"ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ…" (του Γιάννη Ευαγγελάτου, πρωτοδίκη)

Με το άρθρο 12 του Ν. 4312/2014 ορίστηκε ότι: «Όταν για οποιονδήποτε λόγο αναβάλλεται ή ματαιώνεται η ουσιαστική εκδίκαση ποινικής υπόθεσης από το τριμελές πλημμελειοδικείο ή από το ποινικό εφετείο, αυτή προσδιορίζεται σε δικάσιμο, κατά την οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής.».  Στην ουσία δηλαδή, επανήλθε η διάταξη του άρθρου 87 του Ν. 4055/2012 που δεν πρόλαβε να…μην εφαρμοστεί καλά-καλά και καταργήθηκε με το Ν.4139/2013. Φαίνεται ότι ο σοφός νομοθέτης καθιερώνει το σύστημα «μονά-ζυγά» για αυτή τη διάταξη, που τα ζυγά έτη ισχύει και τα μονά καταργείται…
Η ανωτέρω διάταξη είναι προφανές ότι προσβάλλει τη Συνταγματική αρχή του φυσικού Δικαστή, αλλά και θέτει εν αμφιβολία το αδιάβλητο των συνθέσεων. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 8 του ισχύοντος Συντάγματος που ορίζει ότι κανένας δεν στερείται, χωρίς τη θέλησή του, το δικαστή, που του ορίζει ο νόμος , αποβλέπει κυρίως την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του δικαστή, έναντι των «προϊσταμένων» του, καθώς και έναντι ενδεχομένων κυβερνητικών πιέσεων, κατά τρόπο ώστε, η ευσυνείδητη εμμονή στην αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης, να μην αποβαίνει ματαιοπονία, με την αντικατάστασή του (δικαστή) στην εκδίκαση υποθέσεων, που παρουσιάζουν κάποιο ειδικό ή γενικότερο ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αποβλέπει η παραπάνω διάταξη να αποτρέψει τη συγκρότηση των δικαστηρίων με συνθέσεις, που επιλέγονται την τελευταία στιγμή με εξωϋπηρεσιακά κριτήρια. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ως άνω διάταξη δεν κάνει λόγο για νόμιμο «δικαστήριο», αλλά για νόμιμο «δικαστή», πράγμα που σημαίνει ότι η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή δεν αναφέρεται στο δικαστήριο, ως όργανο, αλλά στο δικαστή, ως άτομο. Έτσι γίνεται δεκτό ότι ως νόμιμος (φυσικός) δικαστής δεν νοείται το δικαστήριο, αλλά τα συγκεκριμένα πρόσωπα των δικαστών, που το συγκροτούν, τα οποία πρέπει να είναι καθορισμένα, βάσει γενικών και απρόσωπων κριτηρίων. Πράγματι, ο κίνδυνος, τον οποίο θέλει να αποτρέψει η προαναφερόμενη διάταξη δεν έγκειται στο ποιο «δικαστήριο» θα δικάσει, αλλά στην επιλογή των δικαστών της αρεσκείας της διοικήσεως ή των προϊσταμένων των δικαστηρίων (Βλ. ΑΠ 1740/2007 ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, οι κληρώσεις γίνονται για να διασφαλίζεται απολύτως το αδιάβλητο της ποινικής διαδικασίας και έτσι να εμπεδώνεται στους μεν διαδίκους η πεποίθηση ότι κρίνονται από το φυσικό τους δικαστή, στους ίδιους δε τους δικάζοντες η βεβαιότητα ότι οι υποθέσεις που καλούνται να κρίνουν τους ανατέθηκαν τυχαία. Έτσι η λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης απαλλάσσεται από κάθε υπόνοια βάσιμη ή αβάσιμη, διαβρωτική όμως του κύρους της στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου. Ιδιαίτερα προβληματική δε, αλλά και επικίνδυνη, καθίσταται η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης στα επαρχιακά πρωτοδικεία, όπου δεν γίνονται κληρώσεις, αλλά ισχύει η γενική αρμοδιότητα του δικαστή που διευθύνει τα μικρά δικαστήρια, να συγκροτεί ο ίδιος τις δικαστικές συνθέσεις.  Εκεί, δηλαδή, ο διευθύνων το δικαστήριο θα ορίζει τις υποθέσεις που θα ακολουθούν εσαεί τον δικαστή, ο οποίος θα τις χρεώνεται μέχρι να πάρει μετάθεση, να προαχθεί ή να αλλάξει επάγγελμα! Ο καθηγητής Κώστας Μπέης αναφέρει σχετικά με την εξουσία του διευθύνοντος τα εξής: « Στη ναζιστική εποχή η κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστών είχε ανατεθεί στους προϊσταμένους των δικαστηρίων, οι οποίοι, όπως βεβαιώνουν οι γερμανοί συγγραφείς (βλ. Bockelmann, JZ 1952, 643) ετοποθετούντο ως ενεργούμενα του υπουργείου δικαιοσύνης («Der nationalsozialistiche Gesetzge­ber... Ubertrung die Geschaftsvertreilung den Prasidenten der Gerichte - die insoweit zu Funktionaren der Justizverwaltung wurden»). Έχοντας νωπή ακόμη στη μνήμη την πικρή εμπειρία της ναζιστικής αυθαιρεσίας ο σύγχρονος γερμανός νομοθέτης κατάργησε τη διοικητική μονοκρατορία των προϊσταμένων που ξέπεφταν συχνά στο ρόλο κομισσάριων της διοικήσεως και όρισε ότι κάθε δικαστήριο αυτοδιοικείται από το προεδρείο, το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο και οχτώ δικαστές (τέσσερεις, αν το σύνολο των δικαστών είναι κάτω από είκοσι GVG 21α), τους οποίους εκλέγουν για τέσσερα χρόνια οι άλλοι δικαστές, καθώς και οι δόκιμοι δικαστές (GVG 21 b). Με τον τρόπο αυτό καταργήθηκε η υπαγωγή των δικαστών στον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο «προϊσταμένων» και έγινε πραγματικότητα η συνταγματική επιταγή ότι οι δικαστές υπόκεινται μόνο στο σύνταγμα και στους νόμους» (Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Συμβολές στην ερμηνεία δικονομικού δικαίου, 243 Πολδ). Με την ανωτέρω διάταξη, η συνταγματική επιταγή για ανεξάρτητους δικαστές μεταβάλλεται σε απλή διακήρυξη και διατύπωση ευχής…
Επιπλέον, η παραπάνω διάταξη δημιουργεί δυσεπίλυτα υπηρεσιακά προβλήματα, καθώς αναπόφευκτα θα προκύπτουν αντικαταστάσεις, δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να δεσμευτεί με συγκεκριμένες ημερομηνίες για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενώ δηλαδή μέχρι τώρα, αν προέκυπτε σοβαρό πρόβλημα μπορούσε ο προεδρεύων να ζητήσει από τον διευθύνοντα να μην περιληφθεί το όνομά του στις κληρώσεις ή να μην οριστεί σε κάποιες δικασίμους του επόμενου μήνα,  πλέον δεν θα έχει αυτή τη δυνατότητα, αλλά θα πρέπει υποχρεωτικά να γίνει αντικατάσταση με ότι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Άλλωστε, το να γνωρίζουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι πάντες, διάδικοι, συνήγοροι, μάρτυρες κτλ ποιος δικαστής θα δικάσει την υπόθεσή τους , καθιστά τον δικαστή εν τέλει ανυπεράσπιστο και εκτεθειμένο στις κάθε είδους, κακόβουλες ή μη, επεμβάσεις τρίτων. Ο προεδρεύων θα αποτελεί πια έναν ευπρόσβλητο στόχο διαρκείας, ιδιαίτερα στην επαρχία όπου δεν μπορείς εύκολα να προστατευτείς….
Ως αντίλογος σε όλα τα παραπάνω, στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4312/2014 αναφέρονται ουσιαστικά τρεις λόγοι θέσπισης της παραπάνω διάταξης: Α) Μέχρι τώρα γινόταν άσκοπη ανάλωση δικαστικής ενέργειας. Ο δικαστής μελετά δικογραφίες που τελικά αναβάλλονται ή κάποιες φορές δεν δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον για να μελετήσει την υπόθεση γνωρίζοντας ότι ενδεχομένως θα αναβληθεί. Τώρα όμως θα ξέρει ότι θα μελετήσει την υπόθεση και δεν θα το θεωρεί χάσιμο χρόνου αν αναβληθεί. Β) Οι προεδρεύοντες θα γνωρίζουν από πολύ καιρό πριν τις υποθέσεις που θα ασχοληθούν και θα προετοιμάζονται έγκαιρα και Γ) Οι πολίτες καλούνται στα δικαστήρια, πολλές φορές και με την απειλή της ποινής της απείθειας, για να τους λεχθεί εκεί, μετά από πολύωρη αναμονή, ότι θα πρέπει να ξαναέρθουν. Με αυτή τη διάταξη, όμως, θα μειωθούν οι αναβολές!
Καταρχάς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι ιδιαίτερα προσβλητικό για τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου να παραβλέπεται η συμμετοχή τους! Με αυτή τη λογική δεν θα έπρεπε να είχαμε πολυμελή δικαστήρια, αλλά να δικάζονται όλες οι υποθέσεις από έναν δικαστή. Αν είναι τόσο σημαντικό να έχει μελετήσει καλά τις υποθέσεις ο προεδρεύων, τότε τι χρειάζονται οι υπόλοιποι που δεν θα έχουν δει καν τις δικογραφίες; Εξάλλου, πόσο πιο αυξημένο θα είναι το ενδιαφέρον του για να μελετήσει τώρα μια υπόθεση, γνωρίζοντας ότι ενδεχομένως αυτή θα αναβληθεί και θα την ξαναχρεωθεί μετά από πέντε ή έξι μήνες; Γιατί δηλαδή να την διαβάσει τώρα και όχι τότε; Άλλωστε, είναι παράλογο, αλλά και αστείο, να πιστεύει κανείς ότι οι δικαστές με αυτό το φόρτο εργασίας, θα έχουν την πολυτέλεια να προετοιμάζονται για τις υποθέσεις που θα δικάσουν, μήνες πριν!  Φανταστείτε έναν δικαστή να λέει το Μάρτιο: Δεν έχω τι να κάνω σήμερα! Ας πάω να μελετήσω καμία υπόθεση από το δικαστήριο του Ιουνίου! Τέλος, για το ότι με τη διάταξη αυτή θα μειωθούν οι αναβολές, υπονοώντας ότι τις αναβολές τις δίνουν οι δικαστές για να «απαλλαχθούν» από μία δύσκολη υπόθεση, παροράται το γεγονός ότι οι αναβολές συνήθως δεν δίνονται αυτεπαγγέλτως, αλλά κάποιος τις ζητάει…. Αντιθέτως, τα πινάκια θα αυξηθούν και ο κόσμος θα ταλαιπωρείται πολύ περισσότερο από πριν, καθώς οι ημερομηνίες αναβολών θα είναι πιο λίγες κι έτσι αναπότρεπτα  θα φορτώνονται οι δικάσιμοι με υποθέσεις που είναι βέβαιο ότι θα αναβληθούν ξανά και ξανά λόγω ωραρίου. Κι όλα αυτά, μέχρι να καταργηθεί πάλι η παραπάνω διάταξη, αφού στην Ελλάδα η ασφάλεια δικαίου έχει προ πολλού πτωχεύσει…..

Σχόλια