ΑΠ 1509/2014: "Τρόπος νομότυπης επαναφοράς ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου / διάκριση μεταξύ φωτοτυπικής συρραφής και αυτούσιας ενσωμάτωσης σε ενιαίο κείμενο"


Αριθμός 1509/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
(...)
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Ως προσβολή της προσωπικότητας θεωρείται κάθε διατάραξη από πράξεις τρίτων των επί μέρους εκφάνσεων αυτής, όπως είναι η εικόνα του προσώπου, η τιμή, η υπόληψη, το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής, η πίστη, το επάγγελμα, η ελευθερία ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας κλπ.. Παράνομη είναι η προσβολή της προσωπικότητας, όταν η βλαπτική πράξη του τρίτου απαγορεύεται από διάταξη νόμου ή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή επιχειρείται κατ' ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας από πλευράς έννομης τάξης είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του. Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΧ, όποιος προσβάλλεται παρανομία στην προσωπικότητα του έχει κατά του υπαιτίου αξίωση για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που έπαθε, η οποία (ικανοποίηση) συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού ή σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 914, 920 του ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο νόμος παρέχει στον θιγόμενο και σε βάρος εκείνου που προκαλεί την προσβολή αξίωση για άρση της προσβολής και για μη επανάληψη της στο μέλλον ανεξάρτητα από τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), καθώς και αξίωση για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, εφόσον συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας (Ολ ΑΠ 13/99).

Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 367 του ΠΚ, δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις... β) γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή.......Επίσης στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η προηγούμενη διάταξη (της παρ. 1) δεν εφαρμόζεται α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ (συκοφαντικής δυσφήμησης) και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης (άρθρα 361 και 362 ΠΚ) αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται, και συνεπώς παραμένε
ι η παρανομία ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η παραπάνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο ή από τις περιστάσεις που αυτή έγινε προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά σε προσβολή της τιμής άλλου και ενέχει αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή περιφρόνηση αυτού. Τέτοιος ειδικός σκοπός εξύβρισης εμφαίνεται στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν ο τρόπος αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την απόδοση της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί για την άσκηση νομίμου δικαιώματος ή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος ωστόσο χρησιμοποίησε αυτόν τον τρόπο για να προσβάλει την τιμή του άλλου.



O προβλεπόμενος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, ιδρύεται όταν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται είτε με σφαλμένη ερμηνεία είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων και τα νομικά σφάλματα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της επίδικης διαφοράς. Δηλαδή ελέγχεται αν η αγωγή και κάθε ισχυρισμός, που ασκεί έννομη επιρροή στη διαγνωστέα έννομη σχέση ή έννομη συνέπεια (ένσταση, αντένσταση κλπ.), απορρίφθηκαν ορθά ως μη νόμιμοι ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η αγωγή ή η ένσταση κλπ. έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27-28/1998).
Επίσης ό προβλεπόμενος από τον αρ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης στοιχειοθετείται όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση αν συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή αν δεν συντρέχουν οι οροί και οι προϋποθέσεις, που αποκλείουν την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αντίθετα, ο σχετικός λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν πρόκειται για ασάφειες ή ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, καθώς και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που διατυπώνεται με σαφήνεια και βεβαιότητα.
Επίσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει α) τον κανόνα ουσιαστικού που φέρεται ότι παραβιάστηκε, β) τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης γ) τον (Ουσιώδη αυτοτελή ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ.) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω (νόμιμος και ουσιώδης) ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ή τη μνεία ότι σ' αυτή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, (πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει) τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά ή, αν προβάλλονται αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει (ΟλΑΠ 20/05, 32/96). Διαφορετικά, αν τα προαναφερόμενα δεν περιλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα στο αναιρετήριο, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, η οποία δεν αίρεται με συμπλήρωση στις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (αγωγή ή έφεση) του αναιρεσείοντος (Ολ.ΑΠ 57/90).
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα Α. Κ. προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 361, 362, 367 ΠΚ και 57, 914 και 920 ΑΚ, κρίνοντας ως βάσιμη την από 31-7-2006 αγωγή της αναιρεσίβλητης Α. Π. για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και απορρίπτοντας ως αβάσιμη ένσταση, της αναιρεσείουσας από το άρθρο 367 παρ. 1γ' ΠΚ, για άρση του αδίκου της προσβολής λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος να διαφυλάξει το δικαίωμα επιλογής της ως συμβούλου δημοτικής εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αφού δέχτηκε με τις ουσιαστικές παραδοχές της, που αναφέρονται και στο αναιρετήριο, ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί, που διέλαβε η αναιρεσείουσα στην από 17-1-2005 παρέμβασή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σε δίκη επί αίτησης της αναιρεσίβλητης για ακύρωση της 1/20-11-2002 πράξης επιλογής του οικείου διοικητικού οργάνου, είναι αναληθείς και δυσφημιστικοί και προσέβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα της αναιρεσίβλητης, καθώς και ότι δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, επειδή η αναιρεσείουσα γνώριζε την αναλήθεια αυτών, που στοιχειοθετούν συκοφαντική δυσφήμηση. Επίσης με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, η αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, διαλαμβάνοντας ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των προαναφερομένων διατάξεων που εφαρμόστηκαν και τη συνακόλουθη μερική παραδοχή της αγωγής, καθώς και για τη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1γ' ΠΚ με την αντίστοιχη απόρριψη της ένστασης άρσης του αδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε τα ακόλουθα περιστατικά : "Με τη με αριθμό 7845/24.9.2002 ΥΑ του ΥΠΕΠΘ προκηρύχθηκε κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 25 ν. 1566/1985, μία θέση συμβούλου ειδικότητας δημοτικής εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Για την επιλογή αυτή υπέβαλε υποψηφιότητα η εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα) Α. Κ., καταθέτοντας σχετική αίτηση μαζί με τα απαραίτητα κατά νόμο δικαιολογητικά, ενώ για την ίδια θέση υπέβαλε υποψηφιότητα μεταξύ άλλων δέκα οκτώ συνολικά υποψηφίων, και η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) Α. Π.. Με τη με αριθμό 1... πράξη του συλλογικού οργάνου για την επιλογή συμβούλου δημοτικής εκπαίδευσης (άρθρ.25 παραγρ. 10 ν. 1566/85) η εναγομένη επελέγη σύμβουλος με δέκα τρεις ψήφους επί συνόλου δέκα επτά ψηφισάντων και ακολούθως με τη με αριθμό 10149/31.12.2002 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 63/14.3.2003 τευχ.Γ) διορίστηκε στη θέση αυτή. Κατά της παραπάνω πράξεως επιλογής (1...) η ενάγουσα με την ιδιότητα της παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η οποία κατά την άνω επιλογή είχε λάβει μία μόνον ψήφο, άσκησε την από 30.4.2003 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1051/7.5.2003 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ακυρωτικού τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ζητώντας την ακύρωση της άνω πράξεως επιλογής και την αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση των υποψηφίων για την θέση του συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ειδικότητας δημοτικής εκπαίδευσης. Υπέρ του κύρους της άνω πράξης επιλογής της ιδίας, η εναγομένη Α. Κ., επικαλούμενη πρόδηλο έννομο συμφέρον, άσκησε με αυτοτελές δικόγραφο (αρ.εκθ.κατ. 19/17.1.2005), την από 17.1.2005 παρέμβαση το οποίο επιδόθηκε στην ενάγουσα και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 48 π.δ. 18/1989 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας", που ισχύει και στην εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 ν.702/1977 "περί υπαγωγής υποθέσεων εις τα διοικητικά δικαστήρια, αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και καταργήσεως διατάξεων του ν.δ. 170/1973 περί του Συμβουλίου της Επικρατείας". Με τη με αριθμό 1495/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (τμήμα Η) που δημοσιεύθηκε στις 26.6.2006, αφού έγινε δεκτή η παρέμβαση της εναγομένης, η αίτηση ακυρώσεως της ενάγουσας απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι η επιλογή της εναγόμενης στην άνω θέση υπήρξε επαρκώς, αιτιολογημένη, χωρίς ανάγκη περαιτέρω ειδικότερης αιτιολόγησης της προκρίσεώς της έναντι της ενάγουσας-αιτουμένης την ακύρωση, ούτε ιδιαίτερη αντιπαραβολή των προσόντων της. Κατά της αποφάσεως αυτής (1495/2006) του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την από 16.4.2007 (αρ.εκθ.κατ. 106/17. 4.2007) έφεσή της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, μεταξύ άλλων, στο υπόψη δικόγραφο της παρέμβασης υπέρ του κύρους της εκλογής της εναγόμενης ως συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και κατά της αιτήσεως ακυρώσεως που υπέβαλε η ενάγουσα, κατά τα προεκτεθέντα, η εναγομένη διέλαβε τους εξής ισχυρισμούς: (1) Στη σελίδα επτά (7) της παρεμβάσεως, στην υπό στοιχείο (γ) παράγραφο, η εναγομένη διέλαβε τον ισχυρισμό ότι ".... δεν αναγνωρίζεται κάθε επιμορφωτικό σεμινάριο ελεύθερης φοίτησης που παρακολούθησε ο υποψήφιος ως επιμόρφωση κατάλληλη για την κατάληψη θέσεως συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αλλά μόνον επιμορφώσεις ακαδημαϊκού τύπου που έχουν ορισμένη διάρκεια, προβλέπουν υποχρεωτική παρακολούθηση και παρέχουν σχετική πιστοποίηση από το Υπουργείο Παιδείας ή άλλους αναγνωρισμένους φορείς. Τα επιμορφωτικά σεμινάρια που επικαλείται η αιτούσα δεν φέρουν τα εν λόγω χαρακτηριστικά. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η αιτούσα υπέβαλε ως επιμόρφωση, σεμινάριο που παρακολούθησε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης στο πλαίσιο φοίτησής της σε αυτό, τα οποίο σεμινάριο τότε συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις υποχρεώσεις, στις οποίες έπρεπε να ανταποκριθεί κάθε μετεκπαιδευόμενος προκειμένου να πάρει πτυχίο...". Συναφώς προς τον ισχυρισμό αυτό με τον οποίο αποδίδεται στην ενάγουσα δόλια προαίρεση στην παράθεση στο ενιαίο βιογραφικό της σημείωμα και υπόμνημα για τις σπουδές, το έργο και τη δράση της, το οποίο κατέθεσε κατά τη διαδικασία της εκλογής της, του στοιχείου της επιμόρφωσης της με σεμινάρια που δεν είναι ακαδημαϊκού τύπου, δεν έχουν ορισμένη διάρκεια και δεν προβλέπουν υποχρεωτική παρακολούθηση ή παρέχουν σχετική πιστοποίηση, αποδεικνύεται ότι πράγματι τα σεμινάρια στα οποία συμμετείχε η ενάγουσα, όπως αυτά διαλαμβάνονται αναλυτικά στη σελίδα πέντε (5) του βιογραφικού της σημειώματος - υπομνήματος, είχαν οργανωθεί από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και Αθλητισμού ή το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) και συνεπώς ως εκ του φορέως τους ήταν ακαδημαϊκού τύπου, και περαιτέρω αποδείχθηκε ότι είχαν συγκεκριμένη διάρκεια με υποχρεωτική παρακολούθηση, για την οποία της παρεσχέθη και σχετική βεβαίωση παρακολούθησης-επιμόρφωσης. Τα παραπάνω περιστατικά, ήταν γνωστά στην εναγομένη, καθόσον αυτή είχε πρόσβαση στις σχετικές βεβαιώσεις για τον αριθμό, την κατηγορία και το είδος των σεμιναρίων που παρακολούθησε η ενάγουσα, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι έγινε προσκομιδή και επίκληση τους από την τελευταία, κατά το χρόνο υποβολής της έντυπης αιτήσεως για την επιλογή της (στην οποία υπάρχει στήλη για τα συμπληρωματικά - συνοδευτικά της αιτήσεως έγγραφα) και του βιογραφικού της σημειώματος, κατά τη διαδικασία επιλογής της και δη ως "συμπληρωματικών-συνοδευτικών" εγγράφων με τον με αριθμό 5 φάκελο, δηλαδή πριν την άσκηση της ένδικης παρέμβασης, ενώ αυτά εξειδικεύθηκαν απλώς στο από 12.9.2005 επεξηγηματικό υπόμνημα της με τα προσκομιζόμενα έγγραφα που η ενάγουσα υπέβαλε στα πλαίσια της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ακυρωτικού τμήματος), το οποίο μάλιστα φέρει ιδιόχειρη επισημείωση για την κατάθεσή του μαζί με τα επικαλούμενα σ' αυτό σχετικά έγγραφα. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η εναγομένη είχε πρόσβαση σε άπαντα τα δικαιολογητικά που κατέθεσε η ενάγουσα συναφώς με την υποψηφιότητά της, μεταξύ των οποίων και τα παραπάνω, αποδεικνύεται από το ίδιο το δικόγραφο της παρεμβάσεως της, στο οποίο στην σελίδα επτά (7) και στον εικοστό πέμπτο (25) στίχο αναφέρει "... επισημαίνεται ότι στα δικαιολογητικά που κατέθεσε η αιτούσα και συγκεκριμένα...".
Συνεπώς, αναμφίβολα αποδεικνύεται ότι η εναγομένη είχε πρόσβαση στα έγγραφα δικαιολογητικά της ενάγουσας, ώστε ήταν σε γνώση της αναλήθειας των άνω περιστατικών που διέλαβε στην υπό στοιχείο (γ) παράγραφο της παρεμβάσεως της, τα οποία ήσαν δυσφημιστικά για την ενάγουσα, καθόσον την παρουσίαζαν σε ευρύ κύκλο ατόμων να ψεύδεται ως προς τα τυπικά της προσόντα συναφώς προς την επιμόρφωσή της μέσω σεμιναρίων. (2) Στη σελίδα επτά (7) της παρεμβάσεως, στην υπό στοιχείο (δ) παράγραφο, η εναγομένη διέλαθε τον ισχυρισμό ότι "... στα δικαιολογητικά που κατέθεσε η αιτούσα και συγκεκριμένα στο πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών .... [δεν αναγράφεται η επιλογή της σε θέση υποδιευθύντριας και η άσκηση διευθυντικών καθηκόντων. Αντιθέτως, όσα δηλώνει στο βιογραφικό της είναι αντιφατικά.... ότι για την περίοδο 1991-92 ισχυρίζεται ότι άσκησε τα καθήκοντα της διευθύντριας, ενώ έχει παράλληλα καταθέσει βεβαίωση του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι υπηρετούσε ως αποσπασμένη δασκάλα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών...".

Συναφώς προς τον ισχυρισμό αυτό, με τον οποίο αποδίδεται στην ενάγουσα εμμέσως πλην σαφώς, ότι αυτή ψευδώς ισχυρίστηκε ενώπιον του συλλογικού οργάνου για την επιλογή της ως συμβούλου δημοτικής εκπαίδευσης ότι κατείχε θέση υποδιευθύντριας και εν τοις πράγμασι διευθύντριας δημοτικού σχολείου καθόσον τούτο δεν προέκυπτε από δημόσιο έγγραφο και δη το πιστοποιητικό των υπηρεσιακών της μεταβολών, καθώς και ότι "αντιφατικώς" ισχυρίστηκε ότι κατά το ίδιο σχολικό έτος ήταν διευθύντρια σε σχολείο και ταυτόχρονα αποσπασμένη στο Πανεπιστήμιο "με προφανή σκοπό την παραπλάνηση του συλλογικού οργάνου" (βλ. sic σελίδα 15 της παρεμβάσεως, στίχος 1 - 2 ), αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα ήταν αποσπασμένη κατά το σχολικό έτος 1990-1991 στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ, το επόμενο σχολικό έτος 1991-1992 ήταν διευθύντρια στο 19° Δημοτικό Σχολείο Κερατσινίου Πειραιώς, ενώ το ίδιο έτος (1991-1992) και παραλλήλως, διεξήγαγε ως αποσπασμένη στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ και υπό την επίβλεψη του καθηγητή και ενόρκως βεβαιώσαντος Η. Μ., φροντιστηριακά μαθήματα στους φοιτητές του παιδαγωγικού τμήματος του ΕΚΠΑ (διδακτική μεθοδολογία Ι και II). Όπως περί του γεγονότος αυτού σαφώς, ενόρκως βεβαίωσε ο παραπάνω καθηγητής, το Υπουργείο Παιδείας αποσπά τους δασκάλους από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τους καθηγητές από την δευτεροβάθμια, και τους τοποθετεί ως συνεργάτες με επικουρικό έργο στα γραφεία των Καθηγητών του ΕΚΠΑ , οι έτσι δε αποσπασμένοι δάσκαλοι ή καθηγητές συμμετέχουν και σε άλλες δραστηριότητες, όπως είναι οι επιτηρήσεις και οι φροντιστηριακές-πρακτικές ασκήσεις των φοιτητών. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της ενάγουσας, η οποία μία φορά την εβδομάδα και συνολικά για 20-25 εβδομάδες είχε την ευθύνη για τις φροντιστηριακές-πρακτικές ασκήσεις ομάδας τριτοετών φοιτητών.
Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόσπαση της ενάγουσας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ αφορούσε την παρουσία της σ' αυτό επί μία φορά την εβδομάδα και μόνον, ώστε τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδος αυτή ασκούσε καθήκοντα διευθύντριας στο δημοτικό σχολείο που ήταν διορισμένη, ουδόλως αντιφατικώς δηλώθηκε από την ίδια, στο υπόψη βιογραφικό της σημείωμα ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αυτή άσκησε καθήκοντα διευθύντριας στο l9ο δημοτικό σχολείο Κερατσινίου και ήταν αποσπασμένη στο ΕΚΠΑ. Τα παραπάνω συμβατά μεταξύ τους δεδομένα, ήσαν γνωστά στην εναγομένη. καθόσον και η ίδια συνεργάστηκε στα πλαίσια αυτά με τον παραπάνω καθηγητή και σε κάθε περίπτωση λόγω της ιδιότητας της ως εκπαιδευτικού με επιστημονικές δραστηριότητες συναφείς με (χυτές της ενάγουσας. Σημειώνεται ότι η απασχόληση της ενάγουσας ως διευθύντριας δημοτικού σχολείου, προέκυπτε και κατέστη γνωστή στην ενάγουσα από το με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο της Δ/νσης Α'θμιας Εκπαίδευσης της Νομαρχίας Πειραιά, που προσκομίστηκε μεταξύ άλλων ως "συμπληρωματικό συνοδευτικό" στοιχείο στον φάκελο με βεβαιώσεις διδασκαλίας (αριθμ. 16) κατά τη διαδικασία επιλογής της, δηλαδή πριν την άσκηση της ένδικης παρέμβασης και εξειδικεύθηκε περαιτέρω στο από 12.9.2005 επεξηγηματικό υπόμνημά της με τα προσκομιζόμενα έγγραφα που αυτή υπέβαλε στα πλαίσια της υπόψη αιτήσεως ακυρώσεως.
Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι τα παραπάνω δυσφημιστικά για την ενάγουσα περιστατικά, που την παρουσίαζαν ψευδόμενη ως προς τα τυπικά της προσόντα για την υποψηφιότητά της ως συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, με στόχο να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπέρ της επιλογής της, ήσαν ψευδή, η δε εναγομένη τελούσε σε γνώση του ψευδούς των ισχυρισμών της ότι δεν προέκυπτε από δημόσιο έγγραφο η θέση της ενάγουσας ως υποδιευθύντριας δημοτικού σχολείου καθώς και ότι η τελευταία προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις σχετικά με την επαγγελματική της δραστηριότητα στο βιογραφικό της σημείωμα. (3) Στη σελίδα οκτώ (8) της παρεμβάσεως, στην υπό στοιχείο (ε) παράγραφο, η εναγομένη διέλαβε τον ισχυρισμό ότι "....αξίζει να τονισθεί ότι κατά τα πρώτα χρόνια της απόσπασης της η αιτούσα ήταν απλή δασκάλα, χωρίς μεταπτυχιακές σπουδές εσωτερικού η εξωτερικού και βεβαίως χωρίς διδακτορικό δίπλωμα, το οποίο απέκτησε αργότερα με επιβλέπουσα την καθηγήτρια στην οποία ήταν αποσπασμένη βοηθός...". Συναφώς προς τον παραπάνω ισχυρισμό, με τον οποίο αποδίδεται εμμέσως πλην σαφώς, απουσία τυπικών προσόντων στο πρόσωπο της ενάγουσας ως αποσπασθείσας εκπαιδευτικού στο ΕΚΠΑ, αποδείχθηκε ότι η απόσπαση εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα του ΕΚΠΑ αφορά επικουρικό τους έργο στα γραφεία των καθηγητών, επιτηρήσεις και φροντιστήρια φοιτητών, για την ανάθεση του οποίου, δεν απαιτούνται οπωσδήποτε μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό δίπλωμα, αλλά αρκούν οι βασικές σπουδές του εκπαιδευτικού και κάποια σχετική εμπειρία. Η άνευ των παραπάνω όρων και προϋποθέσεων δυνατότητα κατάταξης των εκπαιδευτικών στο εν λόγω επικουρικό έργο, ήταν γνωστή στην εναγομένη, ως εκ του συνομολογηθέντος από την ίδια γεγονότος (σελ. 8 παρεμβάσεως, στίχος 27-29) ότι αυτή κατέχει διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας με κρατική υποτροφία, γεγονός που αναγκαίως σημαίνει ότι αυτή γνώριζε επακριβώς τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για τις αποσπάσεις εκπαιδευτικών σε ΑΕΙ.
Συνεπώς, ψευδώς και εν γνώσει της αναλήθειας η εναγομένη δήλωσε τα παραπάνω δυσφημιστικά για την ενάγουσα περιστατικά. (4) Στη σελίδα εννέα (9) της παρεμβάσεως, στην υπό στοιχείο (στ) παράγραφο, η εναγομένη διέλαβε τον ισχυρισμό ότι: "... η αιτούσα αναφέρει στο βιογραφικό της μεταξύ των βιβλίων που έχει συγγράψει, έξι βιβλία για το "Διαθεματικό Εκπαιδευτικό Υλικό για την Ευέλικτη Ζώνη" ενώ ήταν απλώς ένα από τα τέσσερα άτομα της επιτροπής συντονισμού, έργο της οποίας ήταν να κάνει επιλογή ανάμεσα σε διαθέσιμο εκπαιδευτικό υλικό που είχαν εκπονήσει άλλοι....από τα έξι βιβλία που παραθέτει η ενάγουσα, μόνον σε δύο περιλαμβάνεται κάποια εργασία της .... η αιτούσα παραθέτει στο βιογραφικό της σημείωμα στην κατηγορία "Βιβλία" εργασίες, τις οποίες εκπόνησε στο πλαίσιο των υπηρεσιακών της υποχρεώσεων ως Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ενώ περιλαμβάνει στα δημοσιευμένα βιβλία και τη διδακτορική διατριβή της...τα περισσότερα βιβλία που παραθέτει δεν είναι επιστημονικού περιεχομένου, αλλά υπάγονται στην κατηγορία του 'συντονισμού'... από το βιογραφικό σημείωμα της αιτούσας άλλωστε προκύπτουν μόνον τρία δημοσιευμένα άρθρα σε περιοδικά με κριτές και όχι δώδεκα, όπως ισχυρίζεται στην αίτηση ακυρώσεως η αιτούσα προβάλλει ότι εσφαλμένα αφέθηκε κενό το τετράγωνο άρθρα στον τύπο' ενώ έχει δημοσιεύσει πέντε τέτοια άρθρα...".
Συναφώς προς τον παραπάνω ισχυρισμό με τον οποίο αποδίδεται στην εναγομένη εκ προθέσεως ψευδής παράθεση μεγάλου συγγραφικού έργου υπό την μορφή "βιβλίων", το οποίο όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα επί σκοπώ παραπλανήσεως του συλλογικού οργάνου κατά τη διαδικασία επιλογής της ως συμβούλου του Π.Ι., αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν δήλωσε στο βιογραφικό της σημείωμα τα παραπάνω ως "βιβλία", όπως συνεπτυγμένα αναφέρονται στον κατάλογο των συνοδευτικών δικαιολογητικών της με αριθμό 8343/15.10.2002 αίτησης της. Αντιθέτως, στο βιογραφικό της σημείωμα η ενάγουσα στο με αριθμό τέσσερα (4) τμήμα αυτού, το οποίο αφορά στο συγγραφικό της έργο (σελ. 35 βιογραφικού) εξειδικεύει και διακρίνει σαφώς κατά κατηγορίες, το σύνολο της συγγραφής της σε βιβλία, διδακτορική διατριβή, δημοσιεύσεις σε πρακτικά διεθνών συνεδρίων, δημοσιεύσεις σε πρακτικά πανελληνίων συνεδρίων, δημοσιεύσεις σε παιδαγωγικά περιοδικά και δημοσιεύσεις και άρθρα στον ημερήσιο τύπο. Ας σημειωθεί δε, ότι στο υπόψη βιογραφικό της σημείωμα η ενάγουσα δεν παρουσιάζει εαυτή ως την μοναδική συγγραφέα του έργου "Διαθεματικό εκπαιδευτικό υλικό για την ευέλικτη ζώνη", αλλά αντιθέτως, αναφέρει το όνομα της ως συντονιστικό μέλος αυτού, μεταξύ πολλών άλλων συνεργατών. Επίσης, από το βιογραφικό σημείωμα της ενάγουσας αποδεικνύεται ότι αυτή έχει δημοσιεύσει τουλάχιστον 12 άρθρα σε περιοδικά, ενώ αναφέρονται λεπτομερώς τα άρθρα που αυτή δημοσίευσε στον τύπο.
Συνεπώς αποδεικνύεται ότι όσα δυσφημιστικά για την ενάγουσα περιστατικά που η εναγομένη διέλαβε στην παραπάνω υπό στοιχείο (στ) παράγραφο της παρέμβασής της, ήσαν ψευδή, και διατυπώθηκαν από αυτή εν γνώσει της αναλήθειάς τους, αφού πριν από τη σύνταξη της επίμαχης παρέμβασης η εναγομένη έλαβε γνώση του βιογραφικού σημειώματος και των συνοδευτικών αυτού δικαιολογητικών, στο οποίο όπως προειπώθηκε, γίνεται αναλυτική παράθεση και κατηγοριοποίηση του συγγραφικού έργου της ενάγουσας, χωρίς σε οποιοδήποτε σημείο αυτού οι γραπτές εργασίες της να παρουσιάζονται συλλήβδην ως "βιβλία". (5) Στη σελίδα δέκα τέσσερα (14) της παρεμβάσεως, στην δεύτερη παράγραφο, η εναγομένη διέλαβε τον ισχυρισμό ότι: "... η αιτούσα δεν έχει πιστοποιημένη επάρκεια σε καμία ξένη γλώσσα. Πιθανότατα για το λόγο αυτό δεν έχει δημοσιεύσεις σε ξενόγλωσσα διεθνή συνέδρια...έχει δημοσιεύσει δύο ή τρία άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές... έχει οκτώ αναφορές στο έργο της....δεν έχει καμιά συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα... δεν έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια σε ξένη γλώσσα και δεν είναι μέλος σε διεθνείς εκπαιδευτικές εταιρείες και οργανισμούς... τα πρακτικά συνεδρίων στα οποία αναφέρεται η ενάγουσα στο βιογραφικό της σημείωμα αποτελούν κυρίως πρακτικά που δεν υπόκεινται σε έλεγχο και αξιολόγηση, αλλά δημοσιεύονται όλα αδιακρίτως, ενώ τα πρακτικά στα οποία αναφέρομαι εγώ αποτελούν πρακτικά η δημοσίευση των οποίων ακολουθεί τη διαδικασία κρίσεως...". Συναφώς προς τον παραπάνω ισχυρισμό, με τον οποίο η ενάγουσα εμφανίζεται να υστερεί ως προς το τυπικό προσόν της επάρκειας στη γνώση ξένων γλωσσών, στη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα, συνέδρια και οργανισμούς και στις δημοσιεύσεις σε ξενόγλωσσα επιστημονικά έντυπα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα διαθέτει πτυχίο της πρώτης βαθμίδας γνώσεως της αγγλικής (lower certificate), έχει συμμετάσχει σε 19 διεθνή συνέδρια με εισηγήσεις της, σε ευρωπαϊκά προγράμματα κοινωνικής ένταξης και επαγγελματικής κατάρτισης (HORIZON) κατά τα έτη 1995-1999, υπέβαλε το έτος 2000 ξενόγλωσση εργασία με τίτλο "Education and training of the educators in the prospect of the future" που υποβλήθηκε στο επιστημονικό περιοδικό " Αθήνησιν Περιοδικόν των Επιστημών της Αγωγής" του Παιδαγωγικού Τμήματος του ΕΚΠΑ, και αρχές του 2002 υπέβαλε εργασία προς δημοσίευση, που κρίθηκε δημοσιεύσιμη, με τον τίτλο "Ολοήμερο Σχολείο: ιστορική πραγματικότητα και προοπτική" στο περιοδικό "Εκπαιδευτικά".
Συνεπώς, αποδεικνύεται, ότι όσα παραπάνω δυσφημιστικά για την ενάγουσα περιστατικά συναφώς με την ανεπάρκεια της στον τομέα της επιστημονικής δραστηριότητας της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, η εναγομένη διέλαβε στην σελίδα 14 της παρέμβασής της, ήσαν εν μέρει ψευδή, και διατυπώθηκαν από αυτή εν γνώσει της αναλήθειάς τους, αφού πριν από τη σύνταξη της επίμαχης παρέμβασης, η εναγομένη έλαβε γνώση του βιογραφικού σημειώματος και των συνοδευτικών αυτού δικαιολογητικών, που αποδείκνυαν τα αντίθετα από όσα εκείνη ισχυρίστηκε.
Συνεπώς, προς τα ανωτέρω, και λόγω του αποδειχθέντος στοιχείου της εν γνώσει αναλήθειας των ισχυρισμών, ο άδικος χαρακτήρας των όσων παραπάνω προεκτέθηκαν, που συνιστούν δυσφημιστικούς ισχυρισμούς και όχι αξιολογικές κρίσεις, και οι οποίοι διαλαμβάνονται στο επίμαχο δικόγραφο της παρέμβασης της εναγομένης, δεν αίρεται λόγω του ισχυρισθέντος στον πρώτο βαθμό και ήδη προβαλλομένου με λόγο εφέσεως, δικαιολογημένου ενδιαφέροντός της να διαφυλάξει το δικαίωμα επιλογής της ιδίας ως συμβούλου δημοτικής εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου".
Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, μεταξύ άλλων, τις εξής ουσιώδεις παραδοχές: α) ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που διέλαβε η αναιρεσείουσα στην παρέμβασή της και αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση υπό τα στοιχεία 1 έως 5 (φύλλα 5 έως 9) είναι αναληθείς και δυσφημιστικοί για την αναιρεσίβλητη, β) ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε τη μειωτικότητα των ισχυρισμών αυτών για την τιμή και υπόληψη (επιστημονική, επαγγελματική και κοινωνική) της αναιρεσίβλητης, καθώς και την αναλήθειά τους, γ) ότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας συνιστά συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος της αναιρεσίβλητης και γι' αυτό δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και στους δύο βαθμούς της δίκης, να στηρίξει δηλαδή το κύρος της πληττόμενης διοικητικής απόφασης και την επιλογή της ως συμβούλου δημοτικής εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, δ)ότι από τη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητα της αναιρεσίβλητης, η οποία εμφανίστηκε σε ευρύ κύκλο προσώπων και ενώπιον του αρμοδίου για την εριζόμενη επιλογή οργάνου σαν πρόσωπο ψευδόμενο ως προς τα επιμορφωτικά σεμινάρια, την κατοχή θέσης διευθύντριας δημοτικού σχολείου, την απόσπασή της στο ΕΚΠΑ, τη συγγραφή βιβλίων, την επιστημονική δραστηριότητά της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και ως προς τα λοιπά τυπικά προσόντα αυτής που είχε επικαλεστεί, με σκοπό να παραπλανήσει το εν λόγω όργανο υπέρ της υποψηφιότητάς της και ε) ότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας προκάλεσε στην αναιρεσίβλητη ηθική βλάβη, για την οποία πρέπει να επιδικαστεί σ' αυτή εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση της αναιρεσείουσας - εναγόμενης από το άρθρο 367 παρ. 1γ' ΠΚ, ότι ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, για να στηρίξει το κύρος της πληττόμενης απόφασης, που την είχε επιλέξει ως σύμβουλο δημοτικής εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε εντόκως στην αναιρεσίβλητη -ενάγουσα εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσού 12.000 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε σε καμία από τις παραπάνω διατάξεις, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές καλύπτουν πλήρως το πραγματικό των σχετικών διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες και αποκλείουν την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1γ' ΠΚ, που κρίθηκε μη εφαρμοστέα, διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και μη αντιφατικές μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και στηρίζουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα και το διατακτικό της.
Οι αντίθετες αιτιάσεις, που περιέχονται στους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης και προβάλλονται σαν πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν στοιχειοθετούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης από τους αρ. 1 ή 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή δεν αφορούν κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές, που θεμελιώνουν την αγωγική αξίωση που διαγνώστηκε, αλλά ανάγονται άλλες νομικές σκέψεις ή επιχειρηματολογία του δικαστηρίου, άλλες στην εκτίμηση των αποδείξεων, άλλες στην ανάλυση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, άλλες στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος και άλλες στο περιεχόμενο διοικητικών νόμων, προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων με ρυθμίσεις, που ορίζουν τα τυπικά προσόντα εκπαιδευτικών υπαλλήλων, την αξιολογική βαρύτητα αυτών κατά τις επιλογές των αρμοδίων οργάνων-για κάλυψη διαφόρων θέσεων και άλλα συναφή ζητήματα, τα οποία δεν θίγουν, ούτε αναιρούν τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές της εφετειακής απόφασης, οι οποίες δεν αφορούν την τυπική νομιμότητα ή την αξιολογική βαρύτητα των προσόντων που επικαλέστηκε η αναιρεσίβλητη ως υποψήφια για τη συγκεκριμένη θέση, αλλά αφορούν την αλήθεια και μειωτικότητα των επίμαχων ισχυρισμών που η αναιρεσείουσα διέλαβε στην παρέμβασή της και των λοιπών ουσιωδών όρων θεμελίωσης της αγωγικής απαίτησης.
Επομένως οι 1ος , 2ος και 3ος λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 11 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1β, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νοούνται και εκείνες που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεστεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Η δε σχετική επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠλοΔ, που αφορά τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Επομένως, δεν είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου εγγράφων για άμεση ή έμμεση απόδειξη με μόνη τη φωτοτυπική ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ' έφεση δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (Ολ.ΑΠ 9/2000, Ολ.ΑΠ 14/2005, Ολ.ΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του αντίστοιχου διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ. 476/2011, ΑΠ 865/2009). Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου των εγγράφων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη. Τέλος, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να ισχυρίζεται και να αναφέρει στο αναιρετήριο ότι είχε προτείνει και στο δικαστήριο της ουσίας το απαράδεκτο από τη μη νόμιμη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 α' έως γ' ΚΠολΔ.Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, αναφέρεται δε μόνο σε δικονομικές πλημμέλειες, όπως είναι και η απαράδεκτη υποβολή νέων αιτήσεων ή νέων ισχυρισμών (ΟλΑΠ 2/2005), ενώ οι ουσιαστικές ακυρότητες ελέγχονται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ.ΑΠ 2/2001). Για τη θεμελίωση αυτού του λόγου αναίρεσης, πρέπει το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση να είχε υποχρέωση από τον νόμο να κηρύξει την ακυρότητα, το απαράδεκτο ή την έκπτωση, όταν δε το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη ισχυρισμό που. είχε προταθεί κατά τρόπο απαράδεκτο, θεμελιώνονται παράλληλα οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από τους αρ. 11 β' και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την προσκόμιση αποδείξεων και παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, με νόμιμη επίκληση στην κατ' έφεση δίκη. Και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο στήριξε τις παραδοχές του και την κρίση του για απόρριψη της έφεσης σε ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα, που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει νομάδα η αναιρεσίβλητη κατά την πρωτόδικη δίκη, χωρίς να γίνεται ειδική επίκληση αυτών στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης ή με αναφορά μέσω των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένα μέρη των προτάσεων της πρωτόδικης δίκης, όπου γίνεται ειδική και ορισμένη αναφορά των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, αλλά υπάρχει απλή ενσωμάτωση στις εφετειακές προτάσεις των πρωτοδίκων προτάσεων και της προσθήκης αυτών και γενική επίκληση του περιεχομένου τους, όπου προσδιορίζονται αναλυτικά οι σχετικές βεβαιώσεις και τα έγγραφα.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, συμπεριλήφθηκε σ' αυτές αυτούσιο το κείμενο των πρωτοδικών προτάσεων (χωρίς πράξη κατάθεσης και υπογραφή πληρεξουσίου δικηγόρου) και της σχετικής προσθήκης σε ενιαίο κείμενο δικογράφου, το οποίο κατατέθηκε την προηγούμενη ημέρα της δευτεροβάθμιας συζήτησης και το οποίο χαρακτηρίζεται ως προτάσεις (μόνο) ενώπιον του Εφετείου. Με το δικόγραφο των προτάσεων αυτών η αναιρεσίβλητη - εφεσίβλητη επικαλέστηκε, προς απόδειξη των ισχυρισμών της, τις ένορκες βεβαιώσεις και όλα τα έγγραφα, τα οποία είχε επικαλεστεί και προσκομίσει κατά την πρωτόδικη δίκη και για τα οποία ρητά αναφέρει (σελ. 23) ότι περιέχονται αναλυτικά ως σχετικά με αρ. από 1 έως 34 στις σελίδες 8 έως 15 του ενιαίου κειμένου του δικογράφου των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου. Το δικόγραφο των εφετειακών προτάσεων υπογράφεται ως ενιαίο όλον από τον πληρεξούσιο δικηγόρο (Α. Μιχόπουλο), που το συνέταξε και εκπροσώπησε την αναιρεσίβλητη στην κατ' έφεση δίκη, το δε αιτητικό του περιέχει ως αίτημα την παραδοχή των προτάσεων και την απόρριψη της έφεσης.
Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι δεν πρόκειται για απλή φωτοτυπική ενσωμάτωση των πρωτοδικών προτάσεων, ως αυτοτελούς και διακριτής διαδικαστικής πράξης, στις εφετειακές προτάσεις, αλλά για συμπερίληψη του περιεχομένου του δικογράφου των προτάσεων της πρωτόδικης δίκης και για ενοποίηση αυτού σε ενιαίο ολικό κείμενο του δικογράφου των προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, στο οποίο επιπλέον ρητά περιέχεται ευθεία και άμεση επίκληση των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων και εγγράφων κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο. Επομένως και σύμφωνα με την οικεία νομική σκέψη, η σχετική επίκληση είναι νόμιμη, ο δε τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της απόφασης 4585/2013 του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σχόλια