"Συνταγματική θωράκιση της Δικαιοσύνης", του ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ε.τ.

Η Δικαιοσύνη εξήλθε από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και εισήλθε στη μεταπολίτευση ηθικά τραυματισμένη και με μειωμένα το κύρος και την αξιοπιστία της. Τούτο συνέβη ιδίως γιατί ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί αποτέλεσαν τον κορμό της πρώτης κυβέρνησης της δικτατορίας, ενώ και άλλοι δικαστικοί λειτουργοί διετέλεσαν υπουργοί κατά την επταετή διάρκειά της.
Με αφορμή και τις συμμετοχές δικαστικών λειτουργών σε κυβερνήσεις της δικτατορίας, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, στις 6-12-1976, αγορεύων, τόνισε: «Η Δικαιοσύνη επέρασεν από μίαν βαρείαν δοκιμασίαν κατά την διάρκειαν της δικτατορίας. Ηδη, μετά την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας διέρχεται νέαν δοκιμασίαν».
Η διαπίστωση αυτή του τότε πρωθυπουργού επαληθεύτηκε πλήρως, αφού η δοκιμασία της Ελληνικής Δικαιοσύνης συνεχίστηκε αδιάλειπτα και μετά τη μεταπολίτευση. Και τούτο γιατί, μεταξύ άλλων, αγνοήθηκε, μέσα στη δίνη των καιρών, στην πτώση των αξιών και στην κατίσχυση φαινομένων ανομίας, κακονομίας, ατιμωρησίας και αμοραλισμού, ότι για τη Δικαιοσύνη είναι πάντοτε επίκαιρη η γνωστή φράση του Ιουλίου Καίσαρα: «Εγώ ηξίουν την εμήν σύζυγον μηδέ υπονοηθήναι». Δηλαδή, η Δικαιοσύνη δεν αρκεί να είναι στην πραγματικότητα, αλλά και να φαίνεται ότι είναι έντιμη, αξιόπιστη, αποτελεσματική και ανεξάρτητη.
Με βάση τα ιστορικά αυτά γεγονότα, την κριτική και τις σκέψεις που τα συνοδεύουν, καθώς και τις εκτιμήσεις για σχετικά νεότερα γεγονότα, οδηγούμαι στην εδραία πεποίθηση ότι τα φαινόμενα δικαστικών λειτουργών, ιδίως ανωτάτων, που παραιτούνται, προκειμένου να απολαύσουν πολιτικά ή άλλα αξιώματα με τα ανάλογα ωφελήματα και συγκεκριμένα για να καθέξουν θέσεις των δύο άλλων εξουσιών ή έμμισθη θέση στη δημόσια διοίκηση, ή επιδιώκουν τούτο αμέσως ή λίγο χρόνο μετά την έξοδό τους από τη δικαστική υπηρεσία, θέτουν σε δοκιμασία, ενίοτε σοβαρή, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Και τούτο, γιατί τα φαινόμενα αυτά, αναπόφευκτα δημοσιοποιούμενα ευρέως, προκαλούν εντός του δικαστικού σώματος, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία, κριτικές απαξιωτικές για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, καθώς και σοβαρές υπόνοιες, συνοδευόμενες από δυσμενή σχόλια, για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη από κόμματα, με εκμετάλλευση από αυτά, χάριν εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, των φιλοδοξιών δικαστικών λειτουργών για ανάδειξή τους στην πολιτική ή σε κομματικά αξιώματα ή στη διοίκηση. Συνάμα αυτονόητα τα ίδια φαινόμενα ενέχουν τη δυναμική πρόκλησης σοβαρών υποψιών για προηγούμενες αδιαφανείς, φαιές και ασύμβατες με το δικαστικό ήθος σχέσεις ή συναλλαγές εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών με φορείς της εκτελεστικής εξουσίας ή κομμάτων ή άλλων συμφερόντων, προκειμένου να επιτύχουν την κάθοδό τους στην πολιτική ή να σταδιοδρομήσουν στη δημόσια διοίκηση.
Κοινός τόπος είναι ότι τα παντοειδή, στυγερής ιδιοτέλειας, συμφέροντα δεν χάνουν την ευκαιρία για να μεταβάλλουν φιλόδοξους ή προσοδοθήρες ή κομματιζόμενους δικαστικούς λειτουργούς σε δούρειους ίππους, για να εισχωρήσουν, μέσω ανίερης διαπλοκής, στον ιερό χώρο της Δικαιοσύνης, να τον μολύνουν και να τον αλώσουν.
Προς διασφάλιση και περιφρούρηση της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης επιβάλλεται να τροποποιηθούν τα άρθρα 56 παρ. 1 και 89 παρ. 4 του Συντάγματος, ώστε να απαγορεύεται να ανακηρυχθούν υποψήφιοι βουλευτές ή να εκλεγούν βουλευτές ή να γίνουν μέλη κυβέρνησης οι δικαστικοί λειτουργοί όχι μόνον όταν είναι εν ενεργεία, αλλά και επί τρία τουλάχιστον χρόνια μετά την έξοδό τους από το δικαστικό σώμα. Συναφώς, πρέπει, για τους ίδιους λόγους, τροποποιούμενου του άρθρου 89 παρ. 1 του Συντάγματος, να απαγορευθεί στους δικαστικούς λειτουργούς, και επί τρία τουλάχιστον χρόνια μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, η παροχή οιασδήποτε έμμισθης υπηρεσίας στο Δημόσιο, ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή σε ΝΠΔΔ.
Επίσης, ιδιαίτερα επικίνδυνη για το κύρος, αλλά και για την ηθική ακεραιότητα και την κοινωνική παράσταση των δικαστών, είναι η άσκηση από αυτούς διαιτητικών καθηκόντων με αμοιβή σε ιδιωτικές διαφορές. Πράγματι, η διασύνδεση δικαστών με ιδιωτικά συμφέροντα, ενίοτε πανίσχυρα, η δημιουργία σχέσεων με φορείς τέτοιων συμφερόντων σε βάση αμιγώς οικονομική, η προσδοκία νέων διαιτησιών και η ευγνώμων διάθεση έναντι των οιονεί πελατών είναι στοιχεία που συνηγορούν έντονα υπέρ της αποχής εν ενεργεία δικαστών, αλλά και για ορισμένο χρόνο μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, από διαιτητικά έργα. Το ιδιωτικό χρήμα και οι αναγκαίες δοσοληψίες που το συνοδεύουν είναι πιθανό να φθείρουν και να διαφθείρουν δικαστικές συνειδήσεις.
Για τη διαφύλαξη, λοιπόν, του κύρους και της ηθικής ακεραιότητας των δικαστών πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 89 παρ. 3 του Συντάγματος και να απαγορευθεί στους δικαστές εν ενεργεία, και επί τρία τουλάχιστον χρόνια μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, ή άσκηση διαιτητικών έργων.
Πιστεύω ότι οι προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, υλοποιούμενες, θα συμβάλλουν στη θωράκιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ως πραγματικού αντίβαρου στις αυθαιρεσίες των άλλων εξουσιών.

(πηγή : www.enet.gr) 

Σχόλια