ΣυμβΠλημΑθ 2846/14 : Ποινική προδικασία - Παράβαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων κατηγορουμένων για παράβαση καθήκοντος

(περ.) Ποινική προδικασία - Παράβαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων κατηγορουμένων για παράβαση καθήκοντος. Το βούλευμα κηρύσσει την ακυρότητα των πράξεων εξέτασης των αιτούντων ως κατηγορουμένων ενώπιον του Πταισματοδίκη με τις οποίες τους χορηγήθηκε προθεσμία προς απολογία και της εξαρτημένης από αυτές μεταγενέστερης υποβολής της διενεργηθείσας παραγγελίας για προανάκριση από τον Πταισματοδίκη προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Διατάσσει τη διενέργεια περαιτέρω προανάκρισης προκειμένου να επαναληφθούν οι ανωτέρω άκυρες πράξεις, με τη λήψη εκ νέου απολογιών των αιτούντων ως κατηγορουμένων μετά την ανακοίνωση σε αυτούς του κατηγορητηρίου για παράβαση καθήκοντος από κοινού, προς το σκοπό νομότυπης περάτωσης της προανάκρισης. Δεκτή εν μέρει η αίτηση.
(διαβάστε το κείμενο του Βουλεύματος)

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2846/2014
 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ελευθέριο Γεωργίλη, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Νικολέττα Λαμπρίδου και Βασιλική Αργύρη,  Πλημμελειοδίκες.
Συνήλθε στο γραφείο του Προέδρου στις 13 Ιουνίου 2014, παρουσία της Γραμματέως Δέσποινας Μυλωνά, προκειμένου ν' αποφανθεί για την παρακάτω ποινική υπόθεση:
Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών Αγγελική Μυσιρλάκη στις 5 Μαΐου 2014, εισήγαγε τη δικογραφία που σχηματίστηκε στο Συμβούλιο τούτο με την υπ' αριθμ. ……./1Α έγγραφη πρόταση της, η οποία έχει ως εξής:
Εισάγω στο Δικαστικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 1, 4, 138 παρ. 2β,3, 171 παρ. 1β-δ, 173 παρ. 2, 175 και 176 Κ.Π.Δ., μαζί με την οικεία προανακριτική δικογραφία, τη με ημερομηνία 15 Απριλίου 2014 αίτηση των : 1) Γ. Π. του Ι. κατοίκου ……, 2) Α. Π. του Κ., κατοίκου ……… και λεωφόρου …….., 3) Γ.Ρ. του Δ., κατοίκου …… , 4) Δ. Τ. του Κ. κατοίκου Αθηνών- ……., 5) Π.Κ. του Β., κατοίκου Αθηνών…… και 6) Ε.Ζ. του Σ., κατοίκου ………. και εκθέτω τα εξής :
Με την κρινόμενη αίτηση τους, που φέρει ημερομηνία εγχείρισης 15 Απριλίου 2014 και ημερομηνία κατάθεσης 28 Απριλίου 2014-παραληφθείσα από πλευράς μου την 30 Απριλίου 2014, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ζητούν : α) Να γίνει δεκτή η παρούσα προσφυγή τους, β) Να κηρυχθούν ως απολύτως άκυρες κατ' άρθρο 175 Κ.Π.Δ., η από 17/10/2013 περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών, που έγινε χωρίς προηγούμενη κλήτευση τους προς παροχή εγγράφων εξηγήσεων και ανωμοτί εξέταση τους, η ασκηθείσα ποινική δίωξη και οι εξαρτημένες από αυτή μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τους αφορούν και συγκεκριμένα η από 7/2/2014 ασκηθείσα ποινική δίωξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος τους για παράβαση καθήκοντος από κοινού και η από 7/2/2014 παραγγελία της για διενέργεια προανάκρισης και λήψη απολογιών-μη εκτελεσθείσα από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών με το αίτημα της υπόδειξης συγκεκριμένων κατηγορουμένων, η από 27/3/2014 εισαγγελική παραγγελία για περαιτέρω προανάκριση και λήψη απολογιών, η γνωστοποίηση του κατηγορητηρίου σε βάρος τους από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών (κατόπιν της σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας), η κλήση της 27ης Πταισματοδίκη Αθηνών για λήψη απολογίας τους, οι από 9/4/2014 απολογίες τους (με τη μορφή απολογητικών υπομνημάτων), η επιστροφή της δικογραφίας από την ανωτέρω Πταισματοδίκη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και κάθε τυχόν μεταγενέστερη βλαπτική γι’ αυτούς διαδικαστική πράξη, γ) Να μην ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος ή για άλλο συναφές ή μη έγκλημα και να τεθεί η επίμαχη δικογραφία στο αρχείο, άλλως επικουρικά, να διαταχθεί η νόμιμη περάτωση της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης και να κληθούν να παράσχουν ως ύποπτοι εξηγήσεις, προκειμένου να τεθεί η υπόθεση οριστικά στο αρχείο, λόγω παντελούς έλλειψης ενδείξεων τέλεσης ποινικών αδικημάτων εκ μέρους τους.
Από τα αποδεικτικά στοιχεία της προκειμένης προανακριτικής δικογραφίας-σε σχέση με την κρινόμενη αίτηση των ανωτέρω κατηγορουμένων- προκύπτουν τα εξής : Με αφορμή τη με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2013 έγγραφη παραγγελία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, παραγγέλθηκε την 3/10/2013 προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών «για να επισυναφθούν τα έγγραφα που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. 10/2012 απόφαση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων», χωρίς να ληφθούν ανωμοτί καταθέσεις υπόπτων, κατ' άρθρο 31 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Ακολούθως, την 7/2/2014, ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος από κοινού (άρθρα 13α, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1-2, 45, 259, 263 παρ. 1 Π.Κ.) και παραγγέλθηκε η διενέργεια προανάκρισης, η οποία ολοκληρώθηκε με τις από 12/3/2014 και 27/3/2014 εισαγγελικές παραγγελίες-με τη λήψη απολογιών των παραπάνω κατηγορουμένων και επιπλέον του Η.Δ. του Δ.. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, η από 7/2/2014 εισαγγελική παραγγελία «για λήψη απολογιών υπευθύνων» δεν εκτελέστηκε από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών και η οικεία δικογραφία επιστράφηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών "με το αίτημα της υπόδειξης συγκεκριμένων κατηγορουμένων", οι οποίοι αρχικά δεν προέκυπταν από τα στοιχεία της δικογραφίας. Μετά δε από την ολοκλήρωση της διενεργηθείσας προανάκρισης, άπαντες οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του καθ' ύλη και κατά τόπον αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να  δικαστούν για τη  διωχθείσα αξιόποινη πράξη   (που  φέρεται  ως τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από την 1/11/2011 ως την 6 Ιουλίου 2012) με την από 29 Απριλίου 2014 πράξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών-συνταχθέντος   σχετικά   του   με   ημερομηνία   29   Απριλίου   2014 κατηγορητηρίου-κλητηρίου θεσπίσματος που επισυνάπτεται στη δικογραφία.
Η  προεκτεθείσα ποινική  δίωξη  για το  ως άνω  πλημμέλημα  ασκήθηκε νομότυπα και νομότυπα διενεργήθηκε η επακολουθήσασα ποινική διαδικασία-προανάκριση κατόπιν παραγγελιών του έχοντα προς τούτο δικαίωμα αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 1, 31 παρ. 1β, 33 παρ. Γ, 244 και 245 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Επισημαίνεται δε ότι, ήδη συνέτρεχαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής μη διαφαινόμενων ακόμη προσώπων-υπευθύνων των νοσοκομείων «Γ. Γεννηματάς» και «Έλενα Βενιζέλου», με βάση τα αναφερόμενα στην υπ' αριθμ. 10/2012 απόφαση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και τα επισυναπτόμενα έγγραφα,   με   αποτέλεσμα   να   μην  είναι   πλέον  αναγκαία   η   διενέργεια προκαταρκτικής    εξέτασης    και    η    κατ' ακολουθία καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της οικείας ποινικής διαδικασίας. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει κατόπιν αντιπαραβολής με το από 29/4/2014 συνταχθέν κατηγορητήριο-κλητήριο θέσπισμα της       Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, πολλά εκ των αναφερομένων σ'  αυτό συμπεριλαμβάνονται   στην   υπ'   αριθμ.   10/2014   απόφαση   της   Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων. Περαιτέρω, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι-αιτούντες, όπως και  ο  έτερος  κατηγορούμενος Η.Δ., ουδόλως στερήθηκαν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα, καθόσον άπαντες εξέθεσαν τους  ισχυρισμούς τους  με τη μορφή  απολογητικών υπομνημάτων και προσκόμισαν τα απαιτούμενα έγγραφα (δια των εξουσιοδοτηθέντων προς  τούτο πληρεξουσίων   δικηγόρων   τους),  τα περισσότερα μάλιστα εκ των οποίων συμπεριλαμβάνονται ως "αναγνωστέα" στο συνταχθέν κατηγορητήριο-κλητήριο θέσπισμα. Να σημειωθεί τέλος ότι, η μη έγγραφη γνωστοποίηση της κατηγορίας στους αιτούντες-κατηγορουμένους πριν από τη λήψη των απολογιών τους δεν παραβιάζει τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα,  καθόσον εκτός του ότι είχαν λάβει  γνώση όλων των εγγράφων της δικογραφίας πριν απολογηθούν (και δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους), μεταξύ των οποίων και της υπ' αριθμ. 10/2012 απόφασης της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, τούτη (έγγραφη γνωστοποίηση) δεν ήταν δυνατό να έχει οριστική μορφή χωρίς να ληφθούν υπόψη τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων και τα έγγραφα που προσκόμισαν μ' αυτά.
Ως εκ τούτου, ουδείς λόγος απόλυτης ακυρότητας (κατ’ άρθρο 171 παρ. 1β-δ Κ.Π.Δ.) των αναφερομένων στην κρινόμενη εμπροθέσμως υποβληθείσα αίτηση πράξεων της προδικασίας συντρέχει και θα πρέπει τούτη να απορριφθεί ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, ενώ παράλληλα, τα δικαστικά έξοδα της προκειμένης ποινικής διαδικασίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων κατηγορουμένων, κατ' άρθρο 585 παρ. 1 Κ.Π.Δ..
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α. Να απορριφθεί, ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, η με ημερομηνία 15 Απριλίου 2014 αίτηση των : 1) Γ. Π. του Ι., κατοίκου ……, 2) Α.Π. του Κ., κατοίκου ……., 3) Γ.Ρ. του Δ., κατοίκου ….., 4) Δ. του Κ. κατοίκου Αθηνών……, 5) Π.Κ.του Β., κατοίκου ….. και 6) Ε.Ζ. του Σ., κατοίκου ….
Β. Τα δικαστικά  έξοδα της προκειμένης ποινικής διαδικασίας, να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων κατηγορουμένων.
 
Αθήνα, 30 Απριλίου 2014
Η Εισαγγελέας
Αγγελική Μυσιρλάκη
Εισαγγελέας Πρωτοδικών
 
Αφού έλαβε υπόψη την παραπάνω πρόταση της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών Αγγελικής Μυσιρλάκη.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ανωτέρω εισαγγελική πρόταση νόμιμα εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4,138 § 2 εδ. β, 176 § 1 και 307 εδ. στ ΚΠΔ, η από 15-4-2014 και κατατεθείσα την 28-4-2014 στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών αίτηση, με τη συνημμένη σε αυτήν προανακριτική δικογραφία, των 1) Γ.Π. του Ι., κατοίκου ……, 2) Α. Π. του Κ., κατοίκου ……, 3) Γ. Ρ. του Δ., κατοίκου ….., 4) Δ.Τ. του Κ., κατοίκου Αθηνών, …., 5) Π. Κ. του Β., κατοίκου Αθηνών, οδός ....... και 6) Ε.Ζ. του Σ., κατοίκου ……., κατηγορουμένων για παράβαση καθήκοντος από κοινού (άρθρα 1,13 περ. α’, 14, 26 § 1 εδ. α, 27, 45, 259, 263 § 1 ΠΚ). Με την αίτηση αυτή, ζητείται, κατ' ορθή εκτίμηση, να κηρυχθούν άκυρες η από 17-10-2013 περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών, η ασκηθείσα από 7-2-2014 ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος από κοινού και οι εξαρτημένες από αυτή μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας και συγκεκριμένα η από 7-2-2014 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για διενέργεια προανάκρισης με τη λήψη απολογιών προς την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών, η από 18-2-2014 υποβολή της πιο πάνω παραγγελίας ανεκτέλεστης από την ως άνω Πταισματοδίκη προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η από 27-3-2014 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για περαιτέρω προανάκριση με λήψη απολογιών, η γνωστοποίηση του κατηγορητηρίου σε βάρος τους από   την ως άνω Πταισματοδίκη, η κλήση της ως άνω Πταισματοδίκη προς τους αιτούντες - κατηγορούμενους προς απολογία, οι από 9-4-2014 απολογίες τους και η εκ νέου υποβολή της δικογραφίας από την ως άνω Πταισματοδίκη προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, άλλως επικουρικά να διαταχθεί η νομότυπη περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης και να κληθούν οι αιτούντες να παράσχουν ως ύποπτοι εξηγήσεις, ώστε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος τους και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον μέχρι την κατάθεση αυτής στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (28-4-2014) δεν είχε επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στους αιτούντες - κατηγορούμενους (άρθρα 173 § 2,174 § 1,176 § 1 και 307 εδ. στ ΚΠΔ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Με βάση την από 18-2-2013 παραγγελία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, παραγγέλθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την 3-10-2013 προκαταρκτική εξέταση προς τον Πταισματοδίκη Αθηνών, προκειμένου να επισυναφθούν άπαντα τα αναφερόμενα στη με αριθμό 10/2012 απόφαση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων έγγραφα, χωρίς κλήση για παροχή εξηγήσεων από τους υπόπτους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 § 2 ΚΠΔ. Μετά την υποβολή της δικογραφίας από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την 17-10-2013, ασκήθηκε την 7-2-2014 ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος από κοινού (άρθρα 1, 13 περ. α, 14, 26 § 1 εδ. α, 27, 45, 259, 263 § 1 ΠΚ), με την παραγγελία προς την ως άνω Πταισματοδίκη για διενέργεια προανάκρισης με τη λήψη απολογιών. Ωστόσο, η παραγγελία αυτή υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ανεκτέλεστη και με αίτημα από την Πταισματοδίκη περί υπόδειξης συγκεκριμένων κατηγορουμένων (προς λήψη απολογίας τους). Επακολούθησαν οι από 12-3-2014 και 27-3-2014 νεότερες παραγγελίες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς την ίδια Πταισματοδίκη για λήψη απολογιών των αιτούντων - κατηγορουμένων (και επιπλέον του Ν. Φ. του Ο. και του Η. Δ. του Δ.), οι οποίες υποβλήθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών από την Πταισματοδίκη την 21-3-2014 και την 11-4-2014 αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, επιδόθηκαν κλήσεις της Πταισματοδίκη να απολογηθούν ως κατηγορούμενοι για παράβαση των άρθρων 13 περ. α, 26 § 1 εδ. α, 27 §§ 1 και 2, 45, 259, 263 § 1 ΠΚ. Οι αιτούντες - κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως ενώπιον της Πταισματοδίκη την 3, 4 και 7 Απριλίου 2014, πλην του Γ.Ρ., που εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο την 4-4-2014 και αφού συντάχθηκαν οι σχετικές εκθέσεις εξέτασης τους ενώπιον της Πταισματοδίκη, ζήτησαν προθεσμία για την απολογία τους, η οποία τους χορηγήθηκε. Τελικά, οι αιτούντες - κατηγορούμενοι εγχείρισαν στην Πταισματοδίκη τα από 9-4-2014 έγγραφα απολογητικά τους υπομνήματα, με τα οποία κατ' αρχήν επικαλούνταν την ακυρότητα της διαδικασίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ακολούθως δε και επικουρικά αρνούνταν τις χωρίς κατηγορητήριο αποδιδόμενες σ' αυτούς κατηγορίες.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 § 1 εδ. α ΚΠΔ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί : α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης, β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης διατάσσεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποχρεωτικά υπό τους περιορισμούς της διατάξεως του β' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 43 ΚΠΔ, ως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάσταση της με την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του Ν. 4055/2012 (ισχύς από 2-4-2012 και εντεύθεν) για τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη αυτή αδικήματα, ήτοι μόνον για όλα ανεξαιρέτως τα κακουργήματα, ενώ αντιθέτως, τούτο εναπόκειται στην κρίση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4055/2012 στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) όσον αφορά όλα ανεξαιρέτως πλέον τα πλημμελήματα, ανεξαρτήτως της καθ' ύλην αρμοδιότητας στην οποία σήμερα αυτά υπάγονται (Τριμελούς ή Μονομελούς Πλημμελειοδικείου) και χωρίς τις διακρίσεις αναλόγως της επαπειλούμενης κατ' αυτών ποινής ως μέχρις της ως άνω αντικαταστάσεως ίσχυε. Η εξαίρεση αυτή, όλων των πλημμελημάτων από την προκαταρκτική εξέταση, επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων στο νομοθέτη, καθόσον, ως επιλέγεται στην αιτιολογική έκθεση : «...ζητούμενο είναι η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ, 14 § 3 γ ΔΣΑΠΔ) και αναντιρρήτως η προκαταρκτική εξέταση επιβραδύνει την προδικασία, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι αυτή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, κρίνεται σκόπιμο όπως η προκαταρκτική εξέταση παραμείνει υποχρεωτική μόνο για τα κακουργήματα, ενώ για όλα τα πλημμελήματα να αφεθεί στην κρίση του εισαγγελέα...» (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4055/2012 ο.π.). Σημειώνεται ότι αν και ο ως άνω κανόνας (υπό την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη εξαίρεση του) δεν τίθεται επί ποινή απαραδέκτου της κίνησης της ποινικής διώξεως, ωστόσο η μη τήρηση του - σε όσες περιπτώσεις ο εισαγγελέας έχει παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης - εξακολουθεί να προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά την έννοια της γενικής διατάξεως της περ. β' της παραγράφου 1 του άρθρου 171 ΚΠΔ, δοθέντος ότι αποτελεί - συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της περ. δ' της ιδίας παραγράφου, άρθρου και Κώδικα -παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην ποινική προδικασία, ως στοιχούμενη απολύτως προς τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΣΔΑ, για τις δικονομικές εγγυήσεις περί «δίκαιης» δίκης (βλ. και Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία - Η δομή της ποινικής δίκης, εκδ. 2004, σελ. 251 επ.), παρεκτός και αν σε μεταγενέστερο στάδιο της προδικασίας (ως π.χ. στην προανάκριση ή στην ανάκριση) του χορηγήθηκε το δικαίωμα να απολογηθεί και έτσι να μην παραβιάσθηκε το εκ του Συντάγματος (άρθρο 20) προβλεπόμενο δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως του, που άπτεται ασφαλώς των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων περί δίκαιης δίκης κλπ. (σχετ. ΑΠ 984/2011, ΑΠ 1131/2009 ΠοινΔνη 2010.822 και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση όμως, που ο αρμόδιος εισαγγελέας, μετά την άσκηση σε βάρος του κατηγορουμένου ποινικής δίωξης, δεν παρήγγειλε προανάκριση, παρά τα όσα αντιθέτως προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 244 ΚΠΔ, εφόσον οι πλημμεληματικές πράξεις υπάγονται «...στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή έχουν τελεστεί από πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας, όταν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι   στην  παραγγελία   του   εισαγγελέα   εξαιρετικοί   λόγοι,   που επιβάλλουν τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων», αλλά τον παρέπεμψε δι’ απευθείας κλήσεως επ' ακροατηρίω, χωρίς να τηρήσει τον κανόνα της διατάξεως της παραγράφου 1 περ. α' του άρθρου 245 ΚΠΔ, σύμφωνα με τον οποίο έδει προηγουμένως ο κατηγορούμενος «...να κληθεί να απολογηθεί πριν από σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες», ήτοι χωρίς «να ακουσθεί», εμφιλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας για τον ως άνω λόγο, εκτός αν συνέτρεχε περίπτωση εξαίρεσης του ως άνω κανόνα, λόγω αυτεπάγγελτης προανάκρισης, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 243 ΚΠΔ, κατά τη διενέργεια της οποίας ο τελευταίος ήδη θα είχε απολογηθεί. Κατά συνέπεια, ναι μεν η παράκαμψη της προκαταρκτικής εξέτασης από τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος κίνησε απευθείας την ποινική δίωξη κατά του υπαιτίου, δεν συνεπάγεται καμία ακυρότητα, πολλώ δε μάλλον απόλυτη, αφού με την κατάργηση πλέον της υποχρεωτικής για τον εισαγγελέα παραγγελίας για προκαταρκτική εξέταση επί όλων ανεξαιρέτως των πλημμελημάτων κατά τα ανωτέρω, ο τελευταίος υποχρεούται να ασκήσει ποινική δίωξη, εάν συντρέχουν οι λοιπές εκ του νόμου προβλεπόμενες περιστάσεις, πλην δε, τούτο ισχύει υπό τον αυτονόητο όρο ότι αμέσως μετά θα παραγγελθεί προανάκριση, έστω μόνο για τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου, αφού προηγουμένως του χορηγηθεί προθεσμία τουλάχιστον 48 ωρών, ενώ η παραβίαση της διατάξεως αυτής επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας κατά τα προαναφερόμενα (βλ. ΔιατΕισΕφΠειρ 64/2012 ΠοινΔνη 2013. 151).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης τους, οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι η μη κλήτευση τους στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης για παροχή εξηγήσεων επέφερε απόλυτη ακυρότητα της ασκηθείσας ποινικής δίωξης για παράβαση καθήκοντος, λόγω μη νομότυπης περάτωσης της προκαταρκτικής εξέτασης. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, καθόσον η παράκαμψη της προκαταρκτικής εξέτασης με την κλήση των αιτούντων ως υπόπτων για παροχή εξηγήσεων και για εξέταση τους ανωμοτί, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος κίνησε απευθείας την ποινική δίωξη  κατά των αιτούντων - κατηγορουμένων για παράβαση καθήκοντος από κοινού, ήτοι για πλημμέλημα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 31 § 1 εδ. α’ περ. β, 43 § 1 εδ. α’, 244 και 245 § 1 ΚΠΔ, δεν συνεπάγεται ακυρότητα, μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών παραγγελίας για προκαταρκτική εξέταση επί όλων ανεξαιρέτως των πλημμελημάτων, καθόσον επακολούθησε παραγγελία για προανάκριση για τη λήψη της απολογίας των κατηγορουμένων, η οποία διενεργήθηκε από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών, με την κλήση τους σε απολογία και τις απολογίες των κατηγορουμένων με έγγραφα υπομνήματα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και συνακόλουθα, δεν δημιουργήθηκε καμία ακυρότητα εκ της μη κλητεύσεως των αιτούντων ως υπόπτων προς εξέταση κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, αφού οι τελευταίοι ως κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους στο στάδιο της προανάκρισης, το οποίο επακολούθησε αυτής (προκαταρκτικής εξέτασης).
Με το άρθρο 2 § 1 του Ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 101 ΚΠΔ - που με βάση το άρθρο 104 § 1 ΚΠΔ εφαρμόζεται και στην προανάκριση - ως εξής: «1. Ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευση του εμφανισθεί ή οδηγηθεί σ' αυτόν ο κατηγορούμενος για να απολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορος του το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης. Με γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με δαπάνη του χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης». Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση αυτού του νόμου, με την ανωτέρω διάταξη κατοχυρώθηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου που καλείται σε απολογία, να λαμβάνει πλήρη γνώση όχι μόνον των άλλων εγγράφων της ανάκρισης, αλλά και του κατηγορητηρίου. Μάλιστα, στην Έκθεση της Διευθύνσεως Επιστημονικών Μελετών της Βουλής (συνταχθείσα από τον Καθηγητή Χρ. Μυλωνόπουλο), η οποία συνόδευσε το Σχέδιο του παραπάνω νόμου, κρίθηκε επιδοκιμαστέα η εν λόγω διάταξη, που διευκρινίζει ότι ο ανακριτής ανακοινώνει στον κατηγορούμενο, εκτός των εγγράφων της ανάκρισης, και το κατηγορητήριο. Έτσι, τίθεται τέρμα στη δυστυχώς διαδεδομένη πρακτική, κατά την οποία, ιδίως επί προανακρίσεως, ο κατηγορούμενος καλείται να απολογηθεί χωρίς να έχει υπ' όψη του διατυπωμένο κατηγορητήριο, πράγμα που είναι αντίθετο τόσο στις διατάξεις της ποινικής δικονομίας μας, όσο και στην ΕυρΣΔΑ. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 273 § 2 εδ. α ΚΠΔ, «εκείνος που ενεργεί την εξέταση του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται ...». Η πρώτη δηλαδή εξεταστική ενέργεια του ανακρίνοντος είναι η σαφής, ήρεμη και πλήρης έκθεση της πράξεως (Ζησιάδης Β' γ' εκδ. 1977, σελ. 232, Καρράς, Μαθήματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, Δεύτερο Τεύχος, 3η εκδ. 1990, σελ. 217). Η ανακοίνωση της πράξης αναφέρεται στην υπό ποινική δικονομική έννοια αξιόποινη πράξη, δηλαδή, το εισαγόμενο στο δικαστήριο ιστορικό συμβάν που αποτελεί, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις, μία ενότητα. Είναι δε προφανές ότι ως «πράξη» νοούνται πρωτίστως τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατηγορία και όχι μόνον ο απλός νομικός χαρακτηρισμός της. Διότι αν δεν τεθούν υπ' όψη του κατηγορουμένου τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που κατά τη γνώμη του ανακρίνοντος στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη, ο κατηγορούμενος δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει ποια από τα άπειρα γεγονότα που θα μπορούσαν να υπαχθούν στην υπό κρίση διάταξη είναι εκείνα που εν συνεχεία θα αποτελέσουν τελικά το περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Αποτέλεσμα τούτου θα είναι να μην μπορεί να προστατευθεί από αιφνιδιασμούς (και από ενδεχόμενη διαμόρφωση των πραγματικών περιστατικών εκ των υστέρων και κατ' αρέσκειαν από τον ανακριτή), να μη γνωρίζει ποια γεγονότα θα πρέπει να αντικρούσει ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο, δηλαδή να μη μπορεί πρακτικά να απολογηθεί και έτσι φαλκιδεύεται το δικαίωμα του να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπιση του. Όπως ορθά επισημαίνεται (Καρράς, Μαθήματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, τ. Β' 3η εκδ. σελ. 114 επ.) το άρθρο 273 ΚΠΔ υποχρεώνει τον ανακρίνοντα να εκθέτει στον κατηγορούμενο σαφώς και πλήρως την πράξη στην οποία αφορά η κατηγορία και αντίστοιχα παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ενημερώνεται σαφώς για την πράξη αυτή. Το πιο πάνω δικαίωμα αποτελεί ειδικότερη έκφανση του θεμελιώδους δικαιώματος ακροάσεως και επομένως, η παραβίαση του θεμελιώνει απόλυτη ακυρότητα. Η υποχρέωση αναλυτικής και εξειδικευμένης διατύπωσης των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη, στην οποία αφορά η κατηγορία, βαρύνει τον ανακρίνοντα κατά μείζονα λόγο ενόψει του ότι κατ' άρθρο 246 § 1 ΚΠΔ ήδη ο εισαγγελέας στη γραπτή παραγγελία του προς δίωξη οφείλει να «καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη». Ώστε η υποχρέωση αυτή βαρύνει εξίσου τόσο τον Εισαγγελέα, όσο και τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τον ανακριτή, μολονότι στην πράξη τηρείται μόνον από τον τελευταίο, όταν δηλαδή διενεργείται τακτική ανάκριση. Η υποχρέωση του ανακρίνοντος να γνωστοποιήσει στον κατηγορούμενο την πράξη για την οποία κατηγορείται, διατυπώνεται ρητά στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 3 εδ. α' της Συμβάσεως της Ρώμης «Δια την προάσπισιν των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» (ν.δ. 53/1974) «πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομέρεια, την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας». Η διατύπωση της διάταξης, που κατ' άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική τυπική ισχύ, είναι χαρακτηριστική, διότι δεν αρκείται μόνο να απαιτήσει τη γνωστοποίηση της κατηγορίας προς τον κατηγορούμενο, αλλά υπογραμμίζει ότι αυτή πρέπει να γίνει «εν λεπτομέρεια». Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί την κατηγορία περιλαμβάνει γνωστοποίηση όχι μόνον των πράξεων, ως προς τις οποίες υπάρχει υπόνοια ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος, αλλά και του νομικού χαρακτηρισμού αυτών. Κατά συνέπεια, η γνωστοποίηση της πράξης (των πραγματικών περιστατικών) θεωρείται στοιχειώδες και αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο του δικαιώματος, η δε διευκρίνιση δίδεται μόνον ως προς την αναγκαιότητα γνώσης του νομικού χαρακτηρισμού. Περαιτέρω, η ανάγκη διασφάλισης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου επιβάλλει, η γνωστοποίηση της κατηγορίας σ' αυτόν, να γίνει κατά τέτοιον τρόπο, δηλ. να είναι τόσο επαρκής, ώστε αυτός να μπορεί να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του. Αλλιώς παραβιάζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου σχετικά με την υπεράσπιση του και ιδρύεται λόγος απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 § 1 εδ. δ ΚΠΔ). Απαραίτητη όμως, προϋπόθεση της πιο πάνω δυνατότητας του κατηγορουμένου είναι η γνώση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν   την κατηγορία και όχι μόνο του νομικού χαρακτηρισμού τους, αφού τα γεγονότα είναι απαραίτητο εννοιολογικό στοιχείο τόσο της κατηγορίας όσο και της νομικής υπαγωγής και καταδίκης. Το εν λόγω δικαίωμα του κατηγορουμένου κατοχυρώνεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού η γνωστοποίηση της κατηγορίας προς τον κατηγορούμενο αποσκοπεί στο να του επιτρέψει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Η ενάσκηση επομένως, αυτού του δικαιώματος γνώσης της κατηγορίας, αποτελεί νομική και λογική προϋπόθεση, για να καταστεί δυνατή και η ενάσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος του εδ. β' της παρ. 3 του άρθρου 6 ΕυρΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος δικαιούται να έχει (επαρκή χρόνο και) ευχέρεια για την προετοιμασία της υπεράσπισης του. Από τα ανωτέρω προκύπτει προς την αντίστροφη κατεύθυνση και το συμπέρασμα ότι σε περίπτωση παραβίασης του δικαιώματος επαρκούς γνώσης της κατηγορίας συμπαραβιάζεται και το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπιση του. Κατά συνέπεια, η παράλειψη του ανακρίνοντος να προβεί σε εξειδίκευση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη, παραβιάζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που κατοχυρώνονται με το άρθρο 6 § 3 εδ. α' και β' ΕυρΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμα ακροάσεως, με αποτέλεσμα να ιδρύεται απόλυτη ακυρότητα. Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να λάβει και ο ανακρίνων αντίστοιχη υποχρέωση να εγχειρίσει γραπτώς το κατηγορητήριο. Αρκεί δηλαδή η έστω και προφορική διατύπωση της κατηγορίας με το ελάχιστο περιεχόμενο που προαναφέρθηκε. Από το άρθρο όμως, 241 ΚΠΔ, που καθιερώνει την αρχή του εγγράφου («Η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως ... Για κάθε ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση...») συνάγεται ότι ο,τιδήποτε διαμείβεται στα πλαίσια της προανάκρισης και επομένως, και η προφορικώς διατυπωθείσα κατηγορία πρέπει να καταχωρείται στη σχετική έκθεση (βλ. Νέοι ποινικοί νόμοι, ΠοινΧρ ΜΣΤ. 735, 748 και 760-762). Άλλωστε, η αληθής έννοια του άρθρου 101 ΚΠΔ περί κατηγορητηρίου βρίσκεται, αν γίνει σύγκριση της παλαιάς διατύπωσης με την ισχύουσα αφενός και του σκοπού της νέας διατύπωσης αφετέρου και δη ενόψει των νέων νομοθετικών δεδομένων (6 ΕΣΔΑ, 14 ΔΣΑΠΔ). Η παλαιά διατύπωση είχε «ο ανακριτής μόλις ... του ανακοινώνει το περιεχόμενο των εγγράφων της ανάκρισης ... Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει τα έγγραφα της ανάκρισης ...». Η νέα διατύπωση αναφέρει «ο ανακριτής μόλις ... του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ... το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης ...». Καθίσταται επομένως, εμφανής η διαφορά και δη για πρώτη φορά γίνεται λόγος, ή μάλλον προστίθεται, ο όρος κατηγορητήριο πλάι στα «έγγραφα» της ανάκρισης [Η λέξη «άλλων» μετά τις λέξεις «κατηγορητηρίου και των (άλλων) εγγράφων» προστέθηκε για να είναι εμφανές ότι και το κατηγορητήριο είναι έγγραφο (Υπουργός Δικαιοσύνης, Πρακτικά Βουλής, 13-5-1996, σελ. 6257)]. Δεν έχει διακριτική ευχέρεια στο ζήτημα αυτό ο ανακριτής: «του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου» λέγει το άρθρο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει πάντοτε τέτοιο. Βέβαια, το λεγόμενο ότι μόνη η βεβαίωση του εντύπου ότι απαγγέλθηκε «η δέουσα κατηγορία» στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 273 § 2 ΚΠΔ, δεν αρκεί, για να αποκλείσει την παράβαση του άρθρου 6 § 3 εδ. α της ΕΣΔΑ - αφού δεν διευκρινίζει ποια είναι αυτή η δέουσα κατηγορία. Εξάλλου, η ύπαρξη τέτοιου κατηγορητηρίου προϋποθέτει ότι τούτο είναι γραπτό, έχει δηλ. διατυπωθεί σε έγγραφο. Τούτο προκύπτει σαφέστατα από το ότι μελέτη προφορικού κατηγορητηρίου, όπως επίσης αντίγραφο προφορικού κατηγορητηρίου δεν νοείται. Και όμως αμφότερα τα προβλέπει το άρθρο 101 ΚΠΔ (βλ. Αθανάσιου Κονταξή, Υπάρχει υποχρέωση γραπτού κατηγορητηρίου; ΠοινΧρ ΝΔ/2004. 476 επ.). Σημειωτέον δε, ότι μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στην Ποινική Δικονομία με το Ν. 2408/1996, με την Εγκύκλιο του ΕισΑΠ 2718/1999 (ΠοινΛογ 2001.657), συστήθηκε σε όλους τους προανακριτικούς υπαλλήλους να αναγράφουν στην έκθεση εξέτασης του κατηγορούμενου με σαφήνεια ολόκληρο το περιεχόμενο της κατηγορίας επί της οποίας καλείται σ κατηγορούμενος να απολογηθεί. Συνεπώς, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 101 § 1, 104 § 1, 273 § 2 ΚΠΔ, 6 § 3 εδ. α’ ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και 14 § 3 εδ. α ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/1997) προκύπτει προδήλως ότι η ανακοίνωση της κατηγορίας πρέπει να είναι λεπτομερής, δηλαδή να περιλαμβάνει όχι μόνο την ουσιαστική ποινική διάταξη, που αναφέρει στην ασκηθείσα ποινική δίωξη του ο εισαγγελέας, αλλά και ακριβή περιγραφή του ιστορικού (πραγματικού) συμβάντος, που συγκροτεί την αξιόποινη πράξη με λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να απολογηθεί με σαφήνεια και πληρότητα (βλ. Α. Καρρά, Η υποχρέωση έγγραφης και λεπτομερούς ανακοίνωσης της κατηγορίας στον κατηγορούμενο, ΠοινΧρ Ν/2000. 673 επ.). Δεν προκύπτει ότι η ανακοίνωση αυτή πρέπει να γίνεται εγγράφως, εμμέσως όμως, είναι υποχρεωτική, διότι α) κατά το άρθρο 241 ΚΠΔ η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και β) δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων εφικτός ο έλεγχος κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (δηλαδή η γνώση της κατηγορίας και συνακόλουθα η μη παρακώλυση του στην προετοιμασία της υπεράσπισης του που με αυξημένη νομική ισχύ κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ) [βλ. τη με αριθμό 21/2000 έκθεση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του ΑΠ, Β. Παπαδάκη σε Α. Καρρά, Η υποχρέωση έγγραφης και λεπτομερούς ανακοίνωσης της κατηγορίας στον κατηγορούμενο, ο.ττ.].
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης τους, οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι δεν τέθηκαν υπόψη τους κατά τη λήψη της απολογίας τους όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαρτίζουν και συγκροτούν την πράξη της παράβασης καθήκοντος από κοινού, γεγονός που ευθέως πλήττει την υπεράσπιση τους και συνακόλουθα, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση τους και την άσκηση του δικαιώματος τους προς γνώση της κατηγορίας, που τους παρέχεται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Εξάλλου, από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Με κλήσεις της 27ης Πταισματοδίκη Αθηνών οι αιτούντες κλήθηκαν να απολογηθούν ως κατηγορούμενοι για παράβαση των άρθρων 13 περ. α, 26 § 1 εδ. α, 27 §§ 1 και 2, 45, 259, 263 § 1 ΠΚ. Οι αιτούντες - κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν ενώπιον της Πταισματοδίκη την 3, 4 και 7 Απριλίου 2014 και συντάχθηκαν οι σχετικές εκθέσεις εξέτασης τους, πλην του Γ. Ρ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο την 4-4-2014.   Από   την   επισκόπηση του περιεχομένου τους προκύπτει ότι η Πταισματοδίκης γνωστοποίησε στον καθένα ότι είναι κατηγορούμενος για παράβαση των ως άνω άρθρων του ΠΚ και στη συνέχεια αναγράφεται ότι «του απαγγέλθηκε η κατηγορία», χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση ή εξειδίκευση. Ακολούθως, οι αιτούντες έλαβαν προθεσμία προς απολογία και την 9-4-2014 απολογήθηκαν με έγγραφα υπομνήματα, που εγχείρισαν στην Πταισματοδίκη. Επισημαίνεται δε ότι στα υπομνήματα τους οι εν λόγω κατηγορούμενοι προέβαλαν αμέσως και κυρίως τον εν λόγω ισχυρισμό τους περί παραβίασης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων λόγω μη ανακοίνωσης της κατηγορίας, τον οποίο επαναφέρουν με την κρινόμενη αίτηση τους και επικουρικά αρνήθηκαν την κατηγορία, της οποίας δεν είχαν λάβει γνώση (με τη γνωστοποίηση του κατηγορητηρίου). Ωστόσο, η φράση αυτή («του απαγγέλθηκε η κατηγορία») του εντύπου της έκθεσης εξέτασης εκάστου κατηγορουμένου δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του ανακρίνοντας να εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα η πράξη για την οποία κατηγορείται. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση της κατηγορίας από την Πταισματοδίκη περιορίστηκε μόνο στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που αναφέρει στην ασκηθείσα ποινική δίωξη ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, δηλαδή σε απλό νομικό χαρακτηρισμό της και δεν συμπεριέλαβε ακριβή περιγραφή του ιστορικού (πραγματικού) συμβάντος, που συγκροτεί την αξιόποινη πράξη με λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να απολογηθεί με σαφήνεια και πληρότητα. Κατά τον τρόπο αυτό όμως, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση του δικαιώματος που του παρέχεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις προς γνώση της κατηγορίας (του κατηγορητηρίου) και συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, προκλήθηκε ακυρότητα των απολογιών των αιτούντων - κατηγορουμένων ενώπιον της Πταισματοδίκη Αθηνών (άρθρο 171 § 1 εδ. δ’ ΚΠΔ).
Κατόπιν των προεκτεθέντων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ' ουσίαν του δεύτερου λόγου της αίτησης, πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η κρινόμενη αίτηση και δεδομένου ότι η ακυρότητα αυτή της προδικασίας δεν καλύφθηκε, καθόσον προτάθηκε εγκαίρως σε αυτό το στάδιο με την αίτηση των κατηγορουμένων, πριν την αμετάκλητη παραπομπή τους στο ακροατήριο (άρθρα 173 § 2, 174 § 1 ΚΠΔ), πρέπει, αφού κηρυχθούν άκυρες α) οι από 3, 4 και 7-4-2014 πράξεις εξέτασης των αιτούντων ως κατηγορουμένων ενώπιον της 27ης Πταισματοδίκη, με τις οποίες τους χορηγήθηκε προθεσμία προς απολογία και συνακόλουθα, κηρυχθεί άκυρη η εξαρτημένη από αυτές μεταγενέστερη β) από 11-4-2014 υποβολή της διενεργηθείσας παραγγελίας για προανάκριση από την Πταισματοδίκη προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (άρθρο 175 ΚΠΔ), να διαταχθεί η διενέργεια περαιτέρω προανάκρισης, προκειμένου να επαναληφθούν οι πιο πάνω άκυρες πράξεις, με τη λήψη εκ νέου απολογιών των αιτούντων ως κατηγορουμένων μετά την ανακοίνωση σε αυτούς του κατηγορητηρίου (άρθρο 176 § 2 εδ. α ΚΠΔ), προς το σκοπό νομότυπης περάτωσης της προανάκρισης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται εν μέρει την από 15-4-2014 αίτηση των κατηγορουμένων.
Κηρύσσει την ακυρότητα α) των από 3,4 και 7-4-2014 πράξεων εξέτασης των αιτούντων ως κατηγορουμένων ενώπιον της 27ης Πταισματοδίκη Αθηνών, με τις οποίες τους χορηγήθηκε προθεσμία προς απολογία και της εξαρτημένης από αυτές μεταγενέστερης β) από 11-4-2014 υποβολής της διενεργηθείσας παραγγελίας για προανάκριση από την 27η Πταισματοδίκη Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Διατάσσει τη διενέργεια περαιτέρω προανάκρισης, προκειμένου να επαναληφθούν οι ανωτέρω άκυρες πράξεις, με τη λήψη εκ νέου απολογιών των αιτούντων ως κατηγορουμένων μετά την ανακοίνωση σε αυτούς του κατηγορητηρίου για παράβαση καθήκοντος από κοινού, προς το σκοπό νομότυπης περάτωσης της προανάκρισης.
Αποφασίστηκε στην Αθήνα την 13-6-2014 και εκδόθηκε την 1-8-2014.
 
        Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΛΗΣ                       ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΥΛΩΝΑ
 

Σχόλια