ΕιρΒαμου 4/2013 : "Στο στάδιο μεταξύ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως και άσκησης ένδικων μέσων, δεν προτείνεται παραδεκτά η ένσταση εκκρεμοδικίας. Η απόρριψη προηγούμενης αίτησης ως αόριστης δεν εμποδίζει την άσκηση νέας αίτησης πριν από την πάροδο ενός (1) έτους."


ΕιρΒαμου 4/2013 [Ειρηνοδίκης: Σταύρος Ντην.]

Περίληψη : "Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Στο στάδιο μεταξύ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως και άσκησης ένδικων μέσων, δεν προτείνεται παραδεκτά η ένσταση εκκρεμοδικίας. Η απόρριψη προηγούμενης αίτησης ως αόριστης δεν εμποδίζει την άσκηση νέας αίτησης πριν από την πάροδο ενός (1) έτους.

Η κομμώτρια δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Το δικαστήριο, λόγω των προβλημάτων υγείας και της μεγάλης ηλικίας της αιτούσας, θα ορίσει απευθείας μηνιαίες μηδενικές καταβολές προς τις πιστώτριες τράπεζες, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα επέλθει πλήρης εξαθλίωση της αιτούσας, ενώ δεν προβαίνει σε ορισμό νέας δικασίμου για τον επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών εκ μέρους της αιτούσας, διότι κρίνει ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί το εισόδημά της".

 (...) H κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτώς διευκρινίστηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της αιτούσας στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα τηρούμενα πρακτικά αλλά και με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 224 και 741 ΚΠολΔ), εισάγεται νομίμως και αρμοδίως ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 του ν. 3869/2010), μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετέχουσων και παρισταμένων πιστωτριών τραπεζών, και την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου των εγγράφων των §§ 2 και 4 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, ήτοι: α) της προβλεπομένης από το άρθρο 2 § 2 του ν. 3869/2010 βεβαίωσης περί αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, που κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 § 1 του ν. 3869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και β) της υπεύθυνης δηλώσεως της αιτούσας με ημερομηνία 12.6.2012 για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των κάθε φύσης εισοδημάτων της ίδιας και του συζύγου της, κατάσταση των πιστωτριών τραπεζών της και των απαιτήσεως τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία. Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του u948 δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, κατ’ άρθρο 13 § 2 του ν. 3869/2010, προέκυψε ότι έχει εκδοθεί η με αριθμό 3/15.11.2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε την με αριθμό έκθεση κατάθεσης 6/15.4.2011 αίτηση της αιτούσας κατά των καθ’ ων πιστωτριών τραπεζών, για τη διευθέτηση των οφειλών της με απαλλαγή της από υπόλοιπα χρεών, λόγω αοριστίας του δικογράφου της αίτησης. Όσον αφορά την υποβληθείσα από τις πιστώτριες ένσταση εκκρεμοδικίας, οι οποίες ισχυρίζονται ότι δεν έχει τελεσιδικήσει η με αριθμό 3/15.11.2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε οριστικά, λόγω αοριστίας, την με αριθμό 16/15.4.2011 αίτηση της αιτούσας, τούτη είναι απορριπτέα διότι, η εκκρεμοδικία περατώνεται με την έκδοση οριστικής αποφάσεως και αναβιώνει με την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΑΠ 1048/2009 ΕΠολΔ 2010. 439, ΑΠ 929/2006 ΝοΒ 2007. 2129, ΑΠ 436/2003 Νόμος, ΑΠ 457/2000 Νόμος, ΑΠ 240/1998 Δ 1998. 719, ΕφΔωδ 168/2004 Νόμος, ΕφΑθ 5646/2002 Αρμ 2003. 1807, ΕφΑθ 8813/2000 ΕπισκΕΔ 2001.  09, ΕφΑθ 2232/1998 ΑρχΝ 1999. 198, ΕφΑθ 2041/1974 ΝοΒ 1974. 527). Επομένως στο στάδιο μεταξύ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως και άσκησης ενδίκων μέσων, δεν προτείνεται παραδεκτά η ένσταση εκκρεμοδικίας (ΕφΛαρ 361/2001 Δικογραφια 2001. 450). Δεδομένου ότι η με αριθμό 3/15.11.2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου είναι οριστική και δεν έχει ασκηθεί εναντίον της kάποιο ένδικο μέσο από κανένα διάδικο, δεν προτείνεται παραδεκτά η ένσταση εκκρεμοδικίας από τις καθ’ ων, κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Πέρα των ανωτέρω, από την ερμηνεία του ν. 869/2010 προκύπτει ότι μόνο η επί της ουσίας απόρριψης της αίτησης υποχρεώνει σε κατάθεση νέας αίτησης με την πάροδο ενός έτους (π.χ. ύπαρξη εμπορικής ιδιότητας και επομένως πτωχευτικής ικανότητας, αδυναμία πληρωμής που οφείλεται σε δόλο, μη μόνιμη αδυναμία πληρωμής κ.λπ.). Αντιθέτως οι τυπικοί λόγοι απόρριψης της αίτησης (π.χ. αοριστία, μη επίδοση αίτησης σε πιστωτές κ.λπ.) δεν οδηγούν σε τήρηση της προθεσμίας αυτής και ο οφειλέτης μπορεί σε μία τέτοια περίπτωση οποτεδήποτε να καταθέσει τη νέα αίτηση πληρώντας τις τυπικές προϋποθέσεις (Αθανάσιος Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2012, σ. 183, § 24, Ιάκωβος Βενιέρης και Θεόδωρος Κατσάς, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα», έκδοση 2011, σ. 255). Αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της τέταρτης των καθ’ ων, ότι δεν επιδόθηκε σε αυτή μαζί με την κρινόμενη αίτηση κατάσταση της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων της αιτούσας, όπως και του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών, με πρόσκληση για υποβολή από τη πλευρά τους στη γραμματεία του δικαστηρίου εγγράφως των παρατηρήσεων τους και να δηλώσουν αν συμφωνούν με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης, καθ’ όσον μετά τη τροποποίηση του άρθρου 5 ν. 3869/2010 με τη διάταξη του άρθρου 85 στοιχείο Α΄ αρ. 3 του ν. 3996/2011 δεν απαιτείται επίδοση στους πιστωτές ξεχωριστού εγγράφου σχεδίου και χωριστής κατάστασης της περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη, εφόσον αυτά περιλαμβάνοντα στην αίτηση. Η κρινόμενη αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα στοιχεία του άρθρου 4 § 1 του ν. 3869/2010, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8 και 9 του ιδίου νόμου, απορριπτομένης κατ’ ακολουθία της προβληθείσας από όλες τις παριστάμενες πιστώτριες τράπεζες ένστασης αοριστίας ως ουσία αβάσιμης. Εφόσον δε δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της αιτούσας και των παρισταμένων πιστωτριών τραπεζών, πρέπει η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

Από … αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Η αιτούσα, κάτοικος Αποκορώνου Χανίων, γεννηθείσα το έτος 1945, είναι έγγαμη, 61 ετών, και μητέρα ενός ενηλίκου τέκνου ηλικίας 26 ετών. Σε χρόνους προγενέστερους του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης (2000, 2003 και 2007), η αιτούσα υπέβαλλε αιτήσεις προς τις παριστάμενες πιστώτριες τράπεζες για τη χορήγηση δανείων και πιστωτικών καρτών, οι οποίες έκαναν δεκτές τις αιτήσεις της και της τα ενέκριναν, δεδομένου ότι αυτή πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση τους. Το Μάιο του 2011 η αιτούσα, που εργαζόταν ως κομμώτρια, υπέβαλλε αίτηση για συνταξιοδότηση και μη έχοντας οικονομικούς πόρους, δήλωσε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, έπαυσε να εκπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις και την 22.5.2012 κατέθεσε την υπό κρίση αίτηση, ζητώντας τη διευθέτηση των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της. Περαιτέρω αποδεδείχθηκε ότι η αιτούσα υποβάλλεται σε χημειοθεραπεία, ενώ της έχει γίνει σύσταση από τον Διευθυντή του Γενικού Νοσοκομείου «ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» για άμεση χειρουργική επέμβαση, καθώς πάσχει από διάφορα νεοπλάσματα (νεόπλασμα NOS, νεοπλασία NOS, όγκο NOS, νεοπλασία του παχέος εντέρου) και γενικά η κατάσταση της είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί διότι, εκτός των ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η αιτούσα, το Δικαστήριο τούτο κατά την ανωμοτί κατάθεση της ενώπιον του, μετά λύπης, διαπίστωσε την σοβαρότητα της κατάστασης της. Τα χρέη της αιτούσας ανέρχονται συνολικά σε 104.531,05 ευρώ και ειδικότερα: 1) 5.207,33 ευρώ και 4.613,80 ευρώ στη πρώτη πιστώτρια από πιστωτικές κάρτες, 2) 21.618,31 ευρώ και 32.577,38 ευρώ στη δεύτερη πιστώτρια από στεγαστικά δάνεια και 10.451,75 ευρώ από πιστωτική κάρτα, 3) 7.796,84 ευρώ στη τρίτη πιστώτρια από καταναλωτικό δάνειο και 10.741,67 ευρώ από πιστωτική κάρτα και τέλος 4) 11.523,97 ευρώ στη τέταρτη πιστώτρια από καταναλωτικό δάνειο. Όλες οι παραπάνω οφειλές είναι σε οριστική καθυστέρηση και ως εκ τούτου ληξιπρόθεσμες. Η αιτούσα από τον Ιανουάριο του έτους 2013 λαμβάνει μηνιαίως σύνταξη γήρατος από τον ΟΑΕΕ, η οποία ανέρχεται περίπου στο καθαρό ποσό των 515 ευρώ και αποτελεί το μοναδικό της εισόδημα, ενώ ο σύζυγος της που είναι αγρότης, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του (61 ετών), εργάζεται περιστασιακά, έχοντας σχεδόν μηδενικό εισόδημα. Τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα φορολογικά στοιχεία από την αιτούσα αποδεικνύουν την άθλια οικονομική κατάσταση της ιδίας και του συζύγου της, καθώς τα δηλωθέντα οικογενειακά εισοδήματα ανήλθαν σε 3.883,91 ευρώ για το οικονομικό έτος 2010, 3.883,91 ευρώ για το 2011 και 1.634,09 ευρώ για το 2012. Ο ισχυρισμός της δεύτερης των καθ’ ων ότι η ένδικη αίτηση δεν υπάγεται στη ρύθμιση του νόμου διότι η αιτούσα είναι έμπορος, εφ’ όσον είναι κομμώτρια δεν είναι βάσιμος, καθ’ ότι δεν αποδείχθηκε ότι η αιτούσα ασκούσε, κατά σύνηθες επάγγελμα, διαρκείς και ομοειδείς, εμπορικές πράξεις, αφού δεν υπήρχε στη δραστηριότητά της, διαμεσολάβηση και ριψοκίνδυνη ανάληψη οικονομικού ή επιχειρηματικού κινδύνου έναντι αμοιβής δηλ. κέρδους (ΑΠ 73/1997 ΕλλΔνη 1998. 351, ΕφΛαρ 261/2006 ΕπισκΕΔ 2006. 1122, ΕφΙωαν 294/2005 Αρμ 2005. 260, ΕφΘες 811/1997 ΕλλΔνη 1998. 162, ΕφΑθ 10335/1981 Αρμ 1982. 363, ΕφΑθ 953/2001 ΔΕΕ 2001. 594 – βλ. και ad hoc ΕιρΕρινέου 2/2012 Νόμος). Αναπόδεικτη και απορριπτέα κρίνεται και η ένσταση της τέταρτης των καθ’ ων, η οποία ισχυρίζεται ότι η αιτούσα καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμα της, διότι έχει περιουσία την οποία δολίως αποκρύπτει και διότι έχει περιέλθει σε δόλια αδυναμία πληρωμής, καθώς δεν αποδείχθηκε ούτε ότι η αιτούσα έχει αποκρύψει κάποιο περιουσιακό της στοιχείο ούτε ότι έχει περιέλθει με δόλο σε αδυναμία πληρωμής, εξάλλου η τέταρτη των καθ’ ων δεν προσκόμισε κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της αυτούς. Σε κάθε περίπτωση η τέταρτη πιστώτρια αλλά και οι υπόλοιπες, είχαν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν κατά το χρόνο λήψης των δανείων, εκτός από την έρευνα των οικονομικών στοιχείων της αιτούσας, μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών και τις τυχόν δανειακές της υποχρεώσεις σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και την εν γένει οικονομική συμπεριφορά της αιτούσας μέσω του συστήματος «Τειρεσίας» (ΕιρΑθ 15/2011 αδημοσίευτη, Α. Κρητικός, ν. 3869/2010, έκδοση 2012, σ. 57). Περαιτέρω αποδεδείχθηκε ότι η αιτούσα και ο σύζυγος της διαμένουν σε μια ισόγεια κατοικία επιφανείας 97 τ.μ. που διαθέτει και υπόγειο χώρο 58 τ.μ., η οποία έχει κτιστεί το έτος 1989 και βρίσκεται στη Πλάκα του Δήμου Αποκορώνου Χανίων και η οποία ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο σύζυγο της αιτούσας, ενώ διαθέτουν, και ένα επιβατικό αυτοκίνητο που ανήκει 50% εξ αδιαιρέτου στο καθένα τους, μάρκας BMW, 1.600 cc, έτους κυκλοφορίας 2000, αξίας περίπου 2.000 ευρώ. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω αυτοκινήτου που ανήκει στην αιτούσα, πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης λόγω του ότι χρησιμεύει για τις μετακινήσεις της και της είναι απαραίτητο λόγω της ιδιαίτερα κρίσιμης κατάστασης της υγείας της, αλλά και λόγω του ότι έχει μικρή αξία (2.000 €) και επομένως η προσφορά του προς εκποίηση δεν θα προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον λόγω των πτωτικών τάσεων της αγοράς μεταχειρισμένων αυτοκινήτων λόγω της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης. Η δυσμενής οικονομική κατάσταση της αιτούσας προφανώς έχει μόνιμο χαρακτήρα και λαμβανομένου υπόψη των εξαιρετικών περιστάσεων που υπάρχουν στη κρινόμενη υπόθεση και συνίστανται: α) στην ιδιαίτερα κρίσιμη κατάστασης της υγείας της, όπως αναλυτικώς αναφέρεται ανωτέρω, β) το ανεπαρκές εισόδημα που αυτή διαθέτει u947 για τη κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της (σύνταξη 515 € καθαρά), που προφανώς δεν εξυπηρετεί ούτε τις βιοτικές της ανάγκες, οι οποίες λόγω των προβλημάτων υγείας της είναι αυξημένες και ανέρχονται, μηνιαίως, περίπου σε 1.000 ευρώ και γ) στην ηλικίας της (68 ετών), το Δικαστήριο θα πρέπει να ορίσει απευθείας μηνιαίες μηδενικές καταβολές προς όλες τις καθ’ ων πιστώτριες τράπεζες, όπως αιτείται και η ίδια η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση της, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα επέλθει πλήρη εξαθλίωση της αιτούσας (ΕιρΘεσ 1752/2012 ΕλλΔνη 53. 863, Ειρ Χαλκ 346/2011 αδημ., ΕιρΕπιδαύρου 2/2011 αδημ., Ειρ. Καλαμ 3/2011 αδημ.). Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ορισμό νέας δικασίμου για τον επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών εκ μέρους της αιτούσας, διότι με βάσει τα ανωτέρω αποδειχθέντα, κρίνει ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί το εισόδημά της. Σε κάθε περίπτωση οι πιστωτές ή η αιτούσα δύνανται, σύμφωνα με την § 4 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 να προβούν στην τροποποίηση της παρούσας αποφάσεως, εφ’ όσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων της τελευταίας (ΕιρΘεσ 1752/2012 ΕλλΔνη 53. 863 με παρατηρήσεις Αθανάσιου Κρητικού, ο οποίος διατυπώνει την άποψη, με την οποία συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο, ότι σε περίπτωση μηδενικών καταβολών λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, για τις οποίες δεν αναμένεται βελτίωση, οι από την αρχή οριζόμενες μηδενικές καταβολές θα έχουν ως διάρκεια την ανώτατη προβλεπόμενη στο νόμο, δηλ. τέσσερα έτη, ΕιρΧαλκ 346/2011 αδημ., Ιάκωβος Βενιέρης και Θεόδωρος Κατσάς εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα», 2011, σ. 252).

Σχόλια