"Αναζήτηση δικαστικής προστασίας στις σχέσεις με το δημόσιο τομέα", του Κώστα Μπέη

1. Ακύρωση ή μεταρρύθμιση καταλογιστικής πράξης σε βάρος του προσφεύγοντα

1.1. Η καταλογιστική πράξη, με την οποία βεβαιώνεται ορισμένη δημόσιου δικαίου χρηματική υποχρέωση του διοικουμένου, έχει καθιερωθεί να προσδιορίζεται ως βεβαίωση με ευρεία έννοια ή, ίσως επιτυχέστερα, ως φορολογική βεβαίωση .
Πρόκειται για ατομική διοικητική πράξη [1] , που ρυθμίζεται κατα τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειές της απο κανόνες του διοικητικού δικαίου και, όπως κάθε διοικητική πράξη, είναι δεκτική δικαστικού ελέγχου.
Εφόσον με την καταλογιστική τούτη πράξη του δημόσιου οργάνου προσδιορίστηκαν φόροι, δασμοί, τέλη και συναφή δικαιώματα του δημοσίου ή επιβλήθηκαν πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις για παράβαση των φορολογικών νόμων, ο επιδιωκόμενος δικαστικός έλεγχος γίνεται στο πλαίσιο φορολογικής διαφοράς (ΚΦορΔ 1), που ήδη υπάγεται στην κατηγορία των διοικητικών διαφορών ουσίας (Σ 94 § 1, πρβλ. και 1 § 1 ν. 1406/1983).
Άν και η σχετική διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ανοίγει μόνο με προσφυγή (ΚΦορΔ 6 § 1 και 73 επ.), την οποία έχει δικαίωμα να ασκήσει τόσο εκείνος που βαρύνεται άμεσα απο την πράξη (ΚΦορΔ 74 § 1), όσο και η διοίκηση [2] , εκπροσωπούμενη απο τον αρμόδιο οικονομικό επιθεωρητή ή των υπουργό των οικονομικών (ΚΦορΔ 74 § 2), αλλά και κάθε άλλο πρόσωπο που αναφέρει ο εκάστοτε εφαρμοστέος ουσιαστικός νόμος (ΚΦορΔ 74 § 1), το αντικείμενο της δίκης δέν ταυτίζεται αναγκαίως με το αίτημα της προσφυγής.
Σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης, στο πλαίσιο φορολογικής διαφοράς, ο κώδικας φορολογικής δικονομίας κάνει την ακόλουθη διάκριση:
(α) Αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης (= φορολογικής βεβαίωσης ή βεβαίωσης με ευρεία έννοια), το αντικείμενο της δίκης περιορίζεται στα αιτήματα της προσφυγής. Το δικαστήριο, εφόσον τη δεχθεί ως παραδεκτή και βάσιμη, ακυρώνει την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη, ως ουσιαστικώς εσφαλμένη πράξη, μόνο μέσα στα όρια της προσφυγής (ΚΦορΔ 75 § 2 στο τέλος).
(β) Αντίθετα, αναφορικά με τη νομική βασιμότητα της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης, το διοικητικό δικαστήριο έχει εξουσία αυτεπάγγελτου συνολικού ελέγχου (ΚΦορΔ 75 § 1), δίχως να δεσμεύεται απο τα αιτήματα του προσφεύγοντα (ΚΦορΔ 75 § 2), με αποτέλεσμα να μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του (ΚΦορΔ 76 § 1) και να αποφασίσει είτε την ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, είτε την ωφέλιμη ή βλαπτική για τον προσφεύγοντα μεταρρύθμισή της (ΚΦορΔ 75 § 2).
Δέν είναι σαφές άν η ολοκληρωτική ακύρωση ή μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης φορολογικής βεβαίωσης, και πέρα απο τα αιτήματα των διαδίκων, έχει διαπλαστικό ή διαγνωστικό χαρακτήρα [3] .
Πάντως και με τις δύο εκδοχές ανακύπτει το ερώτημα άν η αυτεπάγγελτη δικαστική διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης εναρμονίζεται με το άρθρο 20 § 1 Σ, κατα το οποίο η προσφυγή όποιου θίγεται στα δικαιώματα ή στα συμφέροντά του συνιστά άσκηση δικού του δικαιώματος. Όταν προσφεύγει κάποιος στα δικαστήρια, με το αίτημα για δικαστική ακρόαση και προστασία του, ασφαλώς γνωρίζει οτι και ο αντίδικός του έχει παρόμοιο δικαίωμα.
Πρέπει μήπως να υπολογίζει και με το ενδεχόμενο να ασκηθεί το δικαίωμα του αντιδίκου του για δικαστική ακρόαση και προστασία απο το ίδιο το δικαστήριο, ως υποκατάστατο του αντιδίκου;
Εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος για δικαστική ακρόαση και προστασία ενέχει οπωσδήποτε διακινδύνευση. Το οτι η διακινδύνευση τούτη επικεντρώνεται στο εκκρεμές αντικείμενο δίκης, για το οποίο ζητήθηκε δικαστική προστασία, είναι έξω απο κάθε αμφιβολία, με την έννοια οτι όποιος υποβάλλει στο δικαστήριο αίτημα δικαστικής προστασίας διατρέχει τον κίνδυνο να μή γίνει δεκτό το αίτημά του. Σ' αυτήν την περίπτωση η διακινδύνευση εκείνου που προσφεύγει στα δικαστήρια εντοπίζεται στο να μήν είναι ευνοϊκή γι' αυτόν, αλλά αρνητική, η δικαστική άρση της έως τότε υπάρχουσας αβεβαιότητας, αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση.
Έχει άραγε ο νομοθέτης εξουσία απο το Σύνταγμα να επεκτείνει αυτήν τη διακινδύνευση παραπέρα, με την έννοια, να μπορεί το δικαστήριο να τον αποψιλώσει απο δικαιώματα ή αντίστοιχα να τον επιφορτίσει με υποχρεώσεις, μολονότι ούτε αυτός ούτε ο αντίδικός του υπέβαλαν σχετικό αίτημα δικαστικής προστασίας;
Το ερώτημα τούτο δέ φαίνεται να έχει προβληματίσει στο χώρο της πολιτικής δικονομίας. Και ευλόγως, αφού εκεί κυριαρχεί η διαθετική θεμελιακή αρχή, κατ' εφαρμογή της οποίας το δικαστήριο, με την ποινή της αναίρεσης (ΠολΔ 559 αρ. 9), δέν έχει εξουσία να δικάζει δίχως αίτηση διαδίκου (ΠολΔ 106), ούτε να επιδικάζει άλλα ή περισσότερα απο τα εκάστοτε αιτούμενα. Βεβαίως η διαθετική αρχή, ως θεμελιακή αρχή της πολιτικής δικονομίας, συνιστά λογική προέκταση του κατα κανόνα απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων.
Αλλά και στο χώρο της ποινικής δικονομίας, όπου ο εισαγγελέας, κατα την άσκηση της ποινικής δίωξης (ΚΠοινΔ 27), κινείται κατα δέσμια στο νόμο κρίση (ΚΠοινΔ 43, 47), δίχως περιθώρια ελεύθερης διάθεσης, η ποινική δίκη στηρίζεται στο κατηγορητικό, και όχι στο εξεταστικό σύστημα [4] , με την έννοια οτι ο προσδιορισμός του αντικειμένου της ποινικής δίκης γίνεται διαμέσου της ποινικής δίωξης, την οποία δέν ασκεί το δικαστήριο, αλλά ο εισαγγελέας. Διδάσκεται σχετικώς οτι, μόνον άν το αντικείμενο της δίκης προσδιορίζεται απο τον εισαγγελέα, ως αντίδικο του κατηγορουμένου, αποτρέπεται το δικαστήριο απο του να μεταχειρίζεται τον κατηγορούμενο ως αντικείμενο του δικαίου, έτσι που και αυτός, σε αρμονία με το άρθρο 2 § 1 Σ, που αναγορεύει το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, να αναβαθμίζεται σε μή κηδεμονευόμενο απο το δικαστήριο υποκείμενο της δίκης [5] .
Βεβαίως στην επιστήμη του ποινικού δικονομικού δικαίου αμφισβητείται άν αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι το αίτημα του εισαγγελέα για τη δικαστική διάγνωση της ποινικής αξίωσης της πολιτείας [6] ή γενικώς η εξέταση της επικαλούμενης απο τον εισαγγελέα εγκληματικής πράξης, για την οποία εκείνος άσκησε την εκκρεμή ποινική δίωξη [7] . Όμως και με τη δεύτερη εκδοχή γίνεται δεκτό οτι αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι πάντοτε "το κατηγορηθέν έγκλημα, υφ' ήν μορφήν θέλει προκύψει εκ της διαδικασίας, αλλ' επ' ουδενί λόγω και έτερόν τι έγκλημα" [8] . Και τούτο, γιατι διαφορετικά "αι ατομικαί ελευθερίαι, και ειδικώτερον τα δικαιώματα της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, θα εξετίθεντο εις σοβαρόν κίνδυνον" [9] .

Αλλά άν η κατα την κρίση του δικαστή μεταβολή του αντικειμένου της δίκης ενέχει σοβαρό κίνδυνο που απειλεί τις ατομικές ελευθερίες, και ειδικότερα το δικαίωμα υπεράσπισης του διαδίκου, αυτός ο κίνδυνος δέν μπορεί να εντοπίζεται μόνο στο στενό πλαίσιο της ποινικής δίκης.
Σε κάθε δίκη, συνακόλουθα και όταν πρόκειται για δίκη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αναφορικά με φορολογική διαφορά, η εξουσία που ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο για διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, έτσι ώστε να μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για εκείνον που ζητεί δικαστική προστασία, αντιστρατεύεται το δικαίωμα υπεράσπισης του διαδίκου, το οποίο ήδη έχει αναχθεί σε μία απο τις σημαντικότερες ατομικές ελευθερίες με τα άρθρα 20 § 1 Σ και 6 § 1 ευρΣΔΑ.
Απο τη φύση της μόνη η άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος αποκλείεται να είναι βλαπτική για το δικαιούχο που το ασκεί. Το αντίθετο ενέχει αντίφαση, που αναιρεί τη δραστικότητα των κανόνων δικαίου που αναγνωρίζουν το δικαίωμα τούτο. Για το λόγο τούτο το σύστημα του αυτεπάγγελτου απο το δικαστήριο προσδιορισμού του αντικειμένου της δίκης, καθώς και της αυτεπάγγελτης διεύρυνσής του, αντιφάσκει προς την ουσία του δικαιώματος για δικαστική ακρόαση και προστασία που κατοχυρώνει το σύνταγμα. Με απλά λόγια: ενα τέτοιο σύστημα δέν είναι μόνο αντίθετο προς τις ελάχιστες εκείνες εγγυήσεις που συνθέτουν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές αντιλήψεις για τη δομή και λειτουργία των δικαστηρίων και των ενώπιόν τους διεξαγόμενων δικών. Επιπρόσθετα είναι ανεφάρμοστο και ως αντίθετο προς υπερκείμενους συνταγματικούς κανόνες, καθώς και κανόνες διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η χώρα κατα τρόπο δεσμευτικό για το νομοθέτη της. Για το λόγο τούτο οι ρυθμίσεις του άρθρου 75 ΚΦορΔ, που επεκτείνουν το αντικείμενο της φορολογικής δίκης και πέρα απο τα αιτήματα των διαδίκων, είναι πιά ανεφάρμοστες, ως ξεπερασμένες απο τις νεότερες ρυθμίσεις των άρθρων 20 § 1 Σ και 6 §1 ευρΣΔΑ σε συνδ. με 28 § 1 Σ. Το διοικητικό δικαστήριο δέν έχει εξουσία να επεκτείνει τον έλεγχό του επάνω στην προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη πέρα απο τα αιτήματα του προσφεύγοντα και να προχωρήσει σε βλαπτική για τον προσφεύγοντα ακύρωση ή μεταρρύθμισή της, παρά μόνον άν έχει ασκήσει παραλλήλως αντιπροσφυγή και ο οικονομικός επιθεωρητής ή ο υπουργός οικονομικών, κατα το άρθρο 74 § 2 ΚΦορΔ.
1.2. Κατα τις συζητήσεις που επακολούθησαν στην Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, μετά την παρουσίαση των θέσεων της εισήγησης τούτης, παρατηρήθηκε [10] οτι συνιστά petitio principii η θέση της εισήγησης, πως ο νομοθέτης δέν έχει εξουσία να καθιερώσει μοντέλο δίκης, η οποία να μπαίνει σε κίνηση με την πρωτοβουλία του δικαστηρίου, έτσι ώστε αυτό να προσδιορίζει το αντικείμενο της ανοιγόμενης δίκης.
Ίσως η επιχειρηματολογία που προηγήθηκε [11] να μήν είναι επαρκής. Έτσι δικαιολογείται να επιμείνει ο συντάκτης των γραμμών τούτων στη θεμελίωση της θέσης του.
Η εξουσία των δικαστηρίων να θέτουν σε κίνηση τη δίκη αυτεπαγγέλτως και να προσδιορίζουν το αντικείμενο κάθε τέτοιας δίκης, ανεξάρτητα απο τη συμπεριφορά των διαδίκων (Offizialmaxime), έχει εγκαταλειφθεί απο τα τέλη του 18ου αιώνα, ως κατάκτηση του Διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης [12] .
Δέν είναι άσκοπο να υπομνηστεί εξαρχής οτι το σύστημα τούτο του αυτεπάγγελτου απο το δικαστήριο προσδιορισμού του αντικειμένου της δίκης (Offizialmaxime) δέν πρέπει να συγχέεται ούτε με το ανακριτικό σύστημα (Untersuchungsgrundsatz), ούτε με το σύστημα αυτεπάγγελτου ελέγχου ορισμένων ενδοδιαδικαστικών ζητημάτων (Prüfung von Amts wegen).
Το ανακριτικό σύστημα δέν αναφέρεται στον προσδιορισμό του αντικειμένου της δίκης, αλλά περιορίζεται στην εξουσία, που κατ' εξαίρεση παρέχεται στο δικαστήριο, να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του σε πραγματικά γεγονότα και αποδεικτικά μέσα που δέν είχαν επικαλεστεί οι διάδικοι.
Οπωσδήποτε όμως δίχως να μεταβάλλεται το αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης, που άνοιξε με την πρωτοβουλία του ενάγοντα.
Το σύστημα της αυτεπάγγελτης εξέτασης ορισμένων ενδοδιαδικαστικών ζητημάτων επίσης δέν αναφέρεται στον προσδιορισμό του αντικειμένου της δίκης, αλλά περιορίζεται στην εξουσία, που κατ' εξαίρεση παρέχεται στο δικαστήριο, αναφορικά με ορισμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, όπως επίσης αναφορικά με ορισμένες ουσιαστικές ενστάσεις, που θεραπεύουν παράλληλα και το δημόσιο συμφέρον. Αλλά και πάλι, δίχως να μεταβάλλεται το αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης, που άνοιξε με την πρωτοβουλία του ενάγοντα.
Η εξουσία του διοικητικού δικαστηρίου να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον προσφεύγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 75 ΚΦορΔ, δέν εντάσσεται ούτε στο ανακριτικό σύστημα (Untersuchungsgrundsatz), ούτε στο σύστημα της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενδοδιαδικαστικών ζητημάτων, που δέν μεταβάλλουν το αντικείμενο της δίκης (Prüfung von Amts wegen). Εντάσσεται αποκλειστικώς στο σύστημα αυτεπάγγελτου προσδιορισμού απο το δικαστήριο του αντικειμένου της δίκης (Offizialmaxime). Ένα σύστημα δηλαδή που, όπως επισημάνθηκε ήδη, έχει εγκαταλειφθεί απο τα τέλη του 18ου αιώνα.
Γιατί εγκαταλείφθηκε το σύστημα του αυτεπάγγελτου απο το δικαστήριο προσδιορισμού του αντικειμένου της δίκης;

περισσότερα: http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1096&mnu=1&id=1355

Σχόλια