Διατάξεις: άρθρo 6
[παρ. 3] Ν 3588/2007 (ΠτΚ)
(Απορρίπτει την αίτηση.)
Ιωάννης Παπαδημόπουλος,
Καθηγητής ΤΕΙ, Δικηγόρος, ΔΝ
(Περίληψη) Καταχρηστική άσκηση
της αίτησης κήρυξης σε πτώχευση, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως
υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων
με την πτώχευση. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η επίσπευση από τους
αιτούντες-πιστωτές των πιο αποτελεσματικών σε σχέση με τη δυσκίνητη διαδικασία
της πτώχευσης διαδικασιών ατομικής ικανοποίησης των απαιτήσεών τους, η οποία
καθιστά τη μεταγενέστερη υποβολή της αίτησης κήρυξης πτώχευσης αδικαιολόγητη,
έχοντας ως σκοπό την άσκηση πίεσης του οφειλέτη για την καταβολή των
οφειλόμενων σ’ αυτούς ποσών.
[...] Κατά το άρθρο 6 παρ. 3 Ν 3588/2007 το
πτωχευτικό Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται
καταχρηστικά. Καταχρηστική είναι η αίτηση, ιδίως, εάν ο πιστωτής την
χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη
σκοπών άσχετων με την πτώχευση ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο
οφειλέτης την υποβάλλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμών των χρεών του. Σε
σχέση με την απόρριψη της αίτησης το άρθρο 6, εκτός από την περίπτωση μη
συνδρομής των υποκειμενικών ή αντικειμενικών προϋποθέσεων, εισάγει νέες
ρυθμίσεις, η μία από τις οποίες αναφέρεται στην απόρριψη της αίτησης που
ασκείται καταχρηστικά. Πρόκειται για αιτήσεις κήρυξης πτώχευσης ως θεσμού
συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης για την σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών,
αλλά επιδιώκονται σκοποί ξένοι προς αυτήν. Το Δικαστήριο έχει ευρεία ευχέρεια
αξιολόγησης των περιστάσεων (ΕφΠειρ 74/2011 ΔΕΕ 2011,689). Εξάλλου,
σύμφωνα με το άρθρο 744 ΚΠολΔ, το δικαστήριο κατά την διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την
εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και
ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της
έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες
ισχυρίζονται ότι ο καθ’ ου είναι έμπορος και οφειλέτης τους και επιδιώκουν με
την αίτηση τους να κηρυχθεί αυτός σε κατάσταση πτώχευσης για τον λόγο ότι
έπαυσε να πληρώνει τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εμπορικά του χρέη, μεταξύ των
οποίων και τη δική τους απαίτηση συνολικού ύψους περί τις 360.000 ευρώ. Η
αίτηση αρμοδίως εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 44 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, 741 επ. ΚΠολΔ),
είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5
παρ. 1, 3 και 4, 7 επ. και 13 Ν 3588/2007 περί Πτωχευτικού Κώδικα. Εφόσον
τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της, ήτοι, αναγράφονται στην αίτηση τα
στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 5 παρ. 3 Ν 3588/2007, εκτός από τον
αριθμό εμπορικού μητρώου του οφειλέτη, στοιχείο το οποίο συμπληρώθηκε εκ των
υστέρων, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ, μετά την τηλεφωνική προς τούτο πρόσκληση της
πληρεξουσίας δικηγόρου των αιτούντων, επίσης έχει κατατεθεί στο Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό των 500 ευρώ (5 παρ. 3 Ν 3588/2007) και το
πρωτότυπο του υπ’ αριθμ. 54458/9.4.2012 παραβόλου έχει επισυναφθεί στην αίτηση
(5 παρ. 4 Ν 3588/2007), πρέπει επομένως να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική
βασιμότητά της [...].
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που
εξετάστηκε στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση
πρακτικά, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζει η αιτούσα αποδείχθηκαν
τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο καθ’ ου είναι έμπορος, εκδότης, μεταξύ άλλων
εντύπων, της εφημερίδας «…», η έκδοση της οποίας έχει ήδη διακοπεί. Οι
αιτούντες απασχολήθηκαν από τον καθ’ ου οι πέντε πρώτοι με την ειδικότητα του
φωτοσυνθέτη και οι δύο τελευταίοι με την ειδικότητα του φωτογράφου-
φωτορεπόρτερ, ήδη δε από το έτος 2009 ο καθ’ ου δεν εκπλήρωνε κανονικά τις
υποχρεώσεις του απέναντι στους αιτούντες μισθωτούς, συγκεκριμένα κατέβαλε σε
αυτούς τις αποδοχές τους τμηματικά και με μεγάλη καθυστέρηση και τελικά εντός
του έτους 2010 έπαυσε πλήρως την καταβολή σε αυτούς των αποδοχών τους. Δυνάμει
της υπ’ αριθμ. 1268/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας,
εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επιδικάστηκε προσωρινά
στους αιτούντες για καθυστερημένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας το συνολικό
ποσό των 88.168,43 ευρώ, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. 194/2013 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Λάρισας εκδοθείσας κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών,
επιδικάστηκε στους αιτούντες για τις ίδιες αιτίες το συνολικό ποσό των
265.352,60 ευρώ. Επομένως η απαίτηση των αιτούντων, συνολικά ανερχόμενη στο
ποσό αυτό, αποδεικνύεται, όπως απαιτεί ο νόμος, από δημόσιο έγγραφο.
Κατά τα λοιπά, σε βάρος του καθ’ ου έχουν εκδοθεί
διαταγές πληρωμής αιτήσει του δανειστή Κ.Μ. και της δανείστριας Ε.Τ., το ποσό
των οποίων δεν αποδείχθηκε, σε ικανοποίηση δε της απαίτησης του ο Κ. Μ.
επέσπευσε σε βάρος του καθ’ ου αναγκαστική εκτέλεση, την οποία συνέχισε αρχικά
η Ε.Τ. και κατόπιν οι αιτούντες με την υπ’ αριθμ. 285/2011 πράξη δήλωσης
συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Λάρισας Β.Δ. Κατά του καθ’ ου
διατηρεί το ΙΚΑ απαίτηση ύψους 796.537,04 ευρώ για την ικανοποίηση της οποίας
επέσπευσε και αυτό αναγκαστική εκτέλεση, εκδοθείσας της υπ’ αριθμ. 3406/23.11.11
έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού κατά ΚΕΔΕ, η οποία τελεί υπό αίρεση της
έγκρισης της κατακύρωσης από τον Διοικητή του ΙΚΑ, ενώ ο ίδιος φέρεται να
οφείλει αποδοχές ύψους 132.612,81 ευρώ και σε άλλους εργαζόμενους, πλην των
αιτούντων, πράξη για την οποία ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη. Από τα
παραπάνω, σε συνδυασμό με την παύση λειτουργίας της εφημερίδας που εξέδιδε ο
καθ’ ου, αποδεικνύεται πραγματική, μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των
ληξιπρόθεσμων και άμεσα απαιτητών εμπορικών χρεών του καθ’ ου, η οποία
φανερώνει τη νέκρωση της εμπορικής κίνησης του και την απώλεια της εμπορικής
πίστης του, δεδομένου ότι τα ανεξόφλητα εμπορικά του χρέη είναι τέτοιας
σημασίας και μεγέθους, ώστε η μη πληρωμή αυτών να αποτελεί μη πληρωμή έναντι
του κοινού, ήτοι κλονισμό της εμπορικής του πίστης ως εμπόρου και πραγματική
αδυναμία συνέχισης της εμπορίας του.
Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες ήδη ζήτησαν
και πέτυχαν την έκδοση δικαστικών αποφάσεων για την ικανοποίηση των απαιτήσεων
τους (βλ. παραπάνω), με βάση τις οποίες ήδη επισπεύδουν αναγκαστική εκτέλεση. Στην
αίτηση τους άλλωστε δεν επικαλούνται άλλες απαιτήσεις τους κατά του καθ’ ου,
παρά μόνο αυτές για τις οποίες ήδη εκδόθηκαν οι προαναφερόμενες δικαστικές
αποφάσεις. Εξάλλου, κατά του καθ’ ου έχουν καταθέσει και την υπ’ αριθμ. 584/2011
αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικών δικαιοπραξιών, έτσι ώστε να αυξηθεί, σε
περίπτωση παραδοχής της, η περιουσία του καθ’ ου επί της οποίας θα εκτελεστούν
οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις. Αποδεικνύεται επομένως ότι οι αιτούντες έχουν
εκκινήσει διαδικασίες ατομικής ικανοποίησης των απαιτήσεών τους σε βάρους του
καθ’ ου και ερωτάται ποιό σκοπό εξυπηρετεί η άσκηση της κρινόμενης αίτησης,
αφού μάλιστα η τυχόν παραδοχή της και η κήρυξη του καθ’ ου σε πτώχευση
συνεπάγεται την εκ του νόμου αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, τα
οποία σύμφωνα με την δικαστηριακή εμπειρία, είναι οπωσδήποτε πιο αποτελεσματικά
από την δυσκίνητη διαδικασία της πτώχευσης. Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου
(βλ. πρακτικά), ο μάρτυρας απόδειξης απάντησε ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε
«… για να διασφαλίσουν ότι θα πάρουν τα χρήματα … δεν υπάρχουν χρήματα για να
πληρωθούν … παρά μόνο εάν πλειστηριαστεί περιουσία …», πλην όμως οι σκοποί
αυτοί επιτυγχάνονται με την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τον
ΚΠολΔ, την οποία, όπως προειπώθηκε, ήδη ξεκίνησαν οι αιτούντες στα πλαίσια της
οποίας επιδιώκεται, όπως σαφώς κατέθεσε ο μάρτυρας, ο πλειστηριασμός της
ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Εφόσον λοιπόν ήδη οι αιτούντες επισπεύδουν
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του καθ’ ου και σκοπός τους είναι η λήψη των
χρημάτων τους, δηλαδή η ατομική ικανοποίησή τους, η κήρυξη του καθ’ ου σε
πτώχευση δεν δικαιολογείται. Από δε το υπό του μάρτυρος κατατεθέν ότι η αίτηση
ασκήθηκε «για να διασφαλίσουν τα χρήματά τους», συνάγεται ότι η κρινόμενη
αίτηση αποσκοπεί στην άσκηση πίεσης και μόνο σε βάρος του καθ’ ου για την
καταβολή στους αιτούντες των οφειλομένων ποσών. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε
και η συνήγορος των αιτούντων, από σχετική δήλωση της οποίας στο ακροατήριο του
δικαστηρίου συνάγεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε
μόνο και μόνο επειδή οι αιτούντες δεν μπορούσαν, ως επισπεύδοντες δανειστές, να
ανταποκριθούν στα έξοδα της αρξάμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και επειδή ο
πλειστηριασμός απέβη δύο φορές άκαρπος ελλείψει πλειοδοτών (βλ. Πρακτικά: «…
Κάναμε δύο φορές πλειστηριασμό, δεν πλειοδότησε κανείς, τα έξοδα είναι
υπερβολικά, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να τα σηκώσουν …»), ρητά μάλιστα η ίδια
δήλωσε ότι: «… σκεφτήκαμε καταρχήν την πτώχευση ως μέσο πίεσης …».
Από όλα τα παραπάνω το Δικαστήριο άγεται στην
κρίση ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε από τους αιτούντες ως υποκατάστατο
διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης και προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την
πτώχευση ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, για το λόγο δε αυτό, κατ’ εφαρμογή του
άρθρου 6 παρ. 3 Ν 3588/2007, εφαρμοζόμενου αυτεπαγγέλτως παρά την έλλειψη
σχετικού ισχυρισμού, κατ’ άρθρο 744 ΚΠολΔ (βλ. μείζονα σκέψη), θα πρέπει η
αίτηση να απορριφθεί ως καταχρηστικώς ασκούμενη. Δικαστικά έξοδα δεν
επιδικάζονται υπέρ του καθ’ ου αφού λόγω της απουσίας του δεν υποβλήθηκε σε
τέτοια.
(Απορρίπτει την αίτηση.)
Σημ.: 1. Η παραπάνω απόφαση παρουσιάζει
ενδιαφέρον, καθόσον έκρινε ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 3 Ν 3588/2007
(ΠτΚ) η αίτηση πιστωτών-εργαζομένων για κήρυξη σε πτώχευση του καθ’ ου
οφειλέτη-εργοδότη, ο οποίος δεν παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης,
υποβλήθηκε καταχρηστικά και έτσι την απέρριψε κατ’ ουσία, χωρίς να επικαλεστεί
ρητά την εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης διάταξης ή να κάνει οποιαδήποτε νύξη για
τη διάκριση της καταχρηστικότητας της ένδικης αίτησης σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 6 παρ. 3 ΠτΚ από εκείνη της έλλειψης εννόμου συμφέροντος του άρθρου 5
παρ. 1 ΠτΚ ή ακόμη να αποφανθεί για τη δυνατότητα σύμπτωσης των δύο αυτών
εννοιών στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, ένα άλλο ζήτημα, που τίθεται, είναι
αυτό της ένταξης των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από την αποδεικτική
διαδικασία και στις δύο περιπτώσεις καταχρηστικότητας που προβλέπονται
ενδεικτικά στο άρθρο 6 παρ. 3 ΠτΚ, ήτοι τόσο της χρησιμοποίησης της αίτησης ως
υποκατάστατου της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης όσο και για επιδίωξη άσχετων
με το θεσμό της πτώχευσης σκοπών.
2. Καταρχήν θα πρέπει να
τονιστεί ότι λόγω της υπαγωγής της υπόθεσης στην εκούσια δικαιοδοσία αυτή
εκδικάζεται στην ουσία της ακόμη και αν παρίσταται ένας μόνο διάδικος (άρθρο
764 παρ. 2 ΚΠολΔ), χωρίς αυτό το γεγονός να οδηγεί στη συναγωγή των τεκμηρίων
της παραίτησης ή της ομολογίας (βλ. ΕφΠειρ 74/2011 ΔΕΕ
2011,689? OLG Koln Beschl. v. 3.1.2000, ZIP
2000,80? Κοτσίρη, ΠτΔ, 8η εκδ., 2011, σ. 195? Ψυχομάνη, ΠτΔ, ε’ εκδ.,
2012, σελ. 158 επ.).[...]
Ιωάννης Παπαδημόπουλος,
Καθηγητής ΤΕΙ, Δικηγόρος, ΔΝ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου