ΜΕφΑθ 1536/2013 [Κατάσχεση στα χέρια Τράπεζας, ως τρίτης, λογαριασμού που ανήκει σε αλλοδαπό Δημόσιο - Ακυρότητα κατάσχεσης]

(Περίληψη) Από την επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου με την επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο, αρχίζει η δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής κατά του τίτλου και των πράξεων της προδικασίας. Το πέρας της αναγκαστικής εκτέλεσης εξαρτάται από την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας, αναλόγως αν επακολουθήσει εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης του τρίτου ή αρνητική δήλωση ή παράλειψη και ανακοπή. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή, προβάλλοντας λόγους ακυρότητας της κατάσχεσης, είτε διότι κατασχέθηκε ακατάσχετη απαίτηση ή διότι δεν υφίσταται η σε βάρος του εκτελούμενη αξίωση. Το απώτερο χρονικό σημείο, μέχρι του οποίου μπορεί να ασκηθεί ανακοπή για τους άνω λόγους, είναι η εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 παρ. 1 προθεσμίας, οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαιτήσεως του οφειλέτη προς τον κατασχόντα. Κατάσχεση στα χέρια Τράπεζας, ως τρίτης, λογαριασμού που ανήκει σε αλλοδαπό Δημόσιο. Η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, εφόσον ο κατασχεθείς τραπεζικός λογαριασμός προορίζεται για τη χρηματοδότηση της διπλωματικής αποστολής του αλλοδαπού κράτους.
Διατάξεις: άρθρα 933, 934 [παρ. 1], 953 [παρ. 4], 986, 989, 988 ΚΠολΔ
[...] Από την με αριθμό 10276/22.10.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ.Κ. που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, αποδεικνύεται, ότι αντίγραφο της κρινόμενης, από 7.12.2011, έφεσης με την 8885/19.12.2011 πράξη κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την με αριθμό 379/2012 πράξη του Δικαστηρίου τούτου για ορισμό δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα, κατ’ άρθρο 134 ΚΠολΔ, στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για το εφεσίβλητο αλλοδαπό δημόσιο με την επωνυμία «…», [...Δημόσιο], που εδρεύει στη … της Βόρειας Αφρικής, η οποία δεν έχει επικυρώσει την από 15.11.1965 σύμβαση της Χάγης. Το τελευταίο όμως δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου και, κατά συνέπεια, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο διαδικασία 0α προχωρήσει σαν να ήταν και αυτό παρών [άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ]. Η κρινόμενη από 7.12.2011 και με αύξ. αρ. κατάθ. 8885/19.12.2011 έφεση του καθού η ανακοπή και ήδη εκκαλούντος, κατά της 2386/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 31.8.2009 και με αύξ.αρ. κατάθ. 9412/4.9.2009 ανακοπής της ήδη εφεσίβλητης και ανακόπτουσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια πιο πάνω τακτική διαδικασία [άρθρο 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ].
Με την ένδικη ανακοπή της, η ανακόπτουσα με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη χώρα της … της Βόρειας Αφρικής, ζήτησε να ακυρωθεί η επιβληθείσα από τον καθου, στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, κατάστημα …, κατάσχεση του με αριθμό … λογαριασμού, ποσού 2.000.001 ευρώ, διότι είναι άκυρη και παράνομη καθόσον επιβλήθηκε σε πράγμα εξαιρούμενο της κατάσχεσης και έρχεται σε αντίθεση με την άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης αλλά και διότι η απαίτηση του καθού έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η ήδη εκκαλούμενη, 2386/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία αφού κρίθηκε ότι η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως, έγινε αυτή δεκτή ως προς τον πρώτο λόγο της ως ουσιαστικά βάσιμη, με την διαλαμβανόμενη στην εν λόγω απόφαση αιτιολογία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεση του ο καθού η ανακοπή, για την κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου μη απόρριψη της ανακοπής, ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της αλλά και για την παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμου και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε να απορριφθούν η ανακοπή και ο πρόσθετος λόγος αυτής.
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 933, 934 παρ. 1 στοιχ. Β’ και 2 και 953 παρ. 4 ΚΠολΔ, στην περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η ανακοπή που αφορά το κύρος της αναγκαστικής κατάσχεσης, για το λόγο ότι αυτή επιβλήθηκε σε κατά νόμο ακατάσχετο πράγμα, πρέπει να ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, η οποία είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης [ΑΠ 872/1998 ΕλλΔνη 40,103]. Η δομή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιβολή της με την επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο, αποτελεί την πρώτη μετά την επιταγή πράξη της εκτέλεσης και έκτοτε αρχίζει η δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής κατά του τίτλου και των πράξεων της προδικασίας [άρθρο 34 παρ. 1α]. Η τελείωση της κατάσχεσης δεν σημαίνει και περαίωση της διαδικασίας της εκτέλεσης, η οποία συνεχίζεται με τη δήλωση του τρίτου και ακολουθεί είτε με την κατά το άρθρο 989 εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης είτε με την, κατά το άρθρο 986, ανακοπή κατά της δήλωσης του τρίτου και της αγωγής αποζημίωσης. Το πέρας της αναγκαστικής εκτέλεσης εξαρτάται από την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας, εάν π.χ. επακολουθήσει εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης του τρίτου ο πλειστηριασμός αποτελεί την τελευταία πράξη της εκτέλεσης. Σε περίπτωση αρνητικής δήλωσης ή παράλειψης και ανακοπής, η διαδικασία περατώνεται αναλόγως. Συνέπεια αυτών, είναι ότι η ανακοπή κατά της απαίτησης του κατασχόντος καθώς και των από την κατά τα άνω κατάσχεση [πρώτης μετά την επιταγή πράξης της εκτέλεσης] και των μέχρι το πέρας της διαδικασίας κατάσχεσης, στα χέρια τρίτου, πράξεων, πρέπει να ασκηθεί μέχρι την τελευταία πράξη, η οποία ποικίλει κατά τις περιστάσεις [βλ. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 982 παρ. 441]. Περαιτέρω, αν γίνει κατάσχεση στα χέρια τρίτου χρηματικής απαίτησης και ο τρίτος προβεί σε καταφατική δήλωση, προβλέπεται διαδικασία εξόφλησης του κατασχόντος είτε απευθείας από τον τρίτο είτε με διανομή του ποσού μέσω συμβολαιογράφου [άρθρο 988 παρ. 1]. Ειδικότερα ο οφειλέτης, μπορεί να ασκήσει σύμφωνα με το άρθρο 934 παρ. 1β’, ανακοπή προβάλλοντας λόγους ακυρότητας της κατάσχεσης, διότι κατασχέθηκε ακατάσχετη απαίτηση ή δεν υφίσταται ή σε βάρος του εκτελούμενη αξίωση. Το απώτερο όμως χρονικό σημείο, μέχρι του οποίου μπορεί να ασκηθεί ανακοπή για τους ως άνω λόγους, πρέπει να συνδεθεί με την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 παρ. 1 προθεσμίας οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα και ο τελευταίος αποκτά τον κατ’ άρθρο 989 εκτελεστό τίτλο σε βάρος του τρίτου [βλ. Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΙΙ, άρθρο 934, σημ. 24β].
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα μέσα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1β και 988 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμία, αφού η περαίωση της κατάσχεσης δεν σημαίνει και περαίωση της διαδικασίας της εκτέλεσης, αλλά το πέρας της εξαρτάται από την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας, όπως δηλώσεις τρίτων, εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης [άρθρο 989 ΚΠολΔ], άσκηση ανακοπής κατά της δήλωσης τρίτου [άρθρο 986 ΚΠολΔ] και της αγωγής αποζημίωσης, που συγκροτούν την όλη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης [Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 982 παρ. 441] [βλ. σχ. ΕφΑθ 3888/2007, δημ. ΝΟΜΟΣ]. Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η Εθνική Τράπεζα, προέβη στις 20.7.2009 στην προβλεπόμενη κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ, δήλωση στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών και επομένως, οι λόγοι ανακοπής που αφορούν την απαίτηση του κατασχόντος, ασκούνται εμπρόθεσμα μέχρι την τελευταία πράξη η οποία σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι η εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης του τρίτου. Επομένως και ενόψει του ότι, το κατασχετήριο κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα, στις 17.7.2009, η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 4.9.2009 και κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον καθου η ανακοπή, αυτή ασκήθηκε εμπροθέσμως, αφού οι διαλαμβανόμενοι στην ένδικη ανακοπή λόγοι, συνοψίζονται στο ακατάσχετο της απαίτησης, στην απόσβεση αυτής [ΑΠ 872/1998 ό.π, ΑΠ 806/1979 ΝοΒ 1980,71] αλλά και σε λόγους καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και επομένως, παραδεκτώς προτείνονται μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 παρ. 1β’ και ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 της διεθνούς σύμβασης της Βιέννης που διέπει τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των κρατών και έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το ΝΔ 503/1970, στα μη κατασχέσιμα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο νόμο, συγκαταλέγονται και οι τηρούμενοι τραπεζικοί λογαριασμοί του αλλοδαπού κράτους στη χώρα διαπίστευσης και τούτο διότι η προβλεπόμενη από την παραπάνω διάταξη ασυλία του αλλοδαπού κράτους, θα καθίστατο ανενεργός και χωρίς περιεχόμενο σε περίπτωση κατά την οποία θα ήταν νόμιμη και εφικτή η δέσμευση του τραπεζικού λογαριασμού. Τα δικαστήρια σε διεθνές επίπεδο έχουν αποφανθεί ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί των ξένων αποστολών, που εξυπηρετούν δαπάνες και έξοδα, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης. Η θέση αυτή παγιώθηκε νομολογιακά μετά από απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην υπόθεση Philippine Embassy Bank Account και έκτοτε ακολουθείται παγίως από τη διεθνή νομολογία. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι σύμφωνα με γενικό κανόνα του διεθνούς δικαίου, η εκτέλεση απόφασης εναντίον αλλοδαπού κράτους είναι απαράδεκτη χωρίς τη συγκατάθεση του αλλοδαπού διαπιστευμένου κράτους, αν κατά το χρόνο έναρξης της εκτέλεσης, το περιουσιακό στοιχείο, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο εκτέλεσης εξυπηρετούσε κρατικούς σκοπούς. Απαιτήσεις εναντίον τραπεζικών λογαριασμών της πρεσβείας του αλλοδαπού κράτους, που υπάρχουν στη χώρα διαπίστευσης, οι οποίοι εξυπηρετούν τα έξοδα και δαπάνες της Πρεσβείας, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης στο κράτος διαπίστευσης. Την παραπάνω άποψη υιοθέτησαν και ακολούθησαν α) το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου το έτος 1984 στην υπόθεση Alcom V Republic of Colombia, που έκρινε ότι το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο αποτελεί ασυλία εκτέλεσης σε βάρος των τραπεζικών λογαριασμών της διπλωματικής αποστολής που εξυπηρετούν τα έξοδα της τελευταίας, β) το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, το έτος 1986, στην υπόθεση Republic of A, Embassy Bank Account Case, με το σκεπτικό ότι το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει ευρύ πλαίσιο προστασίας του αλλοδαπού διαπιστευμένου κράτους, με κριτήριο τον γενικό κίνδυνο και όχι μόνο την απειλή της λειτουργίας της ξένης αποστολής, γ) το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας, επίσης το έτος 1986, στην υπόθεση ΜΚ V State Secretary for justice που επικύρωσε την ασυλία δέσμευσης του τραπεζικού λογαριασμού της Πρεσβείας της Τουρκίας, που εξυπηρετούσε τα έξοδα της Τούρκικης Διπλωματικής Αποστολής, δ) το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ, το έτος 1987 στην υπόθεση In the Matter of Application of Liberian Eastern Timber V The Government of Liberia, που επιβεβαίωσε την ασυλία των τραπεζικών λογαριασμών τραπεζών, βασίζοντας την κρίση του, τόσο στην ερμηνεία του άρθρου 25 της Σύμβασης της Βιέννης, όσο και στο νόμο περί ασυλίας ξένων κρατών του 1976, ε) το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας, το έτος 1989, στην υπόθεση Banamar Capizzi V Embassy of Algeria, που επίσης επιβεβαίωσε την ασυλία των τραπεζικών λογαριασμών, στ) το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας, το έτος 1990 στην υπόθεση Ζ V Geneva Supervisory Authority for the Enforcement of Debts and Bankruptcy, που επικύρωσε τη θέση ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί που εξυπηρετούν ξένες διπλωματικές αποστολές, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης, ζ) επιπλέον η άποψη αυτή υιοθετήθηκε και από τη Σύμβαση της Ν. Υόρκης για ειδικές ξένες αποστολές [The New York Convention of Special Missions], που υιοθέτησε στη Γενική Συνέλευση το έτος 1969, το άρθρο 25 της Σύμβασης, που προβλέπει την ασυλία των ξένων ειδικών αποστολών, ακολουθώντας την διατύπωση του άρθρου 22 της Σύμβασης της Βιέννης, πλην όμως η αντίστοιχη παρ. 3 επεκτάθηκε σε κάθε περιουσιακό αντικείμενο που αποβλέπει στην λειτουργία της ειδικής ξένης αποστολής, καλύπτοντας με την διατύπωση αυτή και τους τραπεζικούς λογαριασμούς της ξένης αποστολής. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ratio της Σύμβασης της Βιέννης και της πάγιας νομολογίας που διαμορφώθηκε στο θέμα των τραπεζικών λογαριασμών, αποβλέπει στην προστασία τόσο της παρουσίας του διαπιστευμένου κράτους στη χώρα διαπίστευσης, όσο και στην προστασία της λειτουργίας της πρεσβείας -Διπλωματικής Αποστολής του, στοιχεία τα οποία αποτελούν εκδήλωση imperium. Επομένως, κάθε τραπεζικός λογαριασμός που συναρτάται με έξοδα και δαπάνες της παρουσίας του αλλοδαπού κράτους, συνιστούν άσκηση imperium και συνεπώς, αποτελούν ακατάσχετο περιουσιακό στοιχείο.
Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την ανωμοτί κατάθεση του καθ’ ου που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του και απ’ όλα τα έγγραφα που ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 10.7.2009 κατασχετήριο έγγραφο, ο καθ’ου κατάσχεσε αναγκαστικά στα χέρια της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα», ποσό 2.000.001, από τον τηρούμενο στο κατάστημα του Ψυχικού με αριθμό 100/480258-69 λογαριασμό, από την ανακόπτουσα … [... Δημόσιο], όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα. Το παραπάνω κατασχετήριο επιδόθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση και ήδη ανακόπτουσα, κατ’ άρθρο 134 ΚΠολΔ, στις 17.7.2009 [σχ. η Β 5185/17.7.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Κ.] και με αυτό επιτάχθηκε αυτή να καταβάλει το ως άνω ποσό, σε εκτέλεση του πρώτου απογράφου εκτελεστού τίτλου της 122/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [τμήμα αμοιβών] και της παρά πόδας αυτής από 30.6.2009 επιταγής προς εκούσια πληρωμή, του ποσού των 2.000.000 ευρώ, για προσωρινά επιδικασθέν στον υπέρ ου η εκτέλεση και ήδη καθ’ ου η ανακοπή, ποσό, ως δικηγορική αμοιβή καθώς και ποσού 1 ευρώ για δικαιώματα σύνταξης της επιταγής, δηλαδή συνολικά 2.000.001 ευρώ. Το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 122/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με επιταγή προς εκτέλεση για την πληρωμή του παραπάνω ποσού, κοινοποιήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, κατ’ άρθρο 134 ΚΠολΔ, για το Λιβυκό Δημόσιο , με την Β-5107/6.7.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ.Κ. Με την 84485/25.6.2009 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, χορηγήθηκε στον καθ’ ου άδεια για αναγκαστική εκτέλεση κατά του … Δημοσίου υπό τον όρο ότι δεν θα διενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση σε πράγματα [ακίνητα ή κινητά] που εξυπηρετούν την άσκηση κυριαρχικής εξουσίας [imperium] αυτού, ή εξυπηρετούν μορφωτικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Στη συνέχεια η Εθνική Τράπεζα προέβη, στις 20.7.2009, στην προβλεπόμενη, κατ’ άρθρο 985 ΚΠολΔ, δήλωση στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στην οποία δήλωσε ότι στ’ όνομα της καθ’ ης η κατάσχεση-ανακόπτουσας, υπάρχει λογαριασμός κατάθεσης στο κατάστημα ΕΤΕ Ψυχικού, το υπόλοιπο του οποίου καλύπτει το ποσό των 2.000.000 ευρώ για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση. Όμως, όπως αποδείχθηκε από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από 7.2.2011 βεβαίωση του διαπιστευμένου πρέσβη της … στην Ελλάδα, σε συνδυασμό και με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του καθ’ ου, που είναι ο ιεραρχικά ανώτερος … διπλωματικός υπάλληλος στην Ελλάδα, ο κατασχεθείς λογαριασμός εξυπηρετεί τα λειτουργικά έξοδα της διπλωματικής αποστολής -πρεσβείας της … στην Ελλάδα [μισθοδοσία, εισφορές, μισθώματα, δαπάνες κοινής ωφελείας κ.λπ.] και ότι μέρος αυτού προορίζεται για την ανέγερση ιδιόκτητου κτιρίου της πρεσβείας στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, με βάση τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, είναι άκυρη, εφόσον ο κατασχεθείς τραπεζικός λογαριασμός, προορίζεται για τη χρηματοδότηση της διπλωματικής αποστολής της ανακόπτουσας, εξυπηρετεί άσκηση κυριαρχικής εξουσίας του Λιβυκού Δημοσίου και απολαμβάνει ασυλία εκτέλεσης κατά το άρθρο 22 της σύμβασης της Βιέννης, η οποία έχει κυρωθεί τόσο από την Ελλάδα [ΝΔ 503/1970] όσο και από την ανακόπτουσα από το έτος 1977 και ως εκ τούτου η επιβληθείσα κατάσχεση είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον επιβλήθηκε σε περιουσιακό στοιχείο του Λιβυκού κράτους και της, στην Ελλάδα, διαπιστευμένης διπλωματικής αποστολής του, στο οποίο είναι ανεπίτρεπτη η κατάσχεση και η εκτέλεση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε την ανακοπή, ως προς τον πρώτο λόγο αυτής, και ακύρωσε την επιβληθείσα από τον καθ’ ου-εκκαλούντα, στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας, κατάσχεση του τραπεζικού λογαριασμού του Λιβυκού Δημοσίου, δεν έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Όσα, λοιπόν, για το αντίθετο υποστηρίζει ο καθ’ ου, με τον μοναδικό λόγο της έφεσης του, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα. Μετά απ’ αυτά, η έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη ενώ για την απούσα ανακόπτουσα-εφεσίβλητη, δεν γίνεται λόγος για δικαστικά έξοδα, αφού δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, ούτε άλλωστε υποβλήθηκε, λόγω της ερημοδικίας της, σε οποιαδήποτε δικαστική δαπάνη. Θα οριστεί, όμως, παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση που αυτή ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). [...]

Σχόλια