"Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη της στην εθνική έννομη τάξη"

[Γρηγόριος Αυδίκος, Δοκ. Δικαστικός Πληρεξούσιος ΝΣΚ, ΔΝ Δημοσίου Τμήματος Νομικής ΕΚΠΑ]

Το θέμα της σημερινής εισήγησης μου και ο βασικός της στόχος είναι να παρουσιάσει σε πρώτο επίπεδο το καθεστώς της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους για παραβάσεις του δικαίου της Ε.Ε., όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ερευνήσει σε ένα δεύτερο επίπεδο την εφαρμογή, θεωρητική και νομολογιακή, της τελευταίας στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Για τον σκοπό αυτό η εισήγηση μου χωρίζεται σε τέσσερα μέρη.
Εισαγωγικά θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου ως θεσμός φέρει πάνω της μεγάλη ιστορία εξέλιξης. Στο πρώτο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού «βασική και έμμονη ιδέα»2 αποτέλεσε το ανεύθυνο της Πολιτείας. Στο δεύτερο στάδιο η Πολιτεία θεωρείται υπεύθυνη και η αστική ευθύνη ταλαντεύεται μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου3. Στο τρίτο στάδιο η αστική ευθύνη είναι χειραφετημένη από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και εξελίσσεται νομολογιακά4. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου σήμερα έχει εισέλθει σε ένα νέο τέταρτο στάδιο εξέλιξης του θεσμού με την αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. Καθ’ όλη την διάρκεια εξέλιξης του θεσμού το κράτος επικαλούνταν έναντι των ζημιωθέντων ιδιωτών την κυρίαρχη εξουσία του είτε για να αποφύγει πλήρως την ευθύνη του έναντι είτε για να την περιορίσει. Στο νέο αυτό στάδιο εξέλιξης το κράτος έχει μεταβιβάσει αρμοδιότητες στην Ε.Ε. Η Ε.Ε. επικαλείται έναντι του κράτους την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το κράτος σε αυτή και αξιώνει από το κράτος να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
Για την οικονομία της παρούσας εισήγησης συνοπτικά στο σημείο αυτό αναφέρω την υφιστάμενη ρύθμιση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στο ελληνικό νομικό σύστημα. Σύμφωνα λοιπόν με την διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ για να υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση θα πρέπει να πληρούνται επτά προϋποθέσεις, ήτοι5: Πρώτον πράξη παράλειψη ή υλική ενέργεια. Δεύτερον η πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια να προέρχεται από όργανο του Δημοσίου. Περαιτέρω η πράξη παράλειψη ή υλική ενέργεια θα πρέπει να λάβει χώρα κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Εξάλλου η πράξη παράλειψη ή υλική ενέργεια θα πρέπει να είναι παράνομη Έπειτα θα πρέπει να υφίσταται ζημία του ιδιώτη. Θα πρέπει επίσης η παραβιαζόμενη διάταξη να μην έχει τεθεί χάριν του γενικού συμφέροντος. Τέλος θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας της διοίκησης και του ζημιογόνου αποτελέσματος από την πλευρά του διοικούμενου.
Στο δεύτερο μέρος της εισήγησης μου αναλύεται διεξοδικά η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. Ασφαλώς η πλέον γνωστή απόφαση είναι η Francovich6 του 1991. Για να δούμε όμως τη σημασία της Francovich θα πρέπει να δούμε τη νομολογία του ΔΕΚ πριν τη Francovich. Ο μελετητής της νομολογίας θα διαπιστώσει ότι το ΔΕΚ αντιμετώπισε για πρώτη φορά το θέμα τριάντα χρόνια πριν την απόφαση Francovich. Αξίζει να σταθούμε στις εξής αποφάσεις: Στην απόφαση Humblet κατά Βελγίου7 του 1960 και την απόφαση Salgoil8 του 1968, τα πορίσματα των οποίων επαναλαμβάνει και η μετέπειτα νομολογία9 από τις οποίες μάθαμε10 αφενός ότι το ΔΕΚ αναγνώρισε ρητά την ύπαρξη δικαιώματος δικαστικής προστασίας για τους ιδιώτες για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη και αφετέρου ότι ο καθορισμός της νομιμοποίησης και των διαδικαστικών – δικονομικών προϋποθέσεων αυτής της προστασίας επαφίεται στα κράτη μέλη τα οποία έχουν την αρμοδιότητα να καθορίσουν τις σχετικές με την προστασία ρυθμίσεις.
Από την ως άνω νομολογία εξάγονται τα εξής πέντε συμπεράσματα: Πρώτον το ΔΕΚ είχε από πολύ νωρίς αναγνωρίσει υποχρέωση του κράτους μέλους να αποκαθιστά την ζημία, που προξενούν οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις του. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι το ΔΕΚ από νωρίς εντόπισε το νομοθετικό κενό στο κοινοτικό εν γένει δίκαιο σε σχέση με την προστασία των ιδιωτών από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των κρατών μελών11, άλλωστε πουθενά στις Συνθήκες δεν υπάρχει σχετική διάταξη. Γι’ αυτό και σε κάθε ευκαιρία επαναλάμβανε ότι η αποκατάσταση της ζημίας θα κρίνεται με βάση το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο12. Περαιτέρω, το δικαίωμα όμως των ζημιωθέντων παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ανενεργό επειδή με βάση τη νομολογία του ΔΕΚ ο καθορισμός των περαιτέρω ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων αυτής της προστασίας επαφίονταν στα κράτη μέλη. Εξάλλου η αργοπορία στην έκδοση μιας απόφασης σαν την Francovich οφείλεται στην πιθανή πεποίθηση του, ότι η αρχή του άμεσου αποτελέσματος του κοινοτικού δίκαιου ήταν επαρκής μηχανισμός για την προστασία και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου13.
Η ιστορία επιφύλασσε το προνόμιο της εδραίωσης αυτής της αστικής ευθύνης στην απόφαση Francovich, που έχει έκτοτε καταστεί εμβληματική. Τι όμως καθιστά την υπόθεση αυτή ξεχωριστή και εμβληματική; Το Δικαστήριο δεν επαναλαμβάνει απλά την προγενέστερη νομολογία αλλά προχώρησε σε δύο προεκτάσεις (εδώ έγκειται και η ιδιοτυπία της απόφασης) . Η πρώτη προέκταση της αφορά το θέμα της νομικής θεμελίωσης της ευθύνης του κράτους μέλους όπου το ΔΕΚ δέχεται μεν, όπως στην προηγούμενη νομολογία του, ότι οι δικονομικές προϋποθέσεις ρυθμίζονται στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, ωστόσο το ουσιαστικό μέρος της ευθύνης του κράτους μέλους για παράβαση του κοινοτικού δικαίου κρίνεται με βάση το κοινοτικό δίκαιο14. Η δεύτερη προέκταση είναι ότι διευκρινίζονται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες λειτουργεί ο μηχανισμός της αποζημίωσης15.
Ακολούθησε η πολύ σημαντική υπόθεση Brasserie du Pêcheur/Factortame16, στην οποία υπόθεση μάθαμε μεταξύ άλλων ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά και όταν η προσαπτόμενη παράβαση αποδίδεται στον εθνικό νομοθέτη17.
Τρείς είναι οι προϋποθέσεις της ευθύνης όπως αυτές τέθηκαν στις αποφάσεις του ΔΕΚ Brasserie du Pêcheur και Factortame (σκέψεις 50-51), British Telecommunications (σκέψεις 39-40), και Hedley Lomas, (σκέψεις 25-26)18. Η πρώτη προϋπόθεση είναι ο παραβιαζόμενος κανόνας να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες το περιεχόμενο και οι δικαιούχοι των οποίων πρέπει να προσδιορίζονται με σχετική ακρίβεια και χωρίς αιρέσεις από τις διατάξεις του παραβιαζόμενου κανόνα. Δεν απαιτείται όμως η διάταξη του ενωσιακού δικαίου, που παραβιάζεται, να απονέμει η ίδια ρητά δικαίωμα στον θιγόμενο ιδιώτη γιατί θα συνεπάγονταν ότι ο κανόνας θα πρέπει να είναι άμεσης εφαρμογής και θα στένευε υπέρμετρα το εύρος της ευθύνης19. Αρκεί επομένως από την παραβιαζόμενη διάταξη του ενωσιακού δικαίου να αντλούνται έστω και εμμέσως δικαιώματα20. Αυτό καθορίζεται αποκλειστικά με αναφορά στο ενωσιακό δίκαιο και υπό αυτή την έννοια υπάγεται.
β) H απόφαση Peter Paulτου 2002 είναι παράδειγμα απόφασης στην οποία υπάρχει παράβαση τραπεζικών Οδηγιών που οι διατάξεις τους δεν μεταφέρουν ούτε εμμέσως δικαιώματα σε ιδιώτες. Η Peter Paul έχει δεχθεί και μάλλον δικαίως, σοβαρή κριτικήδιότι η ερμηνεία του ΔΕΚ είναι απρόσμενα στενή σε σχέση με την προηγούμενη νομολογία του. πλήρως στην αρμοδιότητα του ΔΕΕ21. Τα νομολογιακά όμως συμπεράσματα του ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) στο σημείο αυτό δεν είναι ασφαλή. Το ΔΕΚ αφού καθιέρωσε την άντληση δικαιωμάτων ιδιωτών από τις διατάξεις με άμεσο αποτέλεσμα, επιλεκτικά προστατεύει κάποιες μορφές δικαιωμάτων22 (π.χ. προστασία των καταναλωτών ή δικαιώματα σχετικά με το δίκαιο περιβάλλοντος). Η κρίση του δικαστηρίου είναι μια ad hoc στάθμιση και όχι ένας γενικός κανόνας. Υποστηρίζεται ότι η διακριτική μεταχείριση κάποιων κατηγοριών δικαιωμάτων οφείλεται στην ανησυχία του ΔΕΚ να μετατραπεί η αστική ευθύνη του κράτους μέλους σε actio popularis23. Δύο παραδείγματα από νομολογία θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση: α) Η απόφαση Dillenkofer24 του 1996 είναι παράδειγμα απόφασης στην οποία υπάρχει έμμεση απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες από διατάξεις της Οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, η οποία αφορούσε τα οργανωμένα ταξίδια25
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η παραβίαση να είναι κατάφωρη29. Τι σημαίνει κατάφωρη παράβαση; Το ΔΕΚ μας λέει ότι κατάφωρη παράβαση σημαίνει πρόδηλη και σοβαρή παράβαση του ενωσιακού δικαίου30. Η στοιχειοθέτηση της κατάφωρης παράβασης κρίνεται από τον εθνικό δικαστή πάνω στην βάση των κατευθυντήριων γραμμών του ΔΕΚ. Το εθνικό δικαστήριο στην προσπάθεια του να διερευνήσει τον κατάφωρο χαρακτήρα της πράξης θα πρέπει να ελέγξει μια σειρά κριτηρίων που τον καταδεικνύουν όπως α) ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόμενου κανόνα, β) το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές ή τις κοινοτικές αρχές, γ) ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσης παραβάσεως ή της προκληθείσης ζημίας δ) το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχομένης νομικής πλάνης, ε) το γεγονός ότι η στάση ενός κοινοτικού οργάνου μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικών μέτρων ή πρακτική31.
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες περιπτώσεων κατά τον έλεγχο του κατάφωρου χαρακτήρα της παράβασης περιπτώσεις, οι περιπτώσεις αυτόματου χαρακτηρισμού της παράβασης ως κατάφωρης και οι περιπτώσεις μη αυτόματου χαρακτηρισμού. Σε σχέση με τις περιπτώσεις «αυτόματου» χαρακτηρισμού της παράβασης ως κατάφωρης δύο παραδείγματα από τη νομολογία βοηθούν στην κατανόηση: α) Το παράδειγμα της απόφασης Dillenkofer32 του 1996 από την οποία προκύπτει ότι η πλήρης απουσία μεταφοράς του μέτρου από μόνη της οδηγεί αυτόματα στο χαρακτηρισμό της παράβασης ως «κατάφωρης33» β) Το παράδειγμα της απόφασης Hedley Lomas34 από την οποία προκύπτει ότι όταν το κράτος διέθετε αισθητά μειωμένο περιθώριο εκτιμήσεως, ακόμα και ανύπαρκτο, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως35. Σε σχέση με τις περιπτώσεις μη «αυτόματου» χαρακτηρισμού της παράβασης ως κατάφωρης παραθέτω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, την απόφαση British Telecommunications36 από την οποία προκύπτει ότι η εσφαλμένη μεταφορά Οδηγίας δεν οδηγεί σε αυτόματο χαρακτηρισμό της παράβασης ως κατάφωρης37.
Η τρίτη προϋπόθεση της ευθύνης είναι να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης και της ζημίας του ιδιώτη38. Το εθνικό δικαστήριο είναι υπεύθυνο για να αποφασίσει σχετικά με την ύπαρξη ή μη της αιτιότητας με βάση τις αρχές του ενωσιακού δικαίου39. Το ΔΕΚ σε κάποιες περιπτώσεις έχει εκφέρει την γνώμη του στο θέμα, π.χ. στις αποφάσεις Brinkmann του 1996, Rechberger του 1997 και στην υπόθεση Lehtinen του 2003, όπου προτίμησε να επιλύσει κατά περίπτωση τα θέματα που ανέκυπταν40. Η γενική τάση της νομολογίας όμως είναι να αφήνει τα ζητήματα του αιτιώδους συνδέσμου, τα οποία σχετίζονται βασικά με κρίση επί των πραγματικών γεγονότων, στον εθνικό δικαστή41 (π.χ. απόφαση Test Claimants42 του 2004).
Περαιτέρω στο ζήτημα της καταλληλότητας της αποκατάστασης της ζημίας θα σταθούμε σε δύο σημεία. Πρώτον στην μορφή της προσήκουσας αποκατάστασης της ζημίας και δεύτερον στην έκταση της προσήκουσας αποκατάστασης. Η μορφή43 της προσήκουσας αποκατάστασης της ζημίας σχολιάστηκε στις υποθέσεις Βοnifaci του 1997 και Maso44 του 1995 από τις οποίες προκύπτει ότι η αποκατάσταση της ζημίας μπορεί να λάβει την μορφή αναδρομικής, σύννομης και πλήρους εφαρμογής των μέτρων εκτέλεσης της Οδηγίας, εκτός αν οι δικαιούχοι αποδείξουν την ύπαρξη περαιτέρω ζημίας45. Σε σχέση με την έκταση της προσήκουσας αποκατάστασης μπορούν να γίνουν τρείς γενικές παρατηρήσεις: 1) Η αποκατάσταση της ζημίας πρέπει να είναι ανάλογη προς την βλάβη που υπέστησαν οι ζημιωθέντες ιδιώτες46, 2) Ο ολοσχερής αποκλεισμός του διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να γίνει δεκτός από το ενωσιακό δίκαιο διότι είναι δυνατό να καταστήσει πρακτικώς ανέφικτη την αποκατάσταση της ζημίας47, 3) Η έντοκή αποκατάσταση της ζημίας θεωρείται απαραίτητο συστατικό της αποζημίωσης, ιδίως στις εμπορικές υποθέσεις48, υπάρχει όμως άρνηση του τόκου στην υπόθεση Sutton του 1995, η οποία δεν είναι εμπορική υπόθεση αλλά αφορά παροχή κοινωνικής ασφάλισης που της καταβλήθηκε καθυστερημένα49.
Όσον αφορά την δέουσα επιμέλεια που πρέπει να επιδείξει ο ιδιώτης ή τρίτος προς αποφυγή ή περιορισμό της ζημίας του θα σταθούμε σε δύο σημεία. Κατ' αρχήν ο εθνικός δικαστής μπορεί να ερευνήσει αν ο ζημιωθείς κατέβαλε τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να αποφύγει τη ζημία ή να περιορίσει την έκτασή της50. Είναι όμως αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας το να επιβληθεί στους ζημιωθέντες να ασκούν συστηματικά όλα τα ένδικα βοηθήματα που έχουν στη διάθεσή τους, αν τούτο θα προκαλούσε υπερβολικές δυσχέρειες ή δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί ευλόγως από αυτούς51.
Σε σχέση τώρα με το πολύ σημαντικό ζήτημα της ευθύνης από αποφάσεις ανώτατων εθνικών δικαστηρίων θα πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα. Μερικά χρόνια πριν την απόφαση Köbler52, η θεωρία αντιμετώπιζε την προοπτική ευθύνης από δικαστικές αποφάσεις ως σκέψη για το αδιανόητο (Thinking the Unthinkable)53!
Στην απόφαση Köbler του 2003 θεμελιώθηκε για πρώτη φορά η ευθύνη του κράτους μέλους για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου από τις αποφάσεις όμως μόνο των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων54. Η ευθύνη αυτή υπάρχει μόνο στην εξαιρετική περίπτωση στην οποία ο δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο δίκαιο55, ενώ στοιχεία που εξετάζονται ιδίως για την διακρίβωση του πρόδηλου χαρακτήρα είναι πέντε, ήτοι α) ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, β) ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβιάσεως, γ) ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, δ) η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός κοινοτικού οργάνου, καθώς και ε) η μη συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα56. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα αυτό αποτελεί εξειδικευμένη εφαρμογή της δεύτερης προϋπόθεσης, δηλαδή της κατάφωρης παράβασης του κοινοτικού δικαίου, και όχι μία νέα τέταρτη προϋπόθεση57.
Συναφής στο ζήτημα της ευθύνης από αποφάσεις των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων είναι και η απόφαση Traghetti del Mediterraneo58 του 2006 από την οποία προκύπτει αφενός μεν ότι δεν επιτρέπεται εθνική νομοθεσία περιορίζουσα τη θεμελίωση της ευθύνης από παράνομες αποφάσεις ανώτατων εθνικών δικαστηρίων σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή59, αφετέρου δε ότι τα κριτήρια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιβάλλουν αυστηρότερους όρους από εκείνους που συνεπάγεται η πρόδηλη παράβαση του εφαρμοστέου δικαίου, όπως αυτή διευκρινίστηκε στην απόφαση Köbler60.
Σε ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα θα πρέπει να επισημανθεί ότι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ανάλυση της σχέσης και ισορροπίας, όπως αυτή εμφανίζεται στη νομολογία παλαιότερα του ΔΕΚ και πλέον στην νομολογία του ΔΕΕ για την αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε., μεταξύ θεμελιωδών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων61. Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Κατ΄ αρχήν το παράδειγμα της απόφασης Schimdberger62 του 2003. Στην υπόθεση αυτή τέθηκε το ερώτημα αν μια διαδήλωση που αποκλείει αυτοκινητόδρομο δημιουργεί ευθύνη προς αποζημίωση επί τη βάση της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων και της ζημίας που υπέστη διεθνής μεταφορική εταιρεία63. Το ΔΕΚ μας λέει ότι «η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, κατ' αρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και δυνάμει μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία το ΔΕΚ ακολουθώντας την ίδια λογική στην στάθμισης θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθερίων έκρινε ότι «τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται την ελευθερία εκφράσεως των δημοσίων υπαλλήλων τους για να δικαιολογούν τα εμπόδια και, ως εκ τούτου, να απεκδύονται τις ευθύνες που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο» εγγυάται η Συνθήκη, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων64». Μήπως όμως η μέθοδος θα έπρεπε να είναι αντίστροφη; Μήπως οι φορείς που επικαλούνται τα κοινοτικά οικονομικά τους δικαιώματα για τον περιορισμό ενός θεμελιώδους δικαιώματος θα έπρεπε να δικαιολογούν ειδικά κάθε περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων; Το βάρος απόδειξης άλλωστε ενδέχεται να καθορίσει το αποτέλεσμα65. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η απόφαση Lehtinen66 67
Στο τρίτο μέρος της εισήγησης μου εξετάζονται τα σημεία που χρήζουν προσοχής, στην σχέση ελληνικού δικαίου αστικής ευθύνης του Δημοσίου και ενωσιακού δικαίου αστικής ευθύνης του κράτους μέλους. Εδώ στα σταθούμε σε έξι σημεία. Κατ' αρχήν επισημαίνεται ότι δημιουργούνται δύο επίπεδα εφαρμογής της αστικής ευθύνης του Δημοσίου68. Το πρώτο επίπεδο αφορά τις παραβάσεις από την πλευρά των οργάνων του Δημοσίου κανόνων που αφορούν αμιγώς το εθνικό δίκαιο και κρίνεται εξ ολοκλήρου από τους εθνικούς κανόνες. Το δεύτερο επίπεδο αφορά τις παραβάσεις από τα εθνικά όργανα του ενωσιακού δικαίου. Έπειτα θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η νομολογιακή διάπλαση του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους της Ε.Ε. για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου ουσιαστικά δημιουργεί επιπλέον του εθνικού νομικού πλαισίου του 105 – 106 ΕισΝΑΚ ένα νέο νόμιμο λόγο ευθύνης69. Περαιτέρω κατά την εφαρμογή της αστικής ευθύνης για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου ενεργοποιείται ένα επίπεδο προστασίας «ευρωπαϊκών προδιαγραφών»70. Κατά συνέπεια η ευθύνη του Δημοσίου ως κράτους μέλους της Ε.Ε. σε περίπτωση παράβασης του ενωσιακού δικαίου θα κριθεί ή τουλάχιστον θα πρέπει να κριθεί με βάση τις διατάξεις 105-106 ΕισΝΑΚ στο μέτρο και στο βαθμό που αυτές οι διατάξεις είναι συμβατές με τις κατευθύνσεις της νομολογίας του ΔΕΕ. Στο μέτρο και στο βαθμό που τα ως άνω άρθρα δεν είναι συμβατά εφαρμόζονται ή τουλάχιστον επιβάλει το ενωσιακό δίκαιο να εφαρμόζονται τα νομολογιακά συμπεράσματα του ΔΕΕ. Το εθνικό δίκαιο είναι σε κάθε περίπτωση σε θέση να παρέχει προστασία και κατά συνέπεια αποζημίωση στο ζημιωθέντα ιδιώτη και υπό λιγότερες αυστηρές προϋποθέσεις από αυτές που προβλέπει η ενωσιακή νομολογία.
Στο ζήτημα της ευθύνη του Δημοσίου από αποφάσεις δικαστικών αρχών παρατηρούνται τα εξής. Σε ότι αφορά το εθνικό δίκαιο η ελληνική νομολογία71 αρνείται ξεκάθαρα την ευθύνη του Δημοσίου από αποφάσεις δικαστηρίων (π.χ. ΔΠρΘεσαλλ 1458/2000, ΑΠ 256/1996). Σε ότι αφορά το ενωσιακό δίκαιο η ελληνική νομολογία72 παρά την πίεση που δέχεται υπό το βάρος των σχετικών αποφάσεων του ΔΕΚ δεν έχει μέχρι σήμερα εφαρμόσει την ευθύνη του Δημοσίου σε περιπτώσεις που αφορούν το δικαιοδοτικό έργο της δικαστικής εξουσίας ανωτάτων δικαστηρίων73. Παρατηρείται όμως εξέλιξη της νομολογίας. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Είναι αξιοπρόσεκτο το σκεπτικό μιας νεότερης απόφασης, της ΔΠρΜυτ 47/2008. Διαφέρει σε σχέση με τις προηγούμενες αποφάσεις σε δύο κρίσιμα σημεία. Αφενός μεν ξεκάθαρα συνοψίζει την άρνηση της νομολογίας να δεχθεί αστική ευθύνη για παραβάσεις των δικαστηρίων υπό την δικανική τους αρμοδιότητα. Αφετέρου δε έχοντας υπόψη αυτήν την αδυναμία λαμβάνει μέτρα για την αποφυγή μιας ανεπιεικούς λύσης, β) Η ΔΠρΙωανν 131/200674 δεν αναστέλλει απλώς πρόστιμο του ν. 3037/2002, αλλά στο σκεπτικό της αναφέρει ως πιθανή την ευθύνη του κράτους από αποφάσεις δικαστηρίων αντίθετων στην νομολογία του ΔΕΚ, γ) Τέλος χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης της ελληνικής νομολογίας είναι και η απόφαση ΔπρΛαρ 41/2008. Το Δικαστήριο θεώρησε πως το Δημόσιο δεν ευθύνεται σε αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε στο διάδικο εξαιτίας της εφαρμογής κανονιστικής πράξης, η οποία εκ των υστέρων ακυρώθηκε από το ΣτΕ (για παράβαση της ΕΣΔΑ), εκτός αν «με την δικαστική απόφαση του κρίνοντος σε τελευταίου βαθμού δικαστηρίου, παραβιάζεται κατάφωρα το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο (ΔΕΚ C-224/01 Gerhard Köbler).»
Ακολούθως εξετάζεται η ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις της νομοθετικής εξουσίας. Η αναγνώριση ευθύνης από την νομοθετική δραστηριότητα του κράτους ήταν παλαιότερα αδιανόητη75. Η περίφημη φράση άλλωστε του Οικονομίδη, «η αποζημίωσης προυποτιθησιν αδικίαν. Αλλ’ η νομοθετική εξουσία δεν αδικεί νομοθετούσα», συνοψίζει απόλυτα την βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η ελληνική νομική σκέψη. Σήμερα σειρά αποφάσεων76 κατοχυρώνουν νομολογιακά την ευθύνη του Δημοσίου σε ζητήματα που αφορούν την νομοθετική του δραστηριότητα, εφόσον η δραστηριότητα αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα. Η ελληνική νομολογία πλέον (π.χ. αντί πολλών ΣτΕ 1141/1999) έχει αναγνωρίσει ότι γεννάται αστική ευθύνη του Δημοσίου και όταν η νομοθετική πράξη που προκαλεί την ζημία αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο.
Στρέφοντας την προσοχή μας σε ορισμένα δικονομικά ζητήματα της ενσωμάτωσης παρατηρούμε τα εξής. Το ΔΕΚ με την νομολογία του περιόρισε την διαδικαστική αυτονομία επιβάλλοντας δύο αρχές, της αντιστοιχίας και της αποτελεσματικότητας77 και στις υποθέσεις αστικής ευθύνης του Κράτους μέλους. Εφόσον δε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις αποκλείουν με οποιοδήποτε τρόπο την επιδίκαση αποζημίωσης ή την δυσχεραίνουν υπέρμετρα ή δυσκολεύουν υπέρμετρα την αποτελεσματικότητα των ενωσιακών δικαιωμάτων τότε θα πρέπει να μένουν ανεφάρμοστες από τον εθνικό δικαστή ως αντίθετες στο ενωσιακό δίκαιο78. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την νομολογία του ΔΕΚ είναι η απόφαση Dounias79 του 1998, η οποία εκδόθηκε κατόπιν ελληνικού προσδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε η ΣτΕ 1377/1988. Από αυτή προκύπτει ότι επί της ουσίας η απόρριψη πραγματικών ισχυρισμών με την αιτιολογία ότι οι ενάγοντες δεν τους απέδειξαν, δεν είναι ορθή ενόψει του ενωσιακού δικαίου, όταν ενάγοντες βρίσκονται σε αδυναμία να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους με έγγραφα και τους απαγορεύεται η απόδειξη με μάρτυρες. Το ΔΕΚ αντιστρέφει πολλές φορές άλλωστε το βάρος απόδειξης, προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματική την δικαστική προστασία των ενωσιακών δικαιωμάτων80. Ενδεικτικές αυτής της νομολογιακής τάσης του ΔΕΚ για τον σεβασμό από το εθνικό δικονομικό πλαίσιο της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου είναι και οι αποφάσεις Larsy, Danske Slagterier, Bonifaci, Palmisani, και Brasserie du Pêcheur /Factortame81.
Χρήσιμη στο σημείο αυτό είναι μια συνοπτική επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας. Από την επισκόπηση αυτή ενδεικτικά αναφέρω ότι προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής: Η ελληνική νομολογία εφαρμόζει την αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. και έχει επιδικάσει αποζημιώσεις (π.χ. ΔΠρΑθ 17346/200882) Περαιτέρω έχει επιδικάσει αποζημίωση για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου θεωρώντας και ως τέτοιο την ΕΣΔΑ (π.χ. ΔΠρ. Ηρακλείου 165/2000). Επιπλέον τα ελληνικά Δικαστήρια αισθάνονται μεγαλύτερη άνεση να επιδικάσουν αποζημίωση, όταν το ζήτημα της παράβασης του κοινοτικού δικαίου έχει ήδη κριθεί από Ευρωπαϊκά Δικαστήρια (π.χ. ΔΠρΑθ 1344/2009 η οποία έκρινε επί παρόμοιων περιστατικών με την υπόθεσης Francovich). Τέλος η ελληνική νομολογία δεν έχει αφομοιώσει ή σε κάθε περίπτωση δεν παραπέμπει στο προβληματισμό της νομολογίας του ΔΕΚ για την έστω και έμμεση απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες (π.χ. ΔΠρΑθ 1793/2004).

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της εισήγησης μου επιχειρεί να αποτιμήσει κριτικά μια σειρά από ζητήματα και να εξάγει ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν σε σχέση με την φύση της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους είναι ότι αυτή σε ότι αφορά στην σημερινή φάση εξέλιξης της τουλάχιστον, έχει πρωτίστως κυρωτικό και όχι αποκαταστατικό χαρακτήρα. Συνιστά περισσότερο μια μορφή κύρωσης της συμπεριφοράς του κράτους μέλους που δεν εφαρμόζει το ενωσιακό δίκαιο. Αποσκοπεί κυρίως ή καλλίτερα πρωτίστως στην διαφύλαξη της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου83 και στην πλήρη αποτελεσματικότητα του και λιγότερο επιζητεί να αποτελέσει ένα τρόπο αποκατάστασης των παράνομα προκληθέντων ζημιών στους ιδιώτες. Είναι γεγονός ότι η αστική ευθύνη του κράτους μέλους για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου μπορεί να οδηγήσει στην αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί ο ζημιωθείς ιδιώτης, ωστόσο η αποκατάσταση αυτή θα έλεγε κανείς είναι η αντανακλαστική συνέπεια του κύριου σκοπού που δεν είναι άλλος από την επιβολή έμμεσα κυρώσεων στα κράτη μέλη που δεν εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο. Τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν το χαρακτήρα κυρωτικού μηχανισμού είναι τα εξής: 1) Η προϋπόθεση της ύπαρξης κατάφωρης παραβίασης του ενωσιακού δικαίου. Στις περιπτώσεις δηλαδή που το κράτος μέλος παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο αλλά όχι με κατάφωρο τρόπο, ο ζημιωθείς δεν μπορεί να αποκαταστήσει την ζημία του. 2) Ο τρόπος χρησιμοποίησης από το ΔΕΕ και τα εθνικά δικαστήρια της προϋπόθεσης ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιορίζονται οι περιπτώσεις αποκατάστασης της ζημίας.
Περαιτέρω παρατηρείται συμπερασματικά ότι η ελληνική νομολογία έχει αποδεχθεί την ενσωμάτωση αυτού του νέου νόμιμου λόγου ευθύνης, ο οποίος βασίζεται στο δίκαιο της Ε.Ε. Αντιμετωπίζει όμως προβλήματα σε σχέση με την αποδοχή όλων των συνεπειών της ενωσιακής νομολογίας και την έκταση της σχετικής ευθύνης.
Τέλος σε σχέση με την σύγκρουση θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους για τις παραβάσεις του δικαίου της Ε.Ε. θα μπορούσαμε να εξάγουμε δύο επί μέρους συμπεράσματα.
Αρχικά επισημαίνεται η αλλαγή του ρόλου των θεμελιωδών δικαιωμάτων από αμυντικά δικαιώματα των πολιτών έναντι του κράτους84 σε τρόπο αποφυγής από το κράτος της ευθύνης του. Δευτερευόντως παρατηρείται ότι το ΔΕΕ, αν και επαναλαμβάνει την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα πλαίσια της ενωσιακής έννομης τάξης, και παραπέμπει στο κεκτημένο της ΕΣΔΑ, ωστόσο είναι φανερό ότι δίνει ιδιαίτερο βάρος στις θεμελιώδεις ελευθερίες85
Τέλος θα πρέπει να αναφερθώ στα σημεία του συστήματος αστικής ευθύνης του κράτους μέλους της Ε.Ε. που χρήζουν βελτίωση. Η αστική ευθύνη θα πρέπει να μεταβληθεί από κυρωτικός μηχανισμός σε αποκαταστατικό. Εφόσον η Ε.Ε. παράγει δίκαιο, το οποίο δίκαιο επιβάλλεται αναγκαστικά στα κράτη μέλη και εφόσον οι ιδιώτες ή τρίτοι αντλούν δικαιώματα από το ενωσιακό δίκαιο, είναι άμεση δικαιοκρατική συνέπεια κατά την σύγχρονη νομική θεωρία η παραβίαση των κανόνων δικαίου από τα όργανα του κράτους να γεννά αστική ευθύνη του Δημοσίου για αποκατάσταση των ζημιών. Περαιτέρω το ΔΕΕ θα ήταν σκόπιμο με την νομολογία του να διαπλάσει την αστική ευθύνη των κρατών μελών της Ε.Ε. κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου. Τέλος τα εθνικά δικαστήρια συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών και οι εν γένει εφαρμοστές του δικαίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με την δέουσα προσοχή τις δυσκολίες και τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την ενσωμάτωση της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους στο εκάστοτε εθνικό σύστημα.
Ολοκληρώνοντας την εισήγηση μου θα πρέπει να επισημάνω ότι η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. είναι ένα νέο δυναμικό και αναπτυσσόμενο φαινόμενο του δικαίου, το οποίο έχει εξαιρετική σημασία τόσο για τους σκοπούς της Ε.Ε. και την επιβολή του ενωσικαού δικαίου στα Κράτη μέλη όσο και για την αποκατάσταση των παράνομα προκληθέντων ζημιών από παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, δεδομένης και της μεγάλης διείσδυσης του ενωσιακού δίκαιου στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο τα τελευταία χρόνια. Οφείλουν λοιπόν οι επιστήμονες, και οι εν γένει εφαρμοστές του δικαίου να σκύψουν πάνω από αυτόν τον θεσμό να τον μελετήσουν, να του ασκήσουν θετική και αρνητική κριτική, να τον εξελίξουν.

1 Το παρόν κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση μου σε επιστημονική εκδήλωση που έλαβε χώρα στην Αίθουσα Διαλέξεων (Σεμιναρίων) της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ν.Σ.Κ. στις 21.11.2013.
2 Στασινόπουλος Μ., Αστική Ευθύνη του Κράτους,1950, σελ. 12
3 ΑΠ 11/1858, Στασινόπουλος Μ., Αστική Ευθύνη του Κράτους, 1950, σελ. 13-14
4 Δαγτόγλου Π.Δ, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997, σελ 834
5 βλ. αντί πολλών, Σπηλιωτόπουλος Ε. , Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλά, 2002, σελ 233 επ., ΣτΕ 2796/2006 7 μ., 2741/2007,1019/2008, 1024/2005,334/2008 7 μ., 322/2009 7 μ
6ΔΕΚ Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C- 9/90, Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 1991, Andrea Francovich και Danila Bonifaci και λοιπών κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλ. Νομολ. 1991 I-05357, Μόνο στην επίσημη ιστοσελίδα του ΔΕΕ (www.curia.europa.eu), υπάρχουν παραπομπές σε 144 κείμενα επιστημονικού σχολιασμού:
7 ΔΕΚ C-6/60, Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1960, Jean-E. Humblet κατά Βελγικού Δημοσίου, Συλλ. Νομολ. 1960 01125
8 ΔΕΚ C-13/68, Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 1968, Salgoil SpA κατά Υπουργείου Εξωτερικού Εμπορίου της Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλ. Νομολ. 1968 00661
9 Eilmansberger T., The relationship between rights and remedies in EC Law: In search of the missing link, CMLR, 2004, σελ. 1223
10 Παπαευαγγέλου Θ., Εμμανουηλίδης Δ., Γιαννακού Φ., Νικολαράκου – Μαυρομιχαήλ, Τζιράκη, Αστική Ευθύνη του Δημοσίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ 205
11 Eilmansberger T., The relationship between rights and remedies in EC Law: In search of the missing link, CMLR, 2004, σελ. 1196-1246
12 Μουαμελετζή Ε., Η ευθύνη του Κράτους μέλους για παράβαση του κοινοτικού δικαίου και το δικαίωμα αποζημίωσης των ιδιωτών (σχολιασμός της απόφασης ΔΕΚ Francovich της 19.11.1991, Υποθ. C-6 και C-9/90), ΕΕΕυρΔ, 1993 (2), σελ. 371-402
13 Μουαμελετζή Ε., Η ευθύνη του Κράτους μέλους για παράβαση του κοινοτικού δικαίου και το δικαίωμα αποζημίωσης των ιδιωτών (σχολιασμός της απόφασης ΔΕΚ Francovich της 19.11.1991, Υποθ. C-6 και C-9/90), ΕΕΕυρΔ, 1993 (2), σελ. 371-402, Eilmansberger T., The relationship between rights and remedies in EC Law: In search of the missing link, CMLR, 2004, σελ. 1223
14 Χρυσανθάκης Χ. (Επιμ), Εφαρμογές διοικητικού ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ 151, Μουαμελετζή Ε., Η ένταξη στην εθνική έννομη τάξη της αξίωσης αποζημίωσης κατά του Κράτους για παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου, ΕΕΕυρΔ, 2 (2001) σελ. 275
15 Παυλόπουλος Πρ., Ευθύνη του Κράτους για τις παραβάσεις του Κοινοτικού Δικαίου, ΕλλΔνη 38(1997), σελ. 398
16 ΔΕΚ C-46 και C-48/93, Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur SA κατά Bundesrepublik Deutschland και The Queen κατά Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών, Συλλ. Νομολ. 1996 I-01029
17βλ. αντί πολλών Zingales N., Member State liability vs National Procedural Autonomy: What rules for Judicial Breach of EU Law?, German Law Journal, Vol. 11 n. 4, σελ. 425-426, Oliver P., Cases C-46/93 and C-48/93, Brasserie du Pêcheur, CMLR, 1997, σελ. 658, Betlem G., The King Can Do Wrong: State Liability for Breach of European Community Law in the Post Francovich Era, Web JCLI, 2000
18ΔΕΚ C-392/93, Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1996, The Queen κατά H. M. Treasury, ex parte British Telecommunications plc, Συλλ. Νομολ. 1996 I-01631, ΔΕΚ C-5/94, Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 1996, The Queen κατά Ministry of Agriculture, Fisheries and Food, ex parte: Hedley Lomas (Ireland) Ltd., Συλλ. Νομολ. 1996 I-02553
19 Μεταξάς Αντ., Ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του Κοινοτικού Δικαίου από αποφάσεις ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, εκδ. Σάκκουλα, 2003, σελ. 30
20 Χρυσανθάκης Χ. (Επιμ), Εφαρμογές διοικητικού ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ 153
21 Biondi A., Farley M., The Right to Damages in European Law, Kluwer, 2009, σελ 31
22 Biondi A., Farley M., The Right to Damages in European Law, Kluwer, 2009, σελ 40
23 Biondi A., Farley M., The Right to Damages in European Law, Kluwer, 2009, σελ 37
24 ΔΕΚ C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1996, Erich Dillenkofer, Christian Erdmann, Hans-Jürgen Schulte, Anke Heuer, Werner, Ursula και Trosten Knor κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Συλλ. Νομολ. 1996 I-04845
25 Oliver P., Case C-178, 179, 188, 189, 190/94 Dillenkofer, CMLR, 1997, σελ. 675
26 ΔΕΚ C-222/02, Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια) της 12ης Οκτωβρίου 2004, Peter Paul, Cornelia Sonnen-Lütte και Christel Mörkens κατά Bundesrepublik Deutschland, Συλλ. Νομολ. 2004 I-09425
27 Μήτσου Α., Η αστική ευθύνη των εποπτικών αρχών στον τομέα της κεφαλαιαγοράς έναντι των επενδυτών, ιδίως υπό το πρίσμα της απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση Peter Paul, ΔΕΕ 10/2006, σελ.999 επ., Tison M., Do not Attack the Watchdog! Banking supervisor’s liability after Peter Paul, CMLR, 2005, σελ. 639-675
28 Biondi A., Farley M., The Right to Damages in European Law, Kluwer, 2009, σελ 35, Tison M., Do not Attack the Watchdog! Banking supervisor’s liability after Peter Paul, CMLR, 2005, σελ. 668-670
29 Αναλυτική έκθεση της πρώτης προσπάθειας του ΔΕΚ να καθορίσει το χαρακτήρα της παράβασης ως «κατάφωρης βρίσκεται στην ΔΕΚ C-46 και C-48/93, Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur SA κατά Bundesrepublik Deutschland και The Queen κατά Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών, Συλλ. Νομολ. 1996 I-01029, σκ. 55-58
30 Γέροντας Α., Ο «εξευρωπαϊσμός» του εθνικού διοικητικού και δικονομικού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 2009, σελ 250
31 ΔΕΚ C-46 και C-48/93, Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur SA κατά Bundesrepublik Deutschland και The Queen κατά Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών, Συλλ. Νομολ. 1996 I-01029, σκ. 56
32 ΔΕΚ C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1996, Erich Dillenkofer, Christian Erdmann, Hans-Jürgen Schulte, Anke Heuer, Werner, Ursula και Trosten Knor κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Συλλ. Νομολ. 1996 I-04845
33 Σκουρής Β., Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ 1348, Craig P., EU Administrative law, Oxford university Press, 2006, σελ 823 , ΔΕΚ C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1996, Erich Dillenkofer, Christian Erdmann, Hans-Jürgen Schulte, Anke Heuer, Werner, Ursula και Trosten Knor κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Συλλ. Νομολ. 1996 I-04845
34ΔΕΚ C-5/94, Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 1996, The Queen κατά Ministry of Agriculture, Fisheries and Food, ex parte: Hedley Lomas (Ireland) Ltd., Συλλ. Νομολ. 1996 I-02553
35 Oliver P., Case C-5/94 Hedley Lomas, CMLR, 1997, σελ. 674
36 ΔΕΚ C-392/93, Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1996, The Queen κατά H. M. Treasury, ex parte British Telecommunications plc, Συλλ. Νομολ. 1996 I-01631
37 Oliver P., Case C-392/93 British Telecommunications, CMLR, 1997, σελ. 664
38 Μεταξάς Αντ., Ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του Κοινοτικού Δικαίου από αποφάσεις ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, εκδ. Σάκκουλα, 2003, σελ. 35, Deads E., Brasserie du Pêcheur: Snatching Defeat from the Jaws of Victory, ELRev. 22(6) (1997):620, Smith F., Causation in Francovich: The neglected problem, I.C.L.Q. 46 (1997):925
39 Γέροντας Α., Ο «εξευρωπαϊσμός» του εθνικού διοικητικού και δικονομικού δικαίου, εκδ. Σακκουλα, 2009, σελ 252
40 Jans J.H, de Lange R., Widdershoven R.J.G.M., Europeanisation of Public Law, Europa Law Publishing, 2007, ΔΕΚ C-140/97, Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1999, Walter Rechberger, Renate Greindl, Hermann Hofmeister κ.λπ. κατά Republik Österreich, Συλλ. Νομολ. 1999 I-03499, σκ. 75-77, ΔΕΚ C-470/03, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17ης Απριλίου 2007, A.G.M.-COS.MET Srl κατά Suomen valtio και Tarmo Lehtinen, Συλλ. Νομολ. 2007 I-02749, ΔΕΚ C-319/96, Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμßρίου 1998, Brinkmann Tabakfabriken GmbH κατά Skatteministeriet, Συλλ. Νομολ. 1998 I-05255
41 Biondi A., Farley M., The Right to Damages in European Law, Kluwer, 2009, σελ 55, Smith F., Causation in Francovich: The neglected problem, I.C.L.Q. 46 (1997):925
42 ΔΕΚ C-446/04, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation κατά Commissioners of Inland Revenue, Συλλ. Νομολ. 2006 I-11753
43 ΔΕΚ Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1997, Danila Bonifaci κ.λπ. (C-94/95) και Wanda Berto κ.λπ. (C-95/95) κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), Συλλ. Νομολ. 1997 I-03969, Τσερκέζης Γ. Αρμενόπουλος, 1998, σελ. 760-761, Odman A., Joined Cases C-94 & 95/95 Daniela Bonifaci and others, CMLR, 1395-1412
44 ΔΕΚ C-373/95, Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1997, Federica Maso κ.λπ. και Graziano Gazzetta κ.λπ. κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) και Repubblica italiana, Συλλ. Νομολ. 1997 I-04051
45 Ευρωπαϊκή Επιτροπή , 15.11.2009, Νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης λόγω παραβίασης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, www.europa.eu, σελ. 12
46 ΔΕΚ Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1997, Danila Bonifaci κ.λπ. (C-94/95) και Wanda Berto κ.λπ. (C-95/95) κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), Συλλ. Νομολ. 1997 I-03969, σκ. 81-90
47 ΔΕΚ Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95, Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1997, Danila Bonifaci κ.λπ. (C-94/95) και Wanda Berto κ.λπ. (C-95/95) κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), Συλλ. Νομολ. 1997 I-03969, σκ. 86-87, ΔΕΚ Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/98 και C-410/98, Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Μαρτίου 2001, Metallgesellschaft Ltd και λοιπών (C-397/98), Hoechst AG και Hoechst (UK) Ltd (C-410/98) κατά Commissioners of Inland Revenue και HM Attorney General, Συλλ. Νομολ. 2001 I-01727, σκ. 91
48 Biondi A., Farley M., The Right to Damages in European Law, Kluwer, 2009, σελ 80
49 Μουαμελετζή Ε., Η ένταξη στην εθνική έννομη τάξη της αξίωσης αποζημίωσης κατά του Κράτους για παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου, ΕΕΕυρΔ, Ειδικό Τεύχος, (2001), σελ. 280
50 ΔΕΚ C-46 και C-48/93, Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur SA κατά Bundesrepublik Deutschland και The Queen κατά Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών, Συλλ. Νομολ. 1996 I-01029, σκ. 84-85, ΔΕΚ Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C- 104/89 και C-37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλ. Νομολ. 1992, I-3061, σκ. 33
51 ΔΕΚ C-445/06, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier κατά Bundesrepublik Deutschland, Συλλ. Νομολ. 2009 I-02119, σκ. 62, Νικολάου Ε., 20 χρόνια Francovich. Μια επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της αστικής ευθύνης σε αποζημίωση για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, Αρμενόπουλος, 2012/2, σελ. 216
52 ΔΕΚ C-224/01 Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Gerhard Köbler κατά Republik Österreich, Συλλ. Νομολ. 2003 I-10239
53 Toner H., Thinking the Unthinkable? State liability for judicial acts after Factortame (III), 17 YEL (1997), 165-190, Beutler B., State liability for breaches of Community law by National Courts: Is the requirement of a manifest infringement of the applicable law an insurmountable obstacle?, CMLR, 2009, 773
54 Λαϊνιώτη Α., Η αστική ευθύνη του Κράτους από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, ΔιΔικ, σελ 565 επ.
55 ΔΕΚ C-224/01 Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Gerhard Köbler κατά Republik Österreich, Συλλ. Νομολ. 2003 I-10239, σκ. 53-57
56 ΔΕΚ C-224/01 Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Gerhard Köbler κατά Republik Österreich, Συλλ. Νομολ. 2003 I-10239, σκ. 56, Beutler B., State liability for breaches of Community law by National Courts: Is the requirement of a manifest infringement of the applicable law an insurmountable obstacle?, CMLR, 2009, 780

Σχόλια