ΟλομΑΠ 3/2011: Αγόρευση ενός εκ των δύο συνηγόρων των κατηγορουμένων

Αγόρευση ενός από τους δύο συνηγόρους των κατηγορουμένων: Δεν δημιουργείται ακυρότητα όταν ο μη αγορεύσας συνήγορος δεν ζήτησε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή αν αρνήθηκε να αγορεύσει, αρκούμενος προδήλως σε όσα ο αγορεύσας συνάδελφός του δήλωσε, μην έχοντας να προσθέσει κάτι πέραν των όσων ανέφερε ο συνάδελφός του.


Αριθμός 3/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ Α' ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Τακτικής Ποινικής Ολομέλειας : Eμμανουήλ Καλούδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπροέδρο, Βασίλειο Φούκα, Γεωργία Λαλούση, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Σαράντη Δρινέα, Νικόλαο Μπιχάκη, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Βασίλειο Φράγκο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ασπασία Καρέλλου-Εισηγήτρια, Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Απριλίου 2011, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Σ. Κ. του Γ., κατοίκου ... και 2) Ι. Σ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτή. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Απριλίου 2010 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίσθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 626/2010.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2057/2010 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Α' Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η κρινόμενη υπόθεση νομίμως φέρεται ενώπιον της τακτικής Ολομέλειας, ως προς τους παραπεμφθέντας σε αυτή, με την υπ' αριθμ. 2057/2010 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου λόγους αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας που διεξήχθη στο ακροατήριο, καθόσον η απόφαση που απορρίπτει τους λόγους αυτούς λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 και 2 του Ν. 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκαν η παρ. 1 με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1993 και η παρ. 2 με το άρθρο 3 παρ. 6 του 2479/1997) και 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ' αυτόν και θεσπίζονται ρητά από το νόμο, και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 Κ.Ποιν.Δ.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "κάθε διάδικος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία με περισσότερους από δύο συνηγόρους στην προδικασία και τρεις στο ακροατήριο". Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έχει υποχρέωση να δώσει τελευταία το λόγο περί ενοχής ή μη στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του. Αν δε συμπαρίστανται με τον κατηγορούμενο δύο συνήγοροι και λάβει το λόγο ο ένας απ' αυτούς, από την παράλειψη της δόσεως του λόγου περί ενοχής στον δεύτερο συνήγορο του δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία (άρθρο 519 παρ.1 στοιχ. Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ), είναι δυνατόν όμως να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β, δηλαδή για σχετική ακυρότητα που δεν καλύφθηκε κατά το άρθρο 173 και 174 Κ.Ποιν.Δ., εάν ζητηθεί ο λόγος από το δεύτερο συνήγορο και δεν του δοθεί, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή, σε περίπτωση άρνησης του Προέδρου από το Δικαστήριο, για να υποστηρίξει τον κατηγορούμενο καθ'όν τρόπο νομίζει συμφερότερον για εκείνον.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, κατά την έναρξη της διαδικασίας, που ήσαν παρόντες, διόρισαν ως συνηγόρους τους για να τους υπερασπισθούν από κοινού, τους δικηγόρους Γρηγόριο Δαρμάρο, δικηγόρο του Δ.Σ.Α. και τον Παναγιώτη Σκοτινιώτη, δικηγόρο του Δ.Σ. Βόλου. Στη συνέχεια, ο διευθύνων τη συζήτηση του άνω δικαστηρίου, μετά την κήρυξη από τον ίδιο της λήξεως της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέως επί της ενοχής των κατηγορουμένων, "Ο ένας εκ των δύο συνηγόρων, αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε την υπεράσπιση τους και ζήτησε την απαλλαγή τους, άλλως την αναγνώριση ελαφρυντικών". Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, αγόρευσε ο ένας από τους δύο δικηγόρους των αναιρεσειόντων, όχι δε και ο δεύτερος, ο οποίος όμως δεν ζήτησε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή, σε περίπτωση άρνησης του, από το Δικαστήριο, αρκεσθείς προδήλως σ' αυτά που ο αγορεύσας συνάδελφος του δήλωσε, μη έχοντας να προσθέσει πέραν των όσων ο προλαλήσας συνάδελφός του ανέφερε. Άλλωστε στις αιτήσεις δεν προσδιορίζεται ποίος εκ των δύο συνηγόρων των αναιρεσειόντων δεν αγόρευσε ούτε αναφέρεται ότι ο μη αγορεύσας δεν καλύφθηκε πλήρως από την αγόρευση του ετέρου συνηγόρου. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. ταυτόσημοι πρώτοι λόγοι των από 19 Απριλίου 2010 δύο αιτήσεων αναιρέσεως, που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια κατά τα άνω, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, για τον ως άνω λόγο, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν και, εφόσον δεν εκκρεμεί άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν και οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί καθένας των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα. ( άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 19-4-2010 αιτήσεις των Ι. Σ. και Σ. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και
Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Σεπτεμβρίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 

Σχόλια