"Δικαιοσύνη, κράτος δικαίου και θεσμική αξιοπρέπεια", Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Δ. ΤΣΕΒΑ*

Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύθηκαν αποφάσεις του Μισθοδικείου, με τις οποίες κρίθηκε ότι οι τελευταίες περικοπές των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών είναι αντισυνταγματικές.

Είναι η πολλοστή φορά που δικαιοδοτικά όργανα αναγκάζονται να διορθώσουν ατοπήματα των πολιτικών λειτουργιών της Πολιτείας στο πεδίο αυτό. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι τα ατοπήματα αυτά έχουν προ πολλού επισημανθεί, επαναλαμβάνονται διαρκώς, υπενθυμίζοντας ότι η νοοτροπία, που δημιούργησε τη σημερινή θεσμική και οικονομική κρίση, δεν είναι εύκολο να καταπολεμηθεί.

Οι αποφάσεις του Μισθοδικείου περιέχουν δύο εξαιρετικά σημαντικές διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι ότι οι συνταγματικές εγγυήσεις των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών πηγάζουν απευθείας από τις εγγυήσεις της δικαστικής λειτουργίας, που έχουν τεθεί προς πραγμάτωση του κράτους δικαίου. Η δεύτερη είναι ότι ο νομοθέτης, όταν επεμβαίνει στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, οφείλει να σταθμίζει τις επιπτώσεις των επιλογών του σε σχέση με την υποχρέωσή του να διαφυλάττει τον θεσμικό ρόλο της δικαστικής λειτουργίας και συνακόλουθα την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, παρέχοντας αντίστοιχη ειδική αιτιολογία στις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου.



Πράγματι, ο θεσμικός ρόλος της Δικαιοσύνης κατά το Σύνταγμα είναι να διασφαλίζει αποτελεσματικά τη λειτουργία του κράτους δικαίου. Για τον σκοπό αυτόν, από τη μία πλευρά, η Δικαιοσύνη ελέγχει τη νομιμότητα της κρατικής δράσης. Από την άλλη πλευρά, διασφαλίζει τα δικαιώματα των πολιτών, προκειμένου αυτοί να έχουν την πραγματική δυνατότητα να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους, να συμμετέχουν στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και να επιδιώκουν την προσωπική τους πρόοδο βάσει των ευκαιριών που πρέπει να τους παρέχονται ισότιμα από τον νόμο και σύμφωνα με τις ικανότητες και την αξία τους. Ο ρόλος της Δικαιοσύνης στο κράτος δικαίου είναι να διασφαλίζει τη δυνατότητα αυτή των πολιτών, έτσι ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν και να εμπιστεύονται ότι η προσωπική τους πρόοδος εξαρτάται μόνον από τις ικανότητές τους, τα δικαιώματά τους και τον νόμο, με αρωγό τη Δικαιοσύνη, και όχι από πάτρωνες. Με τον τρόπο αυτό η Δικαιοσύνη είναι ο εγγυητής της κοινωνικής ειρήνης και του κράτους δικαίου ως θεμελίου της κοινωνικής συμβίωσης.

Η χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους αποτελεί απολύτως αναγκαίο όρο, ώστε η Δικαιοσύνη να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον θεσμικό της ρόλο. Αποτελεί αναγκαίο όρο της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, με την οποία ζητείται από τους δικαστές να κρίνουν τη νομιμότητα των πράξεων των άλλων λειτουργιών, αδιαφορώντας για το αν θα δυσαρεστήσουν τους εκάστοτε κρατούντες, αλλά και με την οποία ζητείται από τους δικαστές να προσδώσουν καταναγκαστική ισχύ στα δικαιώματα του απλού πολίτη έναντι των εκάστοτε κοινωνικά ή οικονομικά ισχυρών. Αυτό γίνεται διεθνώς παγίως δεκτό. Εχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από τα Συνταγματικά Δικαστήρια κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς και από τα ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών εκτός αυτής, όπως ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οικονομική ανεξαρτησία των ομοσπονδιακών δικαστών κατοχυρώνεται επίσης στο Σύνταγμα.

Σύμφωνα με την αντίληψη των πατέρων του ομοσπονδιακού Συντάγματος, η πρόβλεψη για την εγγύηση των αποδοχών των δικαστών αποτελεί, μαζί με την ισοβιότητα των δικαστών, το πιο σημαντικό εχέγγυο ανεξαρτησίας τους. Οπως έχει επισημάνει ο εκ των πατέρων και εμπνευστής της εγγύησης αυτής Alexander Hamilton, « [σ]τη γενική πορεία της ανθρώπινης φύσης, η εξουσία επί των μέσων βιοπορισμού ενός ανθρώπου ισοδυναμεί με εξουσία επί της βουλήσεώς του». Η κατοχύρωση συνεπώς της ανεξαρτησίας της βούλησης των λειτουργών της Δικαιοσύνης εμπεριέχει απαραίτητα την κατοχύρωση των αποδοχών τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η επέμβαση των πολιτικών λειτουργιών της Πολιτείας σε αυτές να είναι δυνατή μόνο σε περιορισμένο βαθμό και υπό αυστηρούς όρους. Οπως είναι προφανές, η κατοχύρωση αυτή δεν θεσπίζεται χάριν των δικαστικών λειτουργών, αλλά χάριν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών.

Δυστυχώς, οι πολιτικές λειτουργίες της Πολιτείας στη χώρα μας αποφεύγουν να ανταποκριθούν σε αυτές τις στοιχειώδεις συνταγματικές επιταγές και να αντιμετωπίσουν τη Δικαιοσύνη με την ενδεδειγμένη κατά το Σύνταγμα θεσμική αξιοπρέπεια. Με τον νόμο 4093/2012 ο νομοθέτης προχώρησε σε μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών στο πλαίσιο οριζοντίων περικοπών, αδιαφορώντας για το εάν με τον τρόπο αυτόν οι αποδοχές τους, που ήδη είχαν υποστεί δύο διαδοχικές σοβαρές μειώσεις, εξακολουθούν να είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους, και παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα περιβάλλει τους δικαστικούς λειτουργούς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, με ιδιαίτερες εγγυήσεις. Επέβαλε τις περικοπές αυτές χωρίς να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου ότι στάθμισε τις επιπτώσεις των επιλογών του σε σχέση με την υποχρέωσή του να διαφυλάττει τον θεσμικό ρόλο της δικαστικής λειτουργίας. Εάν αντιμετώπιζε τη Δικαιοσύνη με την ενδεδειγμένη κατά το Σύνταγμα θεσμική αξιοπρέπεια, θα έπρεπε μάλιστα να είχε διαβουλευθεί με τη δικαστική λειτουργία για τις σχεδιαζόμενες περικοπές, έτσι ώστε να μπορέσει αυτή να ακουστεί, πριν από τη θέσπιση του νόμου, σχετικά με τις επιπτώσεις των επιλογών του νομοθέτη.

Η τήρηση των συνταγματικών επιταγών δεν είναι, βεβαίως, δύσκολη. Η έλλειψη ανταπόκρισης των πολιτικών λειτουργιών της Πολιτείας δεν οφείλεται σε αβλεψία, αλλά στη νοοτροπία με την οποία αυτές αντιμετωπίζουν το κράτος δικαίου και τον θεματοφύλακά του, τη Δικαιοσύνη. Είναι προφανές ότι ούτε οι πελατειακές σχέσεις ούτε η αναποτελεσματικότητα της άσκησης των ατομικών δικαιωμάτων, που οφείλεται στη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, ανταποκρίνονται στο κράτος δικαίου. Ενόψει αυτού, είναι επίσης προφανές πού οφείλεται η δυστοκία στην ανταπόκριση των πολιτικών λειτουργιών της Πολιτείας στις συνταγματικές επιταγές που αφορούν τον θεσμικό ρόλο της Δικαιοσύνης.

Και όμως: Εάν οι πολιτικές λειτουργίες της Πολιτείας υπολείπονται των απαιτήσεων του συνταγματικού τους ρόλου, η Δικαιοσύνη δίνει ήδη απτά δείγματα ενίσχυσης της αυτοσυνειδησίας της ως θεματοφύλακα του κράτους δικαίου. Η πρόσφατη απόφαση του Μισθοδικείου αποτελεί ένα από τα δείγματα αυτά. Το στοίχημα είναι να αποδειχθεί ότι η επένδυση που γίνεται στη δικαστική λειτουργία για τη θωράκιση της ανεξαρτησίας της λειτουργεί πραγματικά, με το να πυκνώσουν τα σποραδικά δείγματα που υπάρχουν μέχρι στιγμής, διαμορφώνοντας μια γενική τάση ενίσχυσης των θεσμών του κράτους δικαίου, που τόση ανάγκη έχει η χώρα προκειμένου να επιτύχει την ανασυγκρότησή της.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 * O κ. Αθανάσιος Δ. Τσεβάς είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Λόγω των πεποιθήσεών του, οι οποίες αποτυπώνονται στο κείμενο, υποστήριξε ως πληρεξούσιος ενώπιον του Μισθοδικείου υποθέσεις δικαστικών λειτουργών παρόμοιες με αυτές επί των οποίων εκδόθηκαν οι σχολιαζόμενες αποφάσεις.

Σχόλια