ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ Ν.1608/1950

Είναι φανερό ότι η νόμιμη «πίεση» προς την πολιτική εξουσία, που ασκήθηκε με τις ανακοινώσεις-παρεμβάσεις, της Ενώσεως των μελών του ΝομικούΣυμβουλίου του Κράτους και της Ενώσεως των Εισαγγελέων Ελλάδος (απόλυτα δικαιολογημένες), απέδωσε καρπούς,αφού ο ίδιος ο κ.Υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να διαβεβαιώσει, κατηγορηματικά μάλιστα,  ότι οι ισχύουσες ρυθμίσεις του νόμου 1608/1950 που προβλέπει επιβαρυντικές διατάξεις (αύξηση των ποινών) σε βάρος των καταχραστών του Δημοσίου, «δεν πρόκειται να θιγούν ούτε κατά κεραία με την κατάρτιση του νέου Ποινικού Κώδικα»
.
Ωστόσο, παρά την διαβεβαίωση του κ.Υπουργού, η ανάγκη για επιστημονικό-κοινωνικό διάλογο για τους λόγους που επιβάλλουν ή δεν επιβάλλουν την  διατήρηση σε ισχύ του ν. 1608/1950 δεν εξέλιπε. Και δεν εξέλιπε γιατί η διαβεβαίωση είναι προσωπική του κ.Υπουργού και αφορά μόνο στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα. Ένας άλλος υπουργός Δικαιοσύνης στο μέλλον ή μία αυτοτελής καταργητική ρύθμιση, έξω από τα πλαίσια του νέου Ποινικού Κώδικα, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Γι’ αυτό, καλές και χρήσιμες είναι οι παρεμβάσεις των Ενώσεων, αλλά εξίσου καλός και χρήσιμος, αλλά και  γόνιμος, είναι ο κοινωνικός -επιστημονικός διάλογος  πάνω στο ζήτημα, αν και κατά πόσο οι σημερινές κοινωνικές εν γένει συνθήκες δικαιολογούν ή όχι τη διατήρηση των πράγματι αυστηρών διατάξεων του ν. 1608/1950.
               Έχει υποστηριχθεί ότι οι επιβαρυντικές περιπτώσεις του  ν. 1608/1950 είναι ανίσχυρες ως προδήλως αντίθετες με ρητές διατάξεις του Συντάγματος και συγκεκριμένα:  α) του άρθρου 7 παρ. 1 στο βαθμό που οι όροι «μακρός χρόνος»   και «ιδιαίτερα μεγάλη αξία» είναι αόριστοι, β) του άρθρου 4 παρ. 1, στο βαθμό που επιφυλάσσεται  ίση μεταχείριση ανόμοιων πραγμάτων με την απειλή της ανελαστικής ποινής της ισόβιας κάθειρξης για ελαστικό εγκληματικό μέγεθος και γ) 25 παρ. 1, στο βαθμό που η περιουσία προβιβάζεται σε υπέρτατο έννομο αγαθό, μολονότι στον Ποινικό Κώδικα αξιολογείται  σε βαθμό υποδεέστερο του Πολιτεύματος, της ακεραιότητας της Χώρας και της ανθρώπινης ζωής, οπότε προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας μεταξύ εγκλήματος και ποινής.Έχει υποστηριχθεί,επίσης,(κρατούσα άποψη), ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση του ν. 1608/1950 είναι ισχυρή και δεν αντιτίθεται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις διότι: α) Οι όροι «μακρός χρόνος»   και «ιδιαίτερα μεγάλη αξία» συνιστούν έννοιες που ναι μεν είναι αξιολογικές, πλην όμως οριστές και σαφείς, δυνάμενες να προσδιοριστούν ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους δια της ερμηνείας, κατά τρόπο ομοιόμορφο και αντικειμενικό, με βάση τις περί τούτων κοινές αντιλήψεις σε μία δεδομένη στιγμή. Επομένως ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ., όπως λ.χ. και οι αξιολογικές έννοιες: «σπουδαίος κίνδυνος» που συναντάται στο άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ και «αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας» που συναντάται στο άρθρο 375 παρ. 2 ΠΚ (έτσι κατ’  αποτέλεσμα και η ΑΠ 1073/2011, αδημοσίευτη). β) Ουδόλως παραβιάζεται  η αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου αφού  από τη ανωτέρω ρύθμιση δεν προβλέπεται κάποια εξαίρεση. Και ναι μεν η προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης είναι ανελαστική, πλην όμως το Σύνταγμα δεν απαγορεύει την απειλή ανελαστικής ποινής για ελαστικό εγκληματικό μέγεθος (όπως είναι η περιουσία, ιδιωτική ή δημόσια). Σε κάθε δε περίπτωση η εφαρμογή της αρχής της ισότητας δεν είναι άκαμπτη, αλλά επιδέχεται πολλούς περιορισμούς, εφόσον βέβαια αυτοί δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια και τίθενται για λόγους εξυπηρετήσεως του γενικότερου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ανωτέρω ρύθμιση του ν. 1608/1950 τέθηκε για την προστασία του εννόμου αγαθού της περιουσίας –ειδικά- του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., το οποίο - αν δεν θεωρηθεί αυτοτελές έννομο αγαθό-  οπωσδήποτε είναι σαφώς ποιοτικά διάφορο του εννόμου αγαθού της ατομικής ιδιοκτησίας. Και τούτο διότι μέσω της δημόσιας περιουσίας υπηρετούνται και άλλα έννομα αγαθά, όπως εκείνο του Κράτους στην εσωτερική και εξωτερική του υπόσταση, καθώς και το έννομο αγαθό της οργανωμένης κοινωνικής ζωής (υπομνήματα, δημόσιες υπηρεσίες).  Επομένως, για την προστασία του το γενικότερο συμφέρον δικαιολογεί  την προβλεπόμενη κάμψη της αρχής της ισότητας. γ) Τέλος, η απειλούμενη σε μία τέτοια περίπτωση ποινή της ισόβιας κάθειρξης (in abstracro συγκρινόμενη) δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη βαρύτητα και την αξία του πληττόμενου εν προκειμένω εννόμου αγαθού και ως εκ τούτου δεν παραβιάζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (βλ. περί αυτής ΟλΑΠ 14/2001), διότι  αφενός είναι αναγκαία για την προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από εκτάκτου μεγέθους και διάρκειας (και καθόλου συνήθεις) προσβολές και αφετέρου τελεί σε αναλογία με το πληττόμενο έννομο αγαθό (έστω και αν στον Ποινικό Κώδικα η περιουσία αξιολογείται  σε βαθμό υποδεέστερο του Πολιτεύματος, της ακεραιότητας της Χώρας και της ανθρώπινης ζωής). Και τούτο, όπως εξηγήθηκε, διότι η ρύθμιση του ν. 1608/1950  έχει σκοπό ειδικό και ποιοτικά διάφορο των κοινών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που προστατεύουν συνολικά μεν την περιουσία (δημόσια και ιδιωτική), αλλά από συνήθους  εντάσεως προσβολές. Αντίθετα, η κρινόμενη ρύθμιση του  ν. 1608/1950  κατατείνει ειδικά στην προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. από εκτάκτου μεγέθους («ιδιαίτερα μεγάλης αξίας») και διάρκειας («επί μακρό χρόνο») προσβολές, προβλέποντας για τις συνήθεις αναλογικά ηπιότερη ποινική μεταχείριση. Η ένταση της -αξιούμενης για την κατάφαση της διατάξεως αυτής- εγκληματικότητας και το ιδιαίτερο είδος της προστατευόμενης περιουσίας, το οποίο - αν δεν θεωρηθεί όπως προαναφέρθηκε αυτοτελές έννομο αγαθό- σε κάθε περίπτωση είναι ποιοτικά διάφορο του  εννόμου αγαθού της ατομικής ιδιοκτησίας, δικαιολογεί την απειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης γιατί η περιουσία αυτή δεν προορίζεται για τη θεραπεία ιδιωτικών και ατομικών αναγκών, αλλά συλλογικού ενδιαφέροντος κρατικών λειτουργιών, όπως είναι η κρατική και εθνική  ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία και άλλων πολλών ευεργετικών για το κοινωνικό σύνολο λειτουργιών. Πρόκειται, επομένως, για προσβολή όχι ατομικού αγαθού, αλλά της κοινωνικής ολότητας και γι’ αυτό μαζί του έμμεσα συμπροσβάλλεται και το έννομο αγαθό του Κράτους στην εσωτερική και εξωτερική του υπόσταση, καθώς και το έννομο αγαθό της οργανωμένης κοινωνικής ζωής (υπομνήματα, δημόσιες υπηρεσίες). Τέλος, η απειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε τελευταία ανάλυση σχετικά ανελαστική παρίσταται, αφού ο κατάδικος μπορεί υπό προϋποθέσεις και όρους να απολυθεί από τις φυλακές μετά 20 ή κατά περίπτωση 16 έτη  σύμφωνα με τα άρθρα  105 επ. ΠΚ,  δυνατότητα που αναιρεί στην πορεία τον αρχικά ανελαστικό  χαρακτήρα  της ποινής (βλ. και  ΑΠ 1054/2008 αδημ., ΑΠ 1073/2011 αδημ., ΑΠ 1110/2005 ΠοινΛογ 2005 σελ. 966, ΑΠ 978/2004 ΠοινΛογ 2004 σελ. 1252 που  έκριναν  με άλλη αιτιολόγηση ότι η διάταξη δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας).

                                                                            Βαρβάρα Πάπαρη,Εφέτης
                                                                              μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ
 
πηγή: dikastis.blogspot.gr

Σχόλια