ΜΠρΑθ 6636/2013 : "Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής• υποβολή αντιρρήσεων κατά της εκδοθείσας ΕΔΠ• είναι αρκετή η κατάθεση ή η αποστολή της Δήλωσης Αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης• δεν απαιτείται επίδοσή της στον αιτούντα".


(…) Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος1, στοιχείο Α´, του Κανονισμού 1896/2006, σκοπός του Κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδικάσεως διασυνοριακών διαφορών με αντικείμενο μη αμφισβητούμενες χρηματικές απαιτήσεις. Η διαδικασία που θεσπίζει ο κανονισμός κατά την εισηγητική του έκθεση θα πρέπει να αποτελέσει συμπληρωματικό και προαιρετικό μέσο για τον αιτούντα, ο οποίος διατηρεί την πλήρη ευχέρεια προσφυγής στη διαδικασία που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Συνεπώς, ο κανονισμός δεν αντικαθιστά, ούτε εναρμονίζει τους υφιστάμενους μηχανισμούς είσπραξης μη αμφισβητούμενων αξιώσεων δυνάμει του εθνικού δικαίου. Περαιτέρω, για να επιτευχθεί ο σκοπός του κανονισμού η διαδικασία θα πρέπει, όσο το δυνατόν περισσότερο, να βασίζεται στη χρήση τυποποιημένων εντύπων όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ δικαστηρίου και διαδίκων προκειμένου αφενός αυτή να καταστεί ευκολότερη και αφετέρου να επιτραπεί η χρήση της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων. Η ΕΔΠ πρέπει να επιδίδεται ή να κοινοποιείται στον καθ’ ου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους προέλευσης. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται ως ελάχιστοι δικονομικοί κανόνες στον κανονισμό (άρθρα 13 έως 15). Γενικά, είναι δυνατά δύο είδη επίδοσης ή κοινοποίησης: είτε επίδοση ή κοινοποίηση με αποδεικτικό παραλαβής εκ μέρους του οφειλέτη (άρθρο 13), είτε επίδοση ή κοινοποίηση χωρίς αποδεικτικό παραλαβής εκ μέρους του οφειλέτη (άρθρο 14). Και οι δύο τρόποι επίδοσης ή κοινοποίησης μπορούν να χρησιμοποιούνται και όσον αφορά τον αντιπρόσωπο του οφειλέτη.

Ο καθ’ ου μπορεί να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων κατά της ΕΔΠ χρησιμοποιώντας συγκεκριμένο έντυπο σύμφωνα με το άρθρο 16. Ο καθ’ ου δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει τη δήλωση αντιρρήσεων. Το δικόγραφο των αντιρρήσεων αποστέλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής στον καθ’ ου. Η προθεσμία υπολογίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1182/71 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (EE L 124, της 8.6.1971, σ. 1).

Η δήλωση αντιρρήσεων υποβάλλεται εγγράφως ή με οιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας αποδεκτό από το κράτος μέλος προέλευσης και διαθέσιμο στο δικαστήριο προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων. Η δήλωση αντιρρήσεων μπορεί επίσης να υποβληθεί από αντιπρόσωπο του καθ’ ου. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1, σε περίπτωση υποβολής αποδεκτής δήλωσης αντιρρήσεων από τον καθ’ ου, η διαδικασία συνεχίζεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης, σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες πολιτικής δικονομίας, εκτός αν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία σε αυτήν την περίπτωση.

Δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4, ο αιτών μπορεί να υποβάλει ανάλογο αίτημα οποιαδήποτε στιγμή πριν από την έκδοση της ΕΔΠ. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2, η μετάβαση σε τακτική αστική διαδικασία διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης. Καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θίγει τη θέση του αιτούντος σε μεταγενέστερες τακτικές αστικές διαδικασίες. Αν δεν υποβληθεί δήλωση αντιρρήσεων εντός προθεσμίας 30 ημερών, η ΕΔΠ κηρύσσεται εκτελεστή, υπό  τον όρο ότι το δικαστήριο προβλέπει επαρκή χρόνο για την παραλαβή της δήλωσης αντιρρήσεων. Το δικαστήριο χρησιμοποιεί συγκεκριμένο έντυπο για να κηρύξει την ΕΔΠ εκτελεστή και την αποστέλλει στον αιτούντα. Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2, οι τυπικές προϋποθέσεις της εκτελεστότητας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής που κατέστη εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης, δυνάμει του άρθρου 19, αναγνωρίζεταΙ και εκτελείται στα λοιπά κράτη μέλη, χωρίς να απαιτείται αναγνώριση της εκτελεστότητάς της και χωρίς να είναι δυνατή η αμφισβήτησή της. Η εκτελεστότητα μπορεί να απορριφθεί μόνο βάσει των διατάξεων του άρθρου 22. Εξ άλλου λόγω των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους κανόνες πολιτικής δικονομίας και ειδικά αυτούς που διέπουν την επίδοση ή κοινο-ποίηση εγγράφων, είναι ανάγκη να περιληφθεί ένας ειδικός λεπτομερής ορισμός των ελάχιστων κανόνων που θα πρέπει να ισχύουν στο πλαίσιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (βλ § 19 της εισηγητικής έκθεσης του κανονισμού). Συγκεκριμένα, κάθε τρόπος επίδοσης που βασίζεται σε πλάσμα δικαίου όσον αφορά στην τήρηση των ελάχιστων αυτών κανόνων δεν θα πρέπει να θεωρείται επαρκής για την επίδοση ή την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Όλοι οι τρόποι επίδοσης ή κοινοποίησης που απαριθμούνται στα άρθρα 13 και 14 χαρακτηρίζονται είτε από πλήρη βεβαιότητα (άρθρο13) είτε από πολύ μεγάλη πιθανότητα (άρθρο 14) ότι το επιδοθέν ή κοινοποιηθέν έγγραφο έφθασε στον παραλήπτη του (βλ. § 20 της εισηγητικής έκθεσης). Η προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλα πρόσωπα, εκτός από τον καθ’ ου, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), θα πρέπει να νοείται ότι πληροί τις απαιτήσεις των εν λόγω διατάξεων μόνον εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα όντως αποδέχθηκαν/ παρέλαβαν την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής (βλ. § 21 της εισηγητικής έκθεσης).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 § 5 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση όπου ο αρμόδιος για τη χορήγηση του απογράφου αρνηθεί την έκδοσή του, αυτός που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσφύγει στο μονομελές πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο αρμόδιος για την έκδοση του απογράφου το οποίο καλείται να άρει τη διαφωνία. Το δικαστήριο περιορίζεται στην έρευνα διαπίστωσης των προϋποθέσεων έκδοσης απογράφου. Η απόφασή του δεν αποτελεί δεδικασμένο, γι’ αυτό και κάθε αμφισβήτηση ακόμη και αν ανάγεται σε θέματα που κρίθηκαν με αυτή μπορεί να κριθεί στις εκτελεστικές δίκες από το αρμόδιο δικαστήριο ύστερα από την άσκηση ανακοπής. Το δικαστήριο το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση απογράφου δεν εκδίδει το ίδιο το απόγραφο αλλά διατάσσει τον αρμόδιο για την έκδοσή του που αρνείται να το χορηγήσει. Επίσης, η διαδικασία του άρθρου 918 § 5 ΚΠολΔ εφαρμόζεται αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν υπάρχει άρνηση του αρμόδιου οργάνου για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τ. Ε´, 1997, άρθ. 918, αριθ. 10β, σ. 223).

Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών με την υπό κρίση αίτησή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ισχυρίζεται ότι έχει εκδώσει κατά της καθ’ ης τη με αριθ. 5/2009 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, η οποία δεν κηρύχθηκε εκτελεστή, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αίτηση λόγους. Ζητεί δε κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της αιτήσεως να κηρυχθεί η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκτελεστή.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει κατ’ άρθρο 31 του καν. 44/2001, άρθ. 3 και 918 § 5 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, άρθρα 686επ ΚΠολΔ, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 918 § 5 ΚΠολΔ. Πρέπει να αναφερθεί ότι η αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά το άρθρο 918 § 5 ΚΠολΔ, με αίτημα να διαταχθεί η έκδοση εκτελεστού απογράφου, όταν ο αρμόδιος για την έκδοση αρνηθεί να το δώσει, δεν απευθύνεται κατά ορισμένου προσώπου, δηλαδή δεν υπάρχει αντίδικος στην εν λόγω διαδικασία (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τ. Ε´, 1997, άρθ. 918, αριθ. 14, σ. 225, Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, τ. Α´, β´ έκδ., άρθ. 918, § 84α II). Συνεπώς, δεν ερευνάται η κλήση ή η παράσταση είτε του αρνούμενου να εκδώσει το απόγραφο είτε του καθ’ ου η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής και οι προβαλλόμενες εκ μέρους της καθ’ ης η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής αιτιάσεις για την κλήτευση της αν και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της αίτησηςαλυσιτελώς προβάλλονται.

Από τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος εξεδόθη από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών η με αριθ. 5/2009 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής κατά της καθ’ ης εταιρείας που εδρεύει στη Γερμανία. Η διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η οποία εντός της οριζομένης από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις 30ήμερης προθεσμίας από την επίδοση άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών τις από 15.1.2010 αντιρρήσεις της. Μετά την υποβολή των αντιρρήσεων και ενώ ο αιτών τελούσε εν γνώσει της υποβολής τους υπέβαλε τη με αριθ. πρωτ. 8773/19.7.2011 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή η διαταγή πληρωμής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του κανονισμού με τη χορήγηση απογράφου. Το δικαστήριο εξέδωσε την από 23.9.2011 πράξη του, με την οποία απέρριψε το αίτημα, επικαλούμενο την υποβολή των αντιρρήσεων.

Ο αιτών, με την υπό κρίση αίτηση, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα υπέλαβε το δικαστήριο ότι για την παραδεκτή άσκηση των αντιρρήσεων αρκούσε μόνο η υποβολή τους, ενώ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 108 ΚΠολΔ έπρεπε αυτές να του επιδοθούν εντός της 30ήμερης προθεσμίας. Ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι επειδή η καθ’ ης δεν προέβη στην επίδοσή τους οι υποβληθείσες αντιρρήσεις δεν έχουν ασκηθεί νομότυπα και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να ληφθούν υπ' όψιν από το δικαστήριο, το οποίο εσφαλμένα δεν κήρυξε εκτελεστή την διαταγή πληρωμής. Ο ισχυρισμός αυτός πιθανολογείται απορριπτέος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο Α´, του Κανονισμού 1896/2006, σκοπός του Κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων της εκδικάσεως διασυνοριακών διαφορών με αντικείμενο μη αμφισβητούμενες χρηματικές απαιτήσεις. Όπως αναφέρεται στην όγδοη, στη δέκατη και στην εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο Κανονισμός θεσπίζει ενιαίο μηχανισμό εισπράξεως τέτοιων απαιτήσεων, θέτοντας σε ισχύ πανομοιότυπες προϋποθέσεις για πιστωτές και οφειλέτες σε όλη την Ένωση, χωρίς να αντικαθιστά ή να εναρμονίζει τους αντίστοιχους υφιστάμενους εθνικούς μηχανισμούς.

Η επίτευξη του σκοπού αυτού θα ήταν, όμως, αβέβαιη, αν τα κράτη μέλη είχαν την ευχέρεια να θεσπίζουν εν γένει, με την εθνική νομοθεσία, επιπλέον προϋποθέσεις όσον αφορά την αίτηση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και την υποβολή αντιρρήσεων. Συγκεκριμένα, αν υπήρχε η ευχέρεια αυτή, στα κράτη μέλη θα ίσχυαν διαφορετικές προϋποθέσεις για την υποβολή των αντιρρήσεων, ενώ, επιπλέον, θα αυξάνονταν οι δυσχέρειες, η διάρκεια και το κόστος της ευρωπαϊκής διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής.

Το άρθρο 16 του εν λόγω Κανονισμού θέτει ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά το περιεχόμενο και τον τύπο της υποβολής αντιρρήσεων. Προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη χρήση τυποποιημένου εντύπου για την υποβολή τους, αλλά και ότι αυτές μπορούν να υποβληθούν ηλεκτρονικά ή με οποιονδήποτε άλλο γραπτό τρόπο αρκεί να είναι διατυπωμένες με σαφήνεια, ότι δεν είναι αναγκαία η επίκληση συγκεκριμένου λόγου καθώς και είναι δυνατόν να υποβληθούν και με αντιπρόσωπο. Το γράμμα δε του νόμου αναφέρει ότι η δήλωση υποβάλλεται και κατατίθεται εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας χωρίς να γίνεται η παραμικρή μνεία για κοινοποίηση ή επίδοση στον εκδόσαντα τη διαταγή πληρωμής. Διαπιστώνεται ότι το γράμμα του εν λόγω άρθρου δεν περιέχει κανένα στοιχείο υπέρ της θέσεως του αιτούντα ότι τα κράτη μέλη δύνανται ελεύθερα να επιβάλλουν, διά της εθνικής νομοθεσίας, επιπλέον προϋποθέσεις όσον αφορά την υποβολή αντιρρήσεων και ειδικότερα την επίδοσή τους στον εκδόσαντα τη διαταγή πληρωμής.

Εξ άλλου ο κανονισμός ρητά και περιοριστικά καθορίζει σε ποιες περιπτώσεις επιτρέπεται τα κράτη μέλη να ρυθμίζουν με την εθνική νομοθεσία συγκεκριμένες πτυχές των θεμάτων όπως σαφώς προκύπτει από τις παραγράφους 2, στοιχείο γ´, 3, 5 και 6 του άρθρου 7 του Κανονισμού 1896/2006, κάτι αντίστοιχο όμως δεν προβλέπεται από τα άρθρα που ρυθμίζουν την υποβολή των αντιρρήσεων (άρθρα 16 και 17). Περαιτέρω, η γραμματική αυτή ερμηνεία ότι δεν απαιτείται από τον κανονισμό η επίδοση των αντιρρήσεων προκύπτει εξ αντιδιαστολής από την ειδική ρύθμιση του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (βλ. άρθρα 13 και 15 και την εισηγητική έκθεση του κανονισμού όσον αφορά τα εν λόγω άρθρα). Διαπιστώνεται επομένως ότι το γράμμα του άρθρου 17 δεν περιέχει κανένα στοιχείο υπέρ της θέσεως ότι τα κράτη μέλη δύνανται ελεύθερα να επιβάλλουν, διά της εθνικής νομοθεσίας, επιπλέον προϋποθέσεις όσον αφορά την υποβολή αντιρρήσεων.

Επομένως, μόνον η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 17 ρυθμίζει εξαντλητικά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η υποβολή των αντιρρήσεων εξασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού του εν λόγω Κανονισμού.

Αντιθέτως, το άρθρο αυτό δεν επιτρέπει, ούτε ρητώς ούτε εμμέσως, την επιβολή επιπλέον προϋποθέσεων από τα κράτη μέλη διά της εθνικής νομοθεσίας. Αυτό ρητά προκύπτει αφενός από το ότι οι αντιρρήσεις δεν χρειάζονται να περιλαμβάνουν κάποιο λόγο και αφετέρου ότΙ αρκεί μόνη η υποβολή τους χωρίς να γίνεται μνεία περί επίδοσης η κοινοποίησής τουςγια την παραπομπή στη διαδικασία που ορίζει το εθνικό δίκαιο. Το γεγονός ότι η πράξη υποβολής αντιρρήσεων δεν περιλαμβάνει επίδοση του αντιγράφου της δήλωσης στον δανειστή/αντίδικο συνάγεται και από τη δια-

τύπωση του άρθρου 17 § 3 του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο ο αιτών ενημερώνεται για την υποβολή των αντιρρήσεων και τη μετάβαση σε τακτικές αστικές διαδικασίες (βλ. Ε. Ποδηματά, Ευρωπαϊκή διαταγή Πληρωμής 2011 σ. 143επ) χωρίς να θεσπίζεται ειδικότερη υποχρέωση του υποβάλλοντα τις αντιρρήσεις να τον ενημερώσει. Επομένως, μόνο η ως άνω ερμηνεία είναι σύμφωνη τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του νόμου και εξασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού του εν λόγω κανονισμό, ο οποίος έχει σαν στόχο να θέσει σε ισχύ πανομοιότυπες προϋποθέσεις για πιστωτές και οφειλέτες σε όλη την Ένωση ούτως ώστε να εισπράττονται οι εκκαθαρισμένες απαιτήσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 918 § 4 του ΚΠολΔ, απόγραφο δεν δίνεται αν δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση σύμφωνα με τα άρθρα 915 - 917 ΚΠολΔ. Σύμφωνα εξ άλλου με το άρθρο 916 του ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει επί ανεκκαθάριστης απαίτησης. Σε συνάρτηση επομένως με τα προαναφερόμενα οι υποβληθείσες αντιρρήσεις αναιρούν τα οριζόμενα με τη διαταγή πληρωμής, την, εκ της οποίας, απαίτηση καθιστούν ανεκκαθάριστη, αφού ρητώς προβλέπεται από τον Κανονισμό η συνέχιση της διαδικασίας προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης κατά τις τακτικές αστικές δικονομικές διατάξεις. Ως εκ τούτου η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή. Επομένως το δικαστήριο το οποίο με την από 23.9.2011 πράξη του απέρριψε την αίτηση ορθά εφάρμοσε τον νόμο, δεδομένου ότι μετά την υποβολή των αντιρρήσεων δεν μπορούσε η διαταγή πληρωμής να κηρυχθεί εκτελεστή.

Πρέπει επομένως να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση.
Διάταξη για τη δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της  παρούσας για την έλλειψη αντιδικίας.

Σχόλια