ΣτΕ 167/2015: ΝΟΜΙΜΗ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΕΣ

Από τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος συνάγεται ότι επιβάλλεται, για την απόλυση ή τον υποβιβασμό πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου, η συγκρότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου να γίνεται κατά τα δύο τρίτα, τουλάχιστον, από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή από πολιτικούς υπαλλήλους που απολαύουν της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας ή, πολύ περισσότερο, από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαύουν κατά το Σύνταγμα (άρθρο 88 παρ. 1) ισοβιότητας και όχι από υπαλλήλους μη απολαύοντες της εκ του Συντάγματος μονιμότητας (βλ. ΣΕ 585/2008, 474/1991, 2135/1988 κ.ά.). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος (όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον την ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων, κατ’ εξαίρεση, όμως, επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού χαρακτήρα, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικώς από τον νόμο (ΣΕ 2343/2006, 3744/2005). 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και την υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, περαιτέρω δε εκφέρει ιδίαν ουσιαστικήν κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων, την σοβαρότητά τους ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υποθέσεως και της εν γένει υπηρεσιακής εικόνας του διωκομένου. Συνεπώς, αλυσιτελώς προβάλλονται από τον προσφεύγοντα λόγοι περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, κακής εκτιμήσεως των στοιχείων του φακέλου, πλάνης περί τα πράγματα και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣΕ 1926/2013, 1189/2012, 2166/2011 κ.ά.).
Αριθμός 167/2015 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄ 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Δεκεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Γ. Ποταμιάς, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Σ. Κωνσταντίνου, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος. 
Για να δικάσει την από 7 Μαρτίου 2013 προσφυγή: 
του ... του ..., κατοίκου ... (...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ε Μ (Α.Μ. ), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος παρέστη με την Φ. Δ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο προσφεύγων επιδιώκει να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμ. Π16/Π8Ν68α-51120/29.11.2012 απόφαση του Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών. 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Ποταμιά. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του προσφεύγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1299123, 3569209 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. Π16/Π 8Ν68α/51120/29-11-2012 αποφάσεως του Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών, με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, Διοικητικό Γραμματέα Γ΄ του εν λόγω Υπουργείου, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας. Το ανωτέρω Πειθαρχικό Συμβούλιο επελήφθη εκ νέου κατόπιν της υπ’ αριθμ. 327/2012 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η από 8-7-2010 απόφαση του ως άνω Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία είχε επιβληθεί στον προσφεύγοντα η αυτή πειθαρχική ποινή για το αυτό πειθαρχικό παράπτωμα.
3. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή ασκείται εμπροθέσμως (ημερομηνία κοινοποιήσεως προσβ/νης στον προσφεύγοντα, 8-1-2013, ημερομηνία καταθέσεως της κρινόμενης προσφυγής σε Γραμματεία του ΣτΕ, 7-3-2013).
4. Επειδή, όπως ήδη κρίθηκε (βλ. ΣΕ 327/2012) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειται σε ένσταση ενώπιον δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου και επομένως η κρινόμενη προσφυγή ασκείται παραδεκτώς.
5. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος συνάγεται ότι επιβάλλεται, για την απόλυση ή τον υποβιβασμό πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου, η συγκρότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου να γίνεται κατά τα δύο τρίτα, τουλάχιστον, από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή από πολιτικούς υπαλλήλους που απολαύουν της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας ή, πολύ περισσότερο, από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαύουν κατά το Σύνταγμα (άρθρο 88 παρ. 1) ισοβιότητας και όχι από υπαλλήλους μη απολαύοντες της εκ του Συντάγματος μονιμότητας (βλ. ΣΕ 585/2008, 474/1991, 2135/1988 κ.ά.). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος (όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον την ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων, κατ’ εξαίρεση, όμως, επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού χαρακτήρα, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικώς από τον νόμο (ΣΕ 2343/2006, 3744/2005). Με τα δεδομένα αυτά, νομίμως, με την υπ’ αριθμ. Π16α-28460/17-9-2012 απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, με την οποία συγκροτήθηκε το Πειθαρχικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου 35 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών ορίσθηκαν, αντίστοιχα, ως Πρόεδρος και μέλος του εν λόγω Συμβουλίου δύο Σύμβουλοι Επικρατείας, με ισάριθμους αναπληρωτές τους, και επομένως νομίμως μετείχαν στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου της 29-11-2012 οι δύο Σύμβουλοι Επικρατείας (με την ιδιότητα του Προέδρου και του μέλους) συνυπολογιζόμενοι στο ελάχιστο, απαιτούμενο, από το Σύνταγμα, για τη νόμιμη συγκρότηση του σχετικού υπηρεσιακού συμβουλίου, ποσοστό των δύο τρίτων.
6. Επειδή, όπως βεβαιώνεται στο υπ’ αριθμ. Π8Ν68α-46850/1-10-2013 έγγραφο της Δ/σης Προσωπικού και Διοικητικής Οργάνωσης του Υπουργείου Εξωτερικών ο ..., μόνιμος υπάλληλος του Διπλωματικού Κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών υπηρέτησε κατά το χρονικό διάστημα από 26-7-2012 έως και 31-5-2013 ως Διευθυντής της ΣΤ1 Δ/σης Προσωπικού και Διοικητικής Οργάνωσης του Υπουργείου Εξωτερικών. Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, μετείχε ως εισηγητής χωρίς δικαίωμα ψήφου στην επίδικη συνεδρίαση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου συνέταξε την υπ’ αριθμ. Π16α-45893 πράξη, με την οποία ορίστηκε ως ημερομηνία νέας συνεδριάσεως του Συμβουλίου η 29-11-2012, στην οποία ρητώς αναφέρεται ως θέμα προς συζήτηση η «επανεισαγωγή πειθαρχικής υπόθεσης ..., ΔΕ Διοικητικού Γραμματέα Γ’, σε συμμόρφωση προς την υπ’ αριθμ. 327/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας». Αντίγραφο της εν λόγω πράξεως επισυνάπτεται και σε κάθε πρόσκληση απευθυνόμενη από τον Πρόεδρο στα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου, όπως αναφέρεται ρητώς στο σώμα των προσκλήσεων. Εφόσον όμως, κατά τα ανωτέρω, την πρόσκληση προς τα μέλη του Συμβουλίου την συνέταξε ο Πρόεδρος του εν λόγω Συμβουλίου δεν απαιτείτο αυτή να κοινοποιηθεί και στον ίδιο (βλ. ΣΕ 2485/2010), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η με αριθμ. πρωτ. Π16α-45925 πρόσκληση του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου προς το τακτικό μέλος αυτού Ευαγγελία Νίκα-Μανουκιάν, Σύμβουλο Επικρατείας, παρελήφθη την 13-11-2012 στο γραφείο 1.31 του Συμβουλίου της Επικρατείας για λογαριασμό της Συμβούλου Επικρατείας, από την Αν. Ζυγουρίτσα, δικαστική υπάλληλο που υπηρετεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Επομένως, ο λόγος της προσφυγής ότι δεν προκύπτει πρόσκληση του τακτικού μέλους Ευαγγελίας Νίκα-Μανουκιάν ενώ στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου μετέσχε το αναπληρωματικό μέλος Μαρίνα Παπαδοπούλου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
9. Επειδή, όπως διαπιστώνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση και προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. τις δύο αποδείξεις παραλαβής εγγράφων από τον ..., ΠΥΑ’, το υπ’ αριθμ. Π16α-45916 έγγραφο και από τον ..., ΠΥΑ, το υπ’ αριθμ. Π16α-45919, με ημερομηνία παραλαβής την 13-11-2012) η πρόσκληση του Προέδρου περί της συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου μετά αντιγράφου της ημερησίας διατάξεως γνωστοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους, ..., τακτικό μέλος και ..., αναπληρωματικό μέλος. Και, τα δύο όμως αυτά μέλη είχαν γνωστοποιήσει προηγουμένως γραπτώς στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ότι εκωλύοντο να μετάσχουν στη συγκεκριμένη συνεδρίαση (βλ. τα υπ’ αριθμ. Π16α-49378/21-11-2012 και ΑΠ 50723/29-11-2012 έγγραφα των ως άνω μελών προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο). Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος της προσφυγής περί μη νομίμου συνθέσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκ του ότι δεν μετείχε στη συνεδρίαση το πέμπτο τακτικό μέλος ... ή το αναπληρωματικό αυτού μέλος ....
10. Επειδή, περαιτέρω, είναι απορριπτέος και ο λόγος της προσφυγής ότι έπρεπε από την προσβαλλόμενη απόφαση να προκύπτει ότι η πρόσκληση των μελών περιελάμβανε και την ημερήσια διάταξη. Τούτο, δε διότι από καμία διάταξη δεν επιβάλλεται κάτι σχετικό ενώ, από τα στοιχεία της εν προκειμένω πειθαρχικής διαδικασίας προκύπτει ότι η πρόσκληση προς τα μέλη περιελάμβανε και την ημερήσια διάταξη.


11. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ο προσφεύγων τιμωρήθηκε για τα αυτά πραγματικά περιστατικά για τα οποία και παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθμ. Π8Ν68α-8805/ΑΣ 4260/14-4-2009 απόφαση της Υπουργού Εξωτερικών. Ο προσφεύγων έλαβε γνώση των πραγματικών περιστατικών (τόπος, χρόνος περιγραφή των αποδιδομένων πράξεων και παραλείψεων), τα οποία στοιχειοθετούν τα φερόμενα ως τελεσθέντα από τον ίδιο παραπτώματα, υπέβαλε δε σχετικό υπόμνημα και ανέπτυξε προφορικώς τις απόψεις του επί αυτών. Με τα δεδομένα αυτά δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε προηγούμενη ακρόαση ούτε το Πειθαρχικό Συμβούλιο προέβη σε μεταβολή της κατηγορίας δεδομένου ότι αυτό δεν εκωλύετο να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό των παραπτωμάτων, όπως αυτά περιγράφονται στο παραπεμπτήριο έγγραφο (βλ. ΣΕ 1615/2012, 1305/2008 κ.ά.). Τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
12. Επειδή, προβάλλεται ότι απαραδέκτως ελήφθησαν υπ’ όψη από το Πειθαρχικό Συμβούλιο οι από 31-5-2008 εκθέσεις ένορκης εξέτασης που ελήφθησαν άνευ διερμηνέως στην αγγλική γλώσσα, α) του Αιγύπτιου μάρτυρα ... και β) του Φιλιππινέζου ... και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν κατέστη δυνατή η απάντηση στους ισχυρισμούς των συγκεκριμένων μαρτύρων. Ο λόγος όμως αυτός προσφυγής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ έπρεπε το σχετικό παράπονο να προβληθεί είτε με την από 16-3-2009 απολογία είτε με το από 29-11-2012 υπόμνημα του προσφεύγοντος ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου (πρβλ. ΣΕ 1510/1995, 1830/1985).
13. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά την διεξαχθείσα πειθαρχική διαδικασία χρησιμοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά εναντίον του προσφεύγοντος η από 31-5-2008 ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα στα πλαίσια της διενεργηθείσης από τον ... Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης χωρίς να του γνωστοποιηθεί η ιδιότητα του υπόπτου (πειθαρχικώς) κατηγορουμένου, χωρίς να του χορηγηθεί το δικαίωμα να τύχει νομικής συμβουλής και συνδρομής έλληνα δικηγόρου (δεδομένου ότι η ένορκη εξέταση έλαβε χώρα στην αλλοδαπή). Ενόψει των ανωτέρω, κατά τον προσφεύγοντα, εχώρησε παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης του πειθαρχικώς κατηγορουμένου, κατά παράβαση του άρθρου 6§§2-3 ΕΣΔΑ. Ενόψει όμως του ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας εκδικάζοντας την προσφυγή δικάζει εξυπαρχής και κατ’ ουσίαν την υπόθεση, στην προκειμένη δε περίπτωση διατυπώνει την κρίση του χωρίς να λάβει υπόψει και να αξιολογήσει την ένορκη εξέταση του ήδη προσφεύγοντος, παρά μόνο την υποβληθείσα έγγραφη απολογία του ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου (στο οποίο παρέστη μετά δικηγόρου) και τα όσα ο ίδιος προέβαλε με την προσφυγή του στο Δικαστήριο, ο ως άνω λόγος προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος.
14. Επειδή, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και την υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, περαιτέρω δε εκφέρει ιδίαν ουσιαστικήν κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων, την σοβαρότητά τους ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υποθέσεως και της εν γένει υπηρεσιακής εικόνας του διωκομένου. Συνεπώς, αλυσιτελώς προβάλλονται από τον προσφεύγοντα λόγοι περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, κακής εκτιμήσεως των στοιχείων του φακέλου, πλάνης περί τα πράγματα και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣΕ 1926/2013, 1189/2012, 2166/2011 κ.ά.).
15. Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία δεν αμφισβητούνται από τον προσφεύγοντα προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις και τον έκτακτο οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο που διενεργήθηκε από 29-5-2008 έως 1-6-2008 στο Γενικό Προξενείο της Τζέντας (βλ. από 6.6.2008 έκθεση), στον ήδη προσφεύγοντα είχαν ανατεθεί προφορικώς κύριες αρμοδιότητες στο Τμήμα Θεωρήσεων. Ειδικότερα, ο προσφεύγων, Διοικητικός Γραμματέας Ε΄, ήταν αρμόδιος για τον έλεγχο των αιτήσεων θεωρήσεων και των συνοδευτικών εγγράφων, τις εγκρίσεις θεώρησης (οι απορρίψεις ελάμβαναν χώρα κατόπιν συνεννοήσεως με τον Γενικό Πρόξενο), εισαγωγή στοιχείων στο σύστημα Schengen, σφράγιση και υπογραφή θεωρήσεων (βλ. υπό 3 της ως άνω έκθεσης). Από το Γενικό Προξενείο της Τζέντας χορηγήθηκαν γνήσιες θεωρήσεις εισόδου Schengen (υπ’ αριθμ. GR... και GR... / GR... και GR... / GR... θεωρήσεις εισόδου) σε πέντε (5) υπηκόους Αιγύπτου, οι οποίοι ουδέποτε ταξίδευσαν εκτός Αιγύπτου, κατά παράβαση της Κοινής Προξενικής Εγκυκλίου προς τις διπλωματικές και έμμισθες προξενικές αρχές (σελ. 22 περ. ΙΙΙ παρ. 4 περί υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παρουσίας και προσωπικής συνέντευξης του εκάστοτε αιτούντος θεώρηση αλλοδαπού), ως η τελευταία ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της διενέργειας των επίδικων πράξεων και παραλείψεων. Υπογράφων υπάλληλος, ο οποίος περαίωσε τις ως άνω θεωρήσεις είναι ο ήδη προσφεύγων. Η δε υπ’ αριθμ. GR... θεώρηση επ’ ονόματι ..., υπογράφηκε από τον ήδη προσφεύγοντα, ενώ δεν ανευρέθη σχετική αίτηση, ούτε άλλο στοιχείο από τη βάση δεδομένων που τηρείται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών (σελ. 9 και 10 υπό 10 του πορίσματος). Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 21.5.2008, επί 62 αιτήσεων θεώρησης εισόδου Schengen σε υπηκόους Αιγύπτου, οι οποίες δεν φέρουν το σύνολο των προβλεπόμενων από την Κοινή Προξενική Εγκύκλιο δικαιολογητικών, έχει τεθεί γραπτή ένδειξη έγκρισης ΟΚ και μονογραφή του ήδη προσφεύγοντος (GR..., GR..., GR..., GR..., GR..., GR..., σελ. 6 περ. 2 του πορίσματος της ΕΔΕ). Παράλληλα, Έκτακτος Οικονομικός και Διαχειριστικός Έλεγχος, που είχε προηγηθεί της ανωτέρω ΕΔΕ στο Γενικό Προξενείο Τζέντας, αποκάλυψε ότι ο ήδη προσφεύγων χορήγησε από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο 2008 σε Αιγυπτίους υπηκόους πενήντα τέσσερις (54) θεωρήσεις εισόδου Schengen χωρίς αίτηση και, κατ’ επέκταση, χωρίς κανένα απολύτως δικαιολογητικό. Τα στοιχεία των θεωρήσεων ανασύρθηκαν από τη βάση δεδομένων που τηρείται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και είναι τα εξής: GR....., GR...., GR...., ... . Εξάλλου, για επιπλέον τέσσερις (4) θεωρήσεις [GR... (στην εν λόγω θεώρηση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Γερμανός Αστυνομικός Σύνδεσμος προς το Γενικό Προξενείο Καΐρου με το από 22.5.2008 ηλεκτρονικό μήνυμά του, ήτοι πρόκειται για μία από τις ως άνω περιπτώσεις Αιγυπτίου, ο οποίος δεν είχε ταξιδέψει στη Σαουδική Αραβία, ώστε να ζητήσει αυτοπροσώπως θεώρηση), GR..., GR..., GR...] χορηγηθείσες από τον προσφεύγοντα δεν ανευρέθησαν διόλου στοιχεία από την ως άνω βάση δεδομένων.
16. Επειδή, αορίστως και αναποδείκτως ισχυρίζεται ο προσφεύγων ότι φέρεται να ετέλεσε πειθαρχικό παράπτωμα κατά την χρονική περίοδο που αποδεδειγμένα απουσίαζε από την Υπηρεσία με κανονική και μηχανογραφική άδεια άνω των εξήντα έξι (66) εργασίμων ημερών. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σε. 5-6) και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, ο προσφεύγων σε διάστημα πέντε (5) μηνών, ήτοι από 1-1-2008 έως 21-5-2008, απουσίασε από την Τζέντα σαράντα δύο (42) εργάσιμες ημέρες, με κανονική και μηχανογραφική άδεια, ενώ σύμφωνα με την ΣΤ1 Διεύθυνση Προσωπικού του ΥΠ.ΕΞ απουσίασε τριάντα μία (31) εργάσιμες ημέρες, με κανονική και μηχανογραφική άδεια. Ειδικότερα, τον Ιανουάριο του 2008, μετά την επιστροφή του από άδεια απουσίας το διάστημα από 27-9-2007 έως 3-11-2007 το Γενικό Προξενείο Τζέντας εξέδωσε τριάντα τέσσερις (34) παράνομες θεωρήσεις εισόδου, εκ των οποίων είκοσι δύο (22) αιτήσεις είχαν ένδειξη έγκρισης ΟΚ και μονογραφή του προσφεύγοντος, ενώ για πέντε (5) από αυτές δεν βρέθηκαν ούτε αιτήσεις ούτε δικαιολογητικά. Από τις 11 έως τις 23 Φεβρουαρίου 2008, μετά το αυθημερόν ταξίδι του στο Κάϊρο, στις 8-2-2008, εκδόθηκαν δεκαπέντε (15) παράνομες θεωρήσεις εισόδου, εκ των οποίων δεκατρείς (13) αιτήσεις είχαν ένδειξη έγκρισης ΟΚ και μονογραφή του, έως για τις υπόλοιπες δύο (2) δεν βρέθηκε κανένα δικαιολογητικό. Ακολούθως, με την επιστροφή του στη Τζέντα από άδεια απουσίας στις 13 Μαρτίου και για το διάστημα από 16 έως 31 Μαρτίου 2008, εκδόθηκαν τριάντα έξι (36) παράνομες θεωρήσεις εισόδου, είκοσι τρεις (23) από τις οποίες φέρουν τη μονογραφή του και την ένδειξη έγκρισης ΟΚ, ενώ για ένδεκα (11) εξ αυτών δεν βρέθηκαν ούτε αιτήσεις ούτε δικαιολογητικά. Για το διάστημα, τέλος από 7 έως 30 Απριλίου 2008, μετά το δεύτερο αυθημερόν ταξίδι του στο Κάϊρο στις 4-4-2008, εκδόθηκαν σαράντα έξι (46) παράνομες θεωρήσεις εισόδου, εκ των οποίων πέντε (5) αιτήσεις έχουν ένδειξη ΟΚ και μονογραφή του, ενώ για τριάντα τέσσερις (34) δεν βρέθηκε κανένα δικαιολογητικό. Επομένως, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι απουσίαζε από την Υπηρεσία του στην Τζέντα κατά τον χρόνο τελέσεως των παραπτωμάτων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
17. Επειδή, τέλος είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι για την ίδια υπόθεση, για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά ο ιεραρχικώς προϊστάμενός του Γενικός Πρόξενος ... τιμωρήθηκε με απλή επίπληξη προεχόντως διότι και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να ασκήσει επιρροή εν προκειμένω δοθέντος ότι η πειθαρχική ευθύνη εκάστου υπαλλήλου είναι αυτοτελής (πρβλ. ΣΕ 2464/2007, 3930/2005).
18. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο προσφεύγων υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας (άρθρα, 81 παρ. 2 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών και άρθρο 109 παρ. 2 περ. δ’ του Υπαλληλικού Κώδικα), δοθέντος ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως 21 Μαΐου 2008 παραβίασε συστηματικά τη διαδικασία χορήγησης θεωρήσεων εισόδου schengen στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, το δε πλήθος και η σοβαρότητα των παραβάσεων δεν δύναται να αποδοθεί σε απλή αμέλειά του, αλλά προκύπτει ότι τελέστηκαν εν γνώσει του κατά την εκπλήρωση των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Ενόψει της βαρύτητας του προαναφερομένου πειθαρχικού παραπτώματος προσήκουσα κρίνεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως. 
Δ ι ά τ α ύ τ α 
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στον προσφεύγοντα την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Οκτωβρίου 2014
Η Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος  Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος
Αικ. Συγγούνα     Δ. Τετράδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 2015.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος  Η Γραμματέας
 Μ. Βηλαράς  Γ. Μουλοπούλου

Σχόλια