Παραίτηση από τα ένδικα μέσα και, εμμέσως, από την αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής απόφασης – Επίδοση διαιτητικής απόφασης στο Δημόσιο [ΕφΑθ 3982/2013 (παρατ. Κ. Παναγόπουλος)]

(Περίληψη) Εμμέσως συνάγεται παραίτηση και από την αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής απόφασης από τη διατύπωση όρου της διαιτητικής συμφωνίας που κυρώθηκε με νόμο, που ορίζει ότι η εκδιδόμενη απόφαση «είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, αποτελεί δε τίτλο εκτελεστό, χωρίς να χρειάζεται να κηρυχθεί αυτό από τα τακτικά δικαστήρια και τα μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν αμέσως με τους όρους της». Σε ποιόν πρέπει να επιδίδεται η διαιτητική απόφαση προς το Δημόσιο για την εκκίνηση της προθεσμίας ασκήσεως ακυρωτικής αγωγής.

Διατάξεις: άρθρα 897, 899 [παρ. 2] ΚΠολΔ

[...] Η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 898 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα με την κατάθεσή της στη γραμματεία αυτού στις 14.12.2012 και την επίδοσή της αυθημερόν στην εναγομένη [...] πριν από κάθε επίδοση της διαιτητικής απόφασης στο ενάγον, δοθέντος ότι η κοινοποίησή της στις 26.7.2012 στον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων δεν αφετηριάζει την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 899 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς απαιτείται προς τούτο κοινοποίηση προς τον εκπρόσωπο του Δημοσίου και αρμόδιο για την παραλαβή των κοινοποιουμένων προς αυτό δικογράφων, Υπουργό των Οικονομικών, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1, 2 του ΒΔ 26.6/10.7.1944 περί «Κώδικος περί δικών του Δημοσίου». Πρέπει, όμως, να ερευνηθεί το παραδεκτό της άσκησής της, προϋπόθεση του οποίου είναι η ύπαρξη του δικαιώματος του ενάγοντος να προσβάλλει τη διαιτητική απόφαση με ακυρωτική αγωγή (897 ΚΠολΔ), ενόψει αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης.
Με τον όρο 44.1 της μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης υπογραφείσας σύμβασης [...] το περιεχόμενο της οποίας κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν 3605/2007 και έχει την ισχύ του τελευταίου, προβλέπεται η διαιτητική επίλυση κάθε διαφωνίας που αναφύεται μεταξύ των διαδίκων συμβαλλομένων μερών κατά τη λειτουργία της ένδικης σύμβασης παραχώρησης. Ειδικότερα, με τον όρο 44.3 της ίδιας σύμβασης προβλέπεται ότι από τη χρονολογία έναρξης παραχώρησης, -που, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν, έλαβε χώρα στις 5.3.2008-, όλες οι διαφορές, που ανακύπτουν μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν είναι τεχνικές διαφορές, θα επιλύονται υποχρεωτικά με διαιτησία, αποκλειομένης κάθε άλλης δικαιοδοσίας. Με τον όρο 44.3.3., της πιο πάνω σύμβασης ορίζεται ότι «Η διαδικασία της διαιτησίας διέπεται από τους κανόνες διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που συμφωνούνται με το παρόν άρθρο, οι οποίες κατισχύουν των Κανόνων Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου… Το Διαιτητικό Δικαστήριο εφαρμόζει υποχρεωτικά τους όρους της παρούσας σύμβασης και τις ουσιαστικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου». Περαιτέρω, [...] κατά τον συμβατικό όρο 44.3.9 «Η Διαιτητική Απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, αποτελεί δε τίτλο εκτελεστό, χωρίς να χρειάζεται να κηρυχθεί αυτό από τα τακτικά Δικαστήρια και τα Μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν αμέσως με τους όρους της…». Από τους προεκτεθέντες συμβατικούς όρους, και ιδίως από τη συμβατική δέσμευση των συμβαλλομένων μερών σε άμεση συμμόρφωση με τους όρους της διαιτητικής απόφασης, προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι τα πιο πάνω συμβαλλόμενα και ήδη διάδικα μέρη παραιτήθηκαν εκ των προτέρων από τη δυνατότητα προσβολής της μεταξύ τους διαιτητικής απόφασης στα τακτικά δικαστήρια με όλα τα ένδικα βοηθήματα και συνεπώς, και με αγωγή ακύρωσης, που δεν αποτελεί μεν ένδικο μέσο με τη στενή του όρου έννοια, αλλά την προβλέπει, ως ένδικο βοήθημα ελέγχου της διαιτητικής απόφασης, το άρθρο 897 ΚΠολΔ, για τους αναφερόμενους περιοριστικά λόγους, μεταξύ των οποίων για κακή συγκρότηση (κατά παράβαση του νόμου) του διαιτητικού δικαστηρίου (αρ. 3) και για αντίθεση της απόφασης προς διατάξεις δημόσιας τάξης (αρ. 6), και το οποίο (ένδικο βοήθημα) προσομοιάζει προς την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ, (βλ. Μπέη, ΠολΔ 2412-2413), η οποία αποτελεί μορφή διαπλαστικής αγωγής, αφού αποσκοπεί στην ανατροπή των βλαβερών συνεπειών μιας διαδικαστικής πράξης, εδώ δε, στην αναδρομική άρση της ισχύος της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 933/1988 ΕΕΝ 1989,497, ΕφΑθ 7941/2000 ΕλλΔνη 2002,249). Και είναι μεν αληθές ότι δεν περιλαμβάνεται στους συμβατικούς αυτούς όρους ρητή παραίτηση των μερών από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής ακύρωσης, πλην όμως είναι σαφής η βούλησή τους για αποκλεισμό της ακυρωτικής αγωγής και κάθε παρέμβασης των τακτικών δικαστηρίων επί της διαιτητικής απόφασης αδιακρίτως. Τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι στον όρο 44.3.9 της ένδικης σύμβασης ορίζεται ότι: «Η Διαιτητική Απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο…», νοουμένου ως τέτοιου κάθε ενδίκου βοηθήματος και συνεπώς, και της αγωγής ακύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 897 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αφού, κατά το χρόνο σύναψης της ανωτέρω συμφωνίας (28.6.2007), ολόκληρο το περιεχόμενο της οποίας εμπεριέχεται στο Ν 3605/2007, ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 895 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα» [δηλαδή, με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση (τακτικά) και με αναίρεση ή αναψηλάφηση (έκτακτα), (495 ΚΠολΔ)] και συνεπώς, δεν θα υπήρχε λόγος να αποκλεισθεί με συμβατικό όρο η άσκηση των ενδίκων μέσων, που ούτως ή άλλως αποκλείεται με ρητή διάταξη του ελληνικού δικονομικού δικαίου (895 παρ. 1 ΚΠολΔ), η οποία εφαρμόζεται επικουρικώς και στην ένδικη σύμβαση, που καταρτίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος του ως άνω Κώδικα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 εδ. β ΕισΝΚΠολΔ, και ενώ απαγορεύεται αντίθετος συμβατικός όρος για το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων στη συμφωνία για διαιτησία, από την ίδια τη φύση της τελευταίας, ως εκούσιας προσφυγής των διαδίκων σ’ αυτή, που δεν συμβιβάζεται με μεταγενέστερη εναντίωσή τους κατά της δικαιοδοτικής κρίσης των διαιτητών, της δικής τους επιλογής, ενώπιον μάλιστα ιεραρχικώς ανωτέρων δικαστηρίων, που έχουν θεσμοθετηθεί απευθείας από το νόμο, δηλαδή έξω από τα όρια της βούλησης των διαδίκων (ΑΠ 468/1979 ΕΕΝ 46,397). Η σαφής αυτή βούληση των μερών, να αποκλείσουν κάθε επέμβαση των τακτικών δικαστηρίων στη λειτουργία της ένδικης σύμβασης, και συνεπώς, και με ακυρωτική κατά της διαιτητικής απόφασης αγωγή, του άρθρου 897 ΚΠολΔ, προκύπτει εμμέσως, πλην σαφώς, ιδίως από τη συνέχεια του πιο πάνω συμβατικού όρου 44.3.9, σύμφωνα με τον οποίο η διαιτητική απόφαση, εκτός από το ότι ορίζεται ως οριστική και αμετάκλητη και μη υποκειμένη σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο «… αποτελεί δε τίτλο εκτελεστό, χωρίς να χρειάζεται να κηρυχθεί αυτό από τα τακτικά δικαστήρια και τα μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν αμέσως με τους όρους της…», αφού, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης, ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 904 ΚΠολΔ, στην παρ. 2 εδ. β του οποίου, συμπεριλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση των εκτελεστών τίτλων «οι διαιτητικές αποφάσεις», χωρίς να απαιτείται κήρυξη τους, ως τέτοιων, με δικαστική απόφαση. Συνεπώς, δεν θα υπήρχε λόγος να επαναληφθεί η διάταξη αυτή του νόμου, η οποία εφαρμόζεται επικουρικώς και στην ένδικη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. β του ΕισΝΚΠολΔ, κατά τα προαναφερόμενα, αν με τη συμβατική αυτή δέμσευση των μερών σε άμεση συμμόρφωση με τους όρους της διαιτητικής απόφασης, ως εκτελεστού τίτλου, δεν ήθελαν τα μέρη τον αποκλεισμό ιδίως του ενδίκου βοηθήματος της ακυρωτικής αγωγής, η οποία σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, είναι μια ειδική μορφή ανακοπής και αποσκοπεί στην αναδρομική άρση της ισχύος της διαιτητικής απόφασης, καθώς και τον αποκλεισμό της, από την ακυρωτική αυτή αγωγή εξαρτώμενης, αίτησης αναστολής της εκτέλεσής της, που διαφορετικά θα επιτρεπόταν και μάλιστα η τελευταία, εκδικαζόμενη από το τακτικό δικαστήριο στο οποίο θα εκκρεμούσε η ακυρωτική αγωγή, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η λήψη των οποίων πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι επιφυλάχθηκε στη διαιτησία, με τον συμβατικό όρο 44.3.7 της ένδικης σύμβασης, κατ’ αποκλεισμό της διάταξης του άρθρου 685 ΚΠολΔ, που το απαγορεύει. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός της διαδικασίας των τακτικών δικαστηρίων στις διαφορές, που αναφύονται από τη λειτουργία της ένδικης σύμβασης, προκύπτει εμμέσως, πλην σαφώς και από τον όρο 44.3.8, που προβλέπει συντομότατη έκδοση της διαιτητικής απόφασης (εντός τετραμήνου από της υπογραφής της περίληψης των αιτημάτων από το διαιτητικό δικαστήριο και τα διάδικα μέρη), ενόψει του επιδιωκόμενου με την ένδικη σύμβαση σκοπού της ταχείας εκκαθάρισης των αναφυομένων διαφορών, αφού κάθε παρέμβαση των κοινών δικαστηρίων, με εφαρμογή της συνήθους δικονομικής διαδικασίας, έστω και με την εκ των υστέρων προσφυγή στη δικαστική οδό, θα προκαλούσε εξ αιτίας της βραδύτητας, που συνεπάγεται η τήρηση των δικονομικών τύπων, καθυστερήσεις και ανυπέρβλητα προβλήματα στην ομαλή περάτωση του εκτελεστέου δημοσίου έργου, μέσα στα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα (βλ. ΕφΑθ 339/2012 ΝοΒ 60,591, ΕφΑθ 2562/2012 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕφΑθ 8827/1997 ΕλλΔνη 42,459, που αρκούνται με έμμεση μεν, πλην σαφή συμφωνία των συμβαλλομένων μερών για την παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ακυρωτικής αγωγής κατά διαιτητικής απόφασης, άποψη που υιοθετεί και το παρόν δικαστήριο, βλ. όμως και αντίθ. ΕφΑθ 1359/2013 αδημ. που εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (682 επ. ΚΠολΔ) και δέχτηκε αίτηση αναστολής εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης, ενόψει άσκησης κατ’ αυτής ακυρωτικής αγωγής, αξιώνοντας για το παραδεκτό της τελευταίας, ως προϋπόθεσης της κριθείσας αίτησης, ρητή συμφωνία για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα, -χωρίς ωστόσο να αποκλείεται αντίθετη κρίση από το δικαστήριο, που θα επιληφθεί επί της ακυρωτικής αγωγής, με την τακτική διαδικασία-, με το επιχείρημα ότι, όποτε ο νομοθέτης θέλησε τον αποκλεισμό του δικαιώματος της καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσβολής διαιτητικής απόφασης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, διατύπωσε τούτο στο οικείο νομοθέτημα με ρητή και σαφή ρύθμιση [...]. Η συμβατική αυτή παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης ακυρωτικής αγωγής πριν από την έκδοση της διαιτητικής απόφασης (που θεωρείται άκυρη κατά το άρθρο 900 ΚΠολΔ) είναι νόμιμη, διότι προβλέπεται από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου πρώτου του Ν 3605/2007, που είναι νεότερη και ειδικότερη του άρθρου 900 ΚΠολΔ και κατισχύει αυτής, αφού η τελευταία (η ΚΠολΔ 900) δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ (ΑΠ 356/1991 ΕΕμπΔ ΜΔ’, 386, ΑΠ 1684/1986 ΝοΒ 35,1054, ΑΠ 812/1984 Διαιτησία 1992,9, ΕφΑθ 339/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1289/2011, ΕφΑθ 8827/1997 ΕλλΔνη 42,459, ΕφΑθ 2080/1982 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κουσούλης, «Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο» έκδ. 2004, άρθρο 900 αρ. 2, σελ. 128, Κεραμέας «Νομοθετική απαγόρευση οποιασδήποτε προσφυγής και αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως» ΕλλΔνη 1989,261). Ο κατά τα άνω εκ των προτέρων συμβατικός αποκλεισμός του δικαιώματος προσβολής ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων των διαιτητικών αποφάσεων δεν προσκρούει ούτε στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 που ορίζει: «Κανένας δεν στερείται, χωρίς τη θέλησή του, το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος», αφού, σε κάθε περίπτωση, ο όρος περί διαιτησίας αποτελεί περιεχόμενο συμβατικής ρύθμισης και έτσι, δεν στερούνται οι ενδιαφερόμενοι του φυσικού δικαστή, χωρίς τη θέλησή τους, ενόψει μάλιστα του ότι ο αποκλεισμός της κρατικής δικαιοδοσίας και η καθιέρωση της διαιτητικής επίλυσης των διαφορών ακόμη και για το Ελληνικό Δημόσιο, επιτρέπεται από το ισχύον Σύνταγμα, εφόσον θεμελιώνεται στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, ούτε σ’ αυτή του άρθρου 20 παρ. 1, με το οποίο καθιερώνεται δημόσιο δικαίωμα κάθε προσώπου για ακρόαση και έννομη προστασία από το δικαστήριο, εφόσον το δικαίωμα αυτό παρέχεται από την εν λόγω διάταξη με την επιφύλαξη «όπως νόμος ορίζει», τέτοιος δε νόμος είναι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου πρώτου του Ν 3605/2007, η οποία επιτρέπει την επίλυση των διαφορών, που ανακύπτουν από την κυρούμενη με αυτή σύμβαση, με την εκούσια διαιτησία, την οποία τα μέρη συνομολόγησαν (ΑΠ 356/1991, ό.π., ΑΠ 1684/1986, ό.π., ΑΠ 812/1984, ό.π., ΕφΑθ 9092/1992 ΕλλΔνη 34,1532, ΕφΑθ 2080/1982, ό.π.). Άλλωστε, κατά την κρατούσα άποψη, οι διαιτητές ασκούν, όπως ακριβώς και οι τακτικοί δικαστές, δικαιοδοτική λειτουργία, υποκείμενοι και στις συνταγματικές εγγυήσεις που την περιβάλλουν. Συνεπώς, η διαιτησία συνιστά η ίδια απονομή δικαιοσύνης, καλυπτόμενη καθ’ εαυτή από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. Οι δε νομοθετικοί περιορισμοί της αγωγής ακύρωσης εναντίον των διαιτητικών αποφάσεων, εφόσον αφορούν προσβολή δικαιοδοτικών, και όχι εξωδίκων, πράξεων, δεν αντίκεινται στο εν λόγω άρθρο του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΝΔ 53/1974), όπως ακριβώς δεν αντίκεινται σ’ αυτά και οι νομοθετικοί περιορισμοί των ενδίκων μέσων (βλ. ΑΠ 851/1995 – Ματθίας, ΕλλΔνη 38,1071, ΑΠ 356/1991 ό.π. και ΕφΑθ 4354/2008 ΕλλΔνη 50,200 σε συνδ. με ΑΠ 1308/2010 ΝοΒ 2011,89, που την αναίρεσε, για λόγο που αφορούσε εσφαλμένη απόρριψη του επικουρικού αιτήματος αγωγής για αναγνώριση ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης, και όχι για την απόρριψη του κυρίου αιτήματος, με το οποίο συνδέεται η ανωτέρω νομική σκέψη, Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γεν. Μέρος 1986, αρ. 173, σελ. 445 και αρ. 183 σελ. 452).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ενόψει του ότι η με αυτή προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση δεν υπόκειται στην, κατά το άρθρο 897 ΚΠολΔ, αγωγή ακύρωσης, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, με έγκυρη συμβατική ρήτρα, που έχει κυρωθεί με νόμο, καθίστανται απρόσβλητες οι μεταξύ των διαδίκων εκδιδόμενες διαιτητικές αποφάσεις επί διαφορών, που αναφύονται, όπως η προκειμένη, κατά τη λειτουργία της ένδικης σύμβασης, όπως βάσιμα ισχυρίστηκε η εναγομένη. [...]


Παρατηρήσεις
1. Στο Εφετείο Αθηνών ασκήθηκε από το Δημόσιο αγωγή ακυρώσεως δυσμενούς γι’ αυτό διαιτητικής αποφάσεως μεταξύ των άλλων και για το λόγο του αριθμού 3 του άρθρου 897 ΚΠολΔ, δηλαδή για κακή σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου στο πρόσωπο του διαιτητή που όρισε αυτό το ίδιο.
2. Η αγωγή αυτή ασκήθηκε μετά την παρέλευση τριών μηνών από την επίδοση της διαιτητικής αποφάσεως στον Υπουργό Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, το Εφετείο όμως έκρινε ως εμπρόθεσμη την ακυρωτική αγωγή με τη σκέψη ότι για την έναρξη της προθεσμίας του άρθρου 899.2 ΚΠολΔ δεν ήταν αρκετή η ανωτέρω επίδοση, αλλά έπρεπε αυτή να απευθυνθεί στον Υπουργό των Οικονομικών ως εκπρόσωπο του Δημοσίου κατά το άρθρο 5.1 και 2 του ΒΔ 26.6/10.7.1944 (Κώδικας περί δικών του Δημοσίου).
Η κρίση αυτή της δημοσιευόμενης αποφάσεως δικαιολογεί επιφυλάξεις καθώς δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την πρόβλεψη του άρθρου 45.2 της σύμβασης παραχώρησης (διαιτητική συμφωνία) που κυρώθηκε με το Ν 3605/2007 και ο οποίος ως νεότερος και ειδικότερος κατισχύει του ως άνω β.δ., όπως ο ίδιος στο άρθρο 47 άλλωστε ρητά προβλέπει («από την έναρξη ισχύος του κυρωτικού νόμου, η σύμβαση διέπεται πρωτίστως από τις διατάξεις του, οι οποίες ως ειδικές υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης»). Μεταξύ δε των διατάξεών του περιλαμβάνεται το προαναφερθέν άρθρο 45.2, σύμφωνα με το οποίο οι επιδόσεις (και δικογράφων, κατά την εισηγητική έκθεση του Ν 3605/2007) προς το Δημόσιο ορίστηκε να γίνονται δια του, τότε, Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, όπου υπαγόταν η Γεν. Γραμματεία Δημοσίων Έργων-Ειδική Υπηρεσία Οδικοί Άξονες με Παραχώρηση, νυν δε του ανωτέρω αναφερομένου Υπουργού (μετά την μετονομασία του Υπουργείου) όπου υπάγεται η ως άνω αρμόδια υπηρεσία. Συνεπώς για τη συγκεκριμένη διαιτησία είχε εκτοπιστεί η διάταξη του Κώδικα περί δικών Δημοσίου που απαιτεί οι επιδόσεις για το Δημόσιο να γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών, η δε νομίμως κατά τον ειδικό (κυρωτικό της διαιτητικής συμφωνίας) Ν 3605/2007 γενομένη επίδοση στο Δημόσιο έθεσε σε κίνηση την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 899.2 ΚΠολΔ και συνακόλουθα η ακυρωτική αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). [...]
Κωνσταντίνος Παναγόπουλος,
Aν. Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ
Πηγή: ΕφΑΔ 10/2013, 905

Σχόλια