως εμπορικό προϊόν, αλλά ως περιουσιακό στοιχείο. Έτσι περιοριστική είναι μια μη εμπορική άδεια χρήσης μιας εφαρμογής ανοικτού κώδικα (όπως είναι οι περισσότερες εφαρμογές web γραμμένες σε php), η οποία όμως απαγορεύει την τροποποίηση του κώδικα και την περαιτέρω αναδιανομή της εφαρμογής.

Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κοινό σημείο όλων των αδειών χρήσης, περιοριστικών ή ελεύθερων, είναι η διατήρηση στο ακέραιο του ηθικού δικαιώματος του δημιουργού. Έτσι, ακόμη και στις ελεύθερες άδειες χρήσης, όπου ο δημιουργός επιτρέπει την τροποποίηση και διανομή αντιγράφων ή αναδιανομή, υποχρεώνει τους χρήστες σε μνεία του ονόματός του ως αρχικού δημιουργού και σε αναφορά του ιστοχώρου όπου υπάρχει ο αρχικός κώδικας. Παρ' όλα αυτά, και για να γίνει κατανοητό ότι κάθε επιλογή του δημιουργού είναι επιτρεπτή, υπάρχουν άδειες χρήσης (τύπου BSD), στις οποίες ο δημιουργός παραιτείται ακόμη και του ηθικού δικαιώματος για μνεία στο όνομά του.

Τέλος, το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στις εξουσίες του δημιουργού επί του λογισμικού, ανεξάρτητους του περιεχομένου της άδειας χρήσης. Έτσι:
* εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού, η αναπαραγωγή, η μετάφραση, η προσαρμογή, η διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη μετατροπή λογισμικού, όταν οι πράξεις αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του λογισμικού, συμπεριλαμβανομένης και της διόρθωσης σφαλμάτων, από το πρόσωπο που το απέκτησε νόμιμα,
* τα ανωτέρω είναι επιτρεπτά και χωρίς την άδεια του δημιουργού, εφόσον είναι απαραίτητα προκειμένου να ληφθούν οι αναγκαίες πληροφορίες για τη διαλειτουργικότητα ενός ανεξάρτητα δημιουργηθέντος προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με άλλα προγράμματα, εφόσον οι αναγκαίες για τη διαλειτουργικότητα πληροφορίες δεν ήταν ήδη ευκόλως και ταχέως προσιτές στο νόμιμο χρήστη και εφόσον οι πράξεις περιορίζονται στα μέρη του αρχικού προγράμματος, που είναι απαραίτητα για τη διαλειτουργικότητα αυτή,
* ο νόμιμος χρήστης ενός λογισμικού δεν μπορεί να εμποδιστεί να παραγάγει, χωρίς τη άδεια του δημιουργού ένα εφεδρικό αντίγραφο του προγράμματος στο μέτρο που αυτό είναι απαραίτητο για τη χρήση,
* επιτρέπεται στο νόμιμο χρήστη αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, χωρίς την άδεια του δημιουργού, η παρακολούθηση, η μελέτη ή η δοκιμή της λειτουργίας του προγράμματος προκειμένου να εντοπισθούν οι ιδέες και αρχές που αποτελούν τη βάση οποιουδήποτε στοιχείου του προγράμματος, εάν οι ενέργειες αυτές γίνονται κατά τη διάρκεια πράξης που αποτελεί νόμιμη χρήση του προγράμματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχετική βιβλιογραφία δεν έχει κατανοήσει πλήρως τις θέσεις και στόχους του ελεύθερου λογισμικού, δείχνοντας αδυναμία να εμπεδώσει την έννοια του “ελεύθερου”, με αποτέλεσμα να θέτει το ελεύθερο λογισμικό στον αντίποδα της πνευματικής ιδιοκτησίας και όχι στους κόλπους της, αφού θεωρεί ότι ο δημιουργός παραιτείται πλήρως από το πνευματικό του δικαίωμα, αρκούμενος στην ηθική του ικανοποίηση από την αποδοχή από το κοινό της εφαρμογής του. Εντούτοις, η θέση αυτή είναι εσφαλμένη, αφού (με εξαίρεση αδειών τύπου BSD), ο δημιουργός στις περισσότερες περιπτώσεις (π.χ. άδεια GNU/GPL) δεν παραιτείται από τον πνευματικό του δικαίωμα στον κώδικα, απλά τον θέτει ελεύθερο στο κοινό προς κάθε χρήση, με μόνη προϋπόθεση την αναφορά σε αυτόν ως αρχικό δημιουργό, διατηρώντας έτσι το πνευματικό του δικαίωμα ακέραιο.

Αναδιανομή λογισμικού

Ένα από τα καίρια σημεία που αφορούν στις πιθανές χρήσεις του λογισμικού είναι και το δικαίωμα του χρήστη για διανομή αντιγράφων ή την αναδιανομή του νομίμως αποκτηθέντος λογισμικού. Καθώς η μεγαλύτερη μερίδα της κοινότητας του ελεύθερου λογισμικού ενδιαφέρεται και χύνει τόνους μελάνης κυρίως για το δικαίωμα πρόσβασης στο κώδικα (ώστε να ελέγχεται η ποιότητά του και η ύπαρξη τυχόν κακόβουλου λογισμικού) και το δικαίωμα τροποποίησης (ώστε να ενταχθεί σε άλλο, αναπτυσσόμενο, λογισμικό), φαίνεται να λησμονεί το ζήτημα της αναδιανομής του λογισμικού.

Ειδικότερα στο χώρο του Linux, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στην ένταξη στις διανομές, λογισμικού, το οποίο, αν και διατίθεται δωρεάν από τον δημιουργό του, εντούτοις συνοδεύεται από περιοριστική άδεια. Η άδεια αυτή, εκτός από την απαγόρευση τροποποιήσεων, μεταφράσεων κ.τ.λ., απαγορεύει ρητά και την περαιτέρω διανομή αντιγράφων ή αναδιανομή του ληφθέντος αντιγράφου, αφού ο δημιουργός επιφυλάσσει αποκλειστικά για τον εαυτό του τον έλεγχο της κυκλοφορίας του λογισμικού του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το γνωστό σε όλους πρόγραμμα επικοινωνίας Skype. Το Skype διατίθεται δωρεάν στο κοινό από τον επίσημο ιστότοπο του δημιουργού του. Μια προσεκτική ματιά όμως στους όρους χρήσης (EULA) αποκαλύπτει ότι ο δημιουργός απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε μορφή διανομής ή αναδιανομής του προγράμματος. Εντούτοις, αρκετές διανομές περιλαμβάνουν στο CD εγκατάστασής τους ή στα αποθετήριά τους και το πρόγραμμα Skype.

Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτή η πρακτική είναι αντίθετη στην βούληση του δημιουργού και παραβιάζει την άδεια χρήσης, αφού οι εταιρίες ή ομάδες Linux διανέμουν το αντίγραφο του Skype που έλαβαν από τον επίσημο ιστότοπο του δημιουργού του.

Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η πρακτική αυτή δεν είναι αντίθετη με διάταξη νόμου. Όπως είδαμε, το δίκαιο περιγράφει τις εξουσίες του δημιουργού - δεν επιβάλλει συγκεκριμένο τρόπο άσκησης των εξουσιών αυτών. Είναι όμως αντίθετη με την ιδιωτική συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ του δημιουργού και του διανομέα Linux την στιγμή που ο τελευταίος λαμβάνει το αντίγραφο του Skype. Επίσης, δημιουργεί προβλήματα στην ενημέρωση του τελικού χρήστη σχετικά με την άδεια χρήσης και τις υποχρεώσεις που τον βαρύνουν από την χρήση του Skype, αφού δεν του γνωστοποιείται το γεγονός ότι υφίστανται περιορισμοί. Βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση που ο τελικός χρήστης ενημερωθεί για την άδεια χρήσης και για τους όρους της, υφίσταται το ζήτημα της απαγόρευσης αναδιανομής.

Είναι σαφές, συνεπώς, ότι για να ενταχθεί τέτοιο λογισμικό, που, αν και δωρεάν διατιθέμενο, συνοδεύεται από περιοριστική άδεια χρήσης (τουλάχιστον ως προς το δικαίωμα της διανομής ή αναδιανομής) σε διανομές Linux, θα πρέπει ο διανομέας να λάβει σχετική άδεια από τον δημιουργό. Από το γεγονός βέβαια ότι μέχρι σήμερα οι δημιουργοί τέτοιου λογισμικού δεν έχουν αντιταχθεί στην πρακτική αυτή, θα μπορούσε να συναχθεί και η αποδοχή της και έτσι η παροχή της απαιτούμενης έγκρισης. Αυτό όμως δεν είναι αρκετά ασφαλές συμπέρασμα, δεδομένου ότι συνήθως στις περιοριστικές άδειες προβλέπεται ρητά ότι η μη άσκηση ενός δικαιώματος από τον δημιουργό δεν σημαίνει και την παραίτησή του από αυτό, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Skype ή άλλων γνωστών και δημοφιλών εφαρμογών όπως π.χ. είναι ο Flash Player (και το αντίστοιχο plugin του για τον Firefox) της Adobe ή οι διάφοροι (απο)κωδικοποιητές πολυμέσων (μερικοί από τους οποίους προστατεύονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε ορισμένες χώρες) ή το Java Runtime Environment της Sun (πλέον Oracle).

Είναι προφανές, ότι η κατάσταση αυτή όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα είναι απότοκος της προσπάθειας συγκερασμού δύο (φαινομενικά) αντικρουόμενων προσπαθειών. Από την μία μεριά υπάρχουν οι διανομείς Linux, οι οποίοι θέλουν να δημιουργήσουν όσο το δυνατό πληρέστερες διανομές, που θα λειτουργούν out-of-the-box (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην εμπειρία internet και στα πολυμέσα) χωρίς να υποβάλλουν τον χρήστη στο βάσανο της εγκατάστασης βασικών εφαρμογών, ώστε έτσι να γίνουν πιο ελκυστικές, όπως π.χ. η διανομή Mint, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της Debian, η οποία δεν εντάσσει μη ελεύθερο λογισμικό. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι δημιουργοί κλειστού λογισμικού, οι οποίοι ακόμη και στις περιπτώσεις που διαθέτουν δωρεάν το λογισμικό τους, δεν επιθυμούν να το εντάξουν στις αχανείς διαδικασίες που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελεύθερου λογισμικού και έτσι αποφασίζουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της κυκλοφορίας για πολλούς λόγους (από απλή στατιστική μέχρι και επιφύλαξη της δυνατότητας υπαναχώρησης), ενώ ο τρόπος αυτός είναι ο πλέον ενδεδειγμένος για την ενημέρωση του τελικού χρήστη σχετικά με την περιοριστική άδεια (το περίφημο “I Agree” κουμπάκι πριν από κάθε λήψη).

Εντούτοις, οι δημιουργοί επιθυμούν το λογισμικό τους να διαδοθεί, ώστε να δουν και τα κέρδη τους να αυξάνονται – η Skype για να αποκτήσει περισσότερους συνδρομητές, η Adobe για να πωλήσει περισσότερα Flash Builder κ.ο.κ. Για τον λόγο αυτό σύγκρουση με ένταση δεν υπάρχει, γιατί όλοι σήμερα είναι ικανοποιημένοι: οι διανομείς πρσοφέρουν πλήρη λειτουργικά συστήματα και οι δημιουργοί παγιώνουν την θέση τους στην αγορά και αυξάνουν το κέρδος τους και εφόσον διατηρούνται οι τεχνολογίες τους κλειστές δεν διαμαρτύρονται για την παράβαση του όρου περί μη (ανα)διανομής. Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι η συμφωνία αυτή κυρίων είναι μόνιμη και όχι παροδική. Ανά πάσα στιγμή τα δεδομένα μπορούν να μεταβληθούν και οι δημιουργοί να αντιταχθούν στην πρακτική αυτή, απαιτώντας την απομάκρυνση του λογισμικού από τις διανομές, αν όχι και περισσότερα.

Καταληκτικά, πρέπει να σημειωθεί ότι, δυστυχώς, η κοινότητα Linux πρέπει να είναι αρκετά προσεκτική με όλα τα θέματα που αφορούν στην πνευματική ιδιοκτησία λογισμικού, καθώς η τελευταία δεν εξαντλείται μόνο στην πρόσβαση και χρήση του κώδικα, αλλά καταλαμβάνει ένα ευρύτερο φάσμα περιπτώσεων, όπως η (ανα)διανομή του λογισμικού. Και επειδή, στο άμεσο τουλάχιστον μέλλον δεν πρόκειται να δούμε δωρεάν διατιθέμενο κλειστό λογισμικό με ελευθερία (ανα)διανομής -όχι για άλλον λόγο παρά εξαιτίας της γενικότερης νοοτροπίας που διέπει τους δημιουργούς κλειστού λογισμικού και τις περιοριστικές άδειες που το συνοδεύουν- θα πρέπει οι διανομείς Linux να φροντίζουν, ώστε να λαμβάνουν άδειες για το λογισμικό που διανέμουν ή να επιτρέπουν την μεταγενέστερη αυτοματοποιημένη εγκατάστασή του από τον ιστοχώρο του δημιουργού με πλήρη ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την περιοριστική άδεια, γιατί στο τέλος ο ζημιωμένος θα είναι ο τελικός χρήστης, ο οποίος όχι μόνο ενδέχεται να χάσει ευκολίες εάν οι δημιουργοί αλλάξουν τακτική, αλλά και συγχυσμένος και χωρίς σχετική ενημέρωση ενδέχεται να παρανομήσει (ανα)διανέμοντας κλειστό λογισμικό, με την αντιγραφή και παράδοση σε τρίτο πρόσωπο του CD της διανομής.

 

Σχόλια