ΣΧΕΔΙΟ (ΝΕΟΥ) ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ - ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 1608/1950 : "ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ - ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ", του Τάκη Παπαδόπουλου, Δικηγόρου, Αντιπροέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών

[Εισήγηση στην Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας ]- Καλάβρυτα 20/09/2014 
 
Ι.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της αποσπασματικής και πολλές φορές αντικρουόμενης νομοθέτησης σε διάφορους κλάδους του δικαίου, πολύ δε περισσότερο στον τομέα του ποινικού δικαίου, με την θέσπιση διατάξεων που δεν φαίνεται να έχουν μεταξύ τους συνοχή, συνέπεια, και ρυθμό και δεν πείθουν εύκολα ότι αποτελούν μέρος μια γενικότερης προσπάθειας εκσυγχρονισμού του δικαϊκού μας συστήματος.
 
Όσον αφορά τον Ποινικό Κώδικα, γίνεται σήμερα μια ακόμα προσπάθεια αναμόρφωσης και συμμόρφωσής του με τα ισχύοντα διεθνώς. Είναι δε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να διαμορφωθεί ένας νέος Κώδικας, όπου θα ενσωματωθούν όλα τα βασικά για τη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία εγκλήματα, με σεβασμό στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της επικουρικότητας.
 
Αν και είναι αλήθεια ότι παρόλο που ο ισχύων Ποινικός Κώδικας απηχεί σε πολύ μεγάλο μέρος του απόψεις του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα, εμφανίζεται κατά βάση σύμφωνος με τις θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου που έχουν κατοχυρωθεί σε μεταγενέστερα κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το ελληνικό Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει σήμερα. Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας υιοθετεί κατά κανόνα τις αρχές του αντικειμενικού ποινικού δικαίου, με σεβασμό στις αρχές της νομιμότητας και της ενοχής. Παράλληλα, στο Ειδικό του Μέρος, η  κατάταξη των εγκλημάτων γίνεται σύμφωνα με τις επικρατούσες και σήμερα αντιλήψεις για τη διάκριση των αξιόποινων πράξεων με βάση το προσβαλλόμενο από αυτές έννομο αγαθό.
 
Είναι βέβαιο ότι σε κάθε επιχειρούμενη αλλαγή, πολλοί θα είναι αυτοί που θα επικροτήσουν ή θα αποδοκιμάσουν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Τούτο είναι απολύτως υγιές, αρκεί τα κίνητρα της κριτικής να είναι υγιή και η κριτική να αντλεί και να εξαντλεί τα επιχειρήματά της στη Νομική Επιστήμη και όχι σε πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα ή οφέλη, πρόσκαιρα ή μη. Αρκεί βέβαια και ο σκοπός του Νομοθέτη να είναι εξίσου τίμιος και να έχει τον ίδιο προσανατολισμό, ήτοι τον εκσυγχρονισμό των ποινικών διατάξεων, την απάλειψη και κατάργηση απαρχαιωμένων νόμων και την βελτίωση των ισχυουσών διατάξεων, όπως αυτή αναδείχθηκε μέσα από την τριβή τους από τους νομικούς, τους δικηγόρους και τους δικαστές είτε στις δικαστικές αίθουσες είτε στην κοινωνία.
Όπως ανέπτυξαν και θα αναπτύξουν στην συνέχεια και οι υπόλοιποι συνάδελφοί μας επιχειρείται μια ανατροπή σε όσα συμβαίνουν στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με προσπάθεια εξευρωπαϊσμού των ποινών και ορισμένων εγκλημάτων διαφθοράς, με πρόβλεψη και επέκταση νέων θεσμών, όπως η κοινωφελής εργασία, η έκτιση της ποινής κατ' οίκον αλλά η ηλεκτρονική επιτήρηση.
 
Η μεγάλη έκπληξη όμως έρχεται όχι από μια νέα διάταξη, αλλά από την κατάργηση ενός νόμου, «ηλικίας» άνω των 60 ετών, δηλαδή από την κατάργηση του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος. Με ρητή διάταξη στο σχέδιο νόμου και ειδικότερα στο άρθρο 333, προβλέπεται εκτός των άλλων με μία μόνο φράση η κατάργησή του. Ένας εκ των δικαιολογητικών λόγων για την κατάργηση του νόμου αυτού, όπως επισημάνθηκε στον Τύπο από μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής ήταν η αντίληψη ότι «δεν είναι δυνατόν τα περιουσιακά εγκλήματα να επισύρουν ποινές μεγαλύτερες από αυτά κατά της ανθρώπινης ζωής».
Στον αντίποδα εισάγονται διατάξεις αντιμετώπισης της διαφθοράς που προβλέπουν μεγάλες χρηματικές ποινές για τους δημοσίους λειτουργούς που δωροδοκούνται αλλά και ποινές κάθειρξης που φθάνουν τα 20 χρόνια. 
 

Σχόλια