ΣτΕ 3003/2015: Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΑΡΓΙΑ ΣΥΝΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ, ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος κατά την συζήτηση της υποθέσεως, χορηγείται από το Δικαστήριο εύλογη προθεσμία για νομιμοποίηση του παραστάντος και μη νομιμοποιηθέντος έως την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου. Δεν προβλέπεται δε από την εν λόγω διάταξη δυνατότητα παρατάσεως της κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσης προθεσμίας. Κατά γενική όμως αρχή του διοικητικού δικαίου, οι προθεσμίες που τάσσονται από τον νόμο ή τα δικαστήρια για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων αναστέλλονται, όταν κατά την λήξη τους λάβει χώρα γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία. Η αναστολή διαρκεί όσο και το γεγονός τούτο, ενώ λόγους ανωτέρας βίας συνιστούν γεγονότα απρόβλεπτα και αναπόφευκτα, τα οποία εμποδίζουν απολύτως την διενέργεια συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως. 
Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.2015 έως και 19.7.2015, είχε μεσολαβήσει, δυνάμει διαδοχικών πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και υπουργικών αποφάσεων, τραπεζική αργία, κατά την διάρκεια της οποίας δεν ήταν επιτρεπτή, κατά τις εν λόγω διατάξεις, η διενέργεια, κατ’ εξαίρεση έστω, τραπεζικών εργασιών σχετικών με εκταμιεύσεις για άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων.  Η τραπεζική αργία, δεδομένου ότι εμποδίζει, για όσο διάστημα συνεχίζεται, την εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων, που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την «εκπροσώπηση» των διαδίκων ενώπιον των δικαστικών αρχών, συνιστά, για τον λόγο αυτόν, κατά την κρίση του νομοθέτη, γεγονός ανωτέρας βίας, που συνεπάγεται κατά γενική αρχή του δικαίου την αναστολή αντιστοίχων προθεσμιών για την διενέργεια σχετικών διαδικαστικών πράξεων (βλ. και 54178/7.7.2015 εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τα δικαστήρια εν γένει).
Παραδεκτώς, συνεπώς, προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο κατά την ανωτέρω ημερομηνία, επομένη της λήξεως της αργίας, τα συμβολαιογραφικά πληρεξούσια.

Αριθμός 3003/2015 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄ 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Ιουνίου 2015 με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Κ. Φιλοπούλου, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Τρ. Βαρουφάκη, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτηση:
των: 1. ..., ... και 7. ..., oι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ΔΤ(Α.Μ.), στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 8 Ιουλίου 2015 για τη νομιμοποίησή του,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Κ Ν, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες ζητούν, σύμφωνα με το άρθρο 34 Β παρ. 2 του Π.Δ. 18/1989, να συζητηθεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου η από 21 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου με την οποία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1263/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 441/2014 απόφαση του Τμήματος σε συμβούλιο.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Π. Χαλιούλια.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
Αφού μελέτη σε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο 
1. Επειδή, με αίτηση του Δημοσίου, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου, ζητήθηκε η αναίρεση της 1263/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεσή του κατά της 4659/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίσθηκε τελικώς η υποχρέωσή του να καταβάλει νομιμοτόκως στους αναιρεσιβλήτους ποσά κυμαινόμενα μεταξύ 30.720 και 36.097 δολλαρίων Η.Π.Α., ως διαφορά αποδοχών λόγω μη καταβολής του προβλεπόμενου από το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2685/1999 επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για το μνημονευόμενο στην απόφαση χρονικό διάστημα. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είχε γίνει εν μέρει δεκτή, με την 441/2014 απόφαση του Τμήματος, κατά την διαδικασία σε συμβούλιο του άρθρου 34Β παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, και είχε αναγνωρισθεί τελικώς η υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει νομιμοτόκως στους αναιρεσιβλήτους ποσά κυμαινόμενα μεταξύ 17.843,22 και 30.945,58 δολλαρίων Η.Π.Α. Ήδη, ζητείται από τους αναιρεσιβλήτους, κατ’ επίκληση της παρ. 2 της εν λόγω διατάξεως, να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, καθόσον αφορά ειδικότερα, όπως κατωτέρω εκτίθεται, το γενόμενο δεκτό μέρος της αιτήσεως αναιρέσεως.
2. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος κατά την συζήτηση της υποθέσεως, χορηγείται από το Δικαστήριο εύλογη προθεσμία για νομιμοποίηση του παραστάντος και μη νομιμοποιηθέντος έως την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου. Δεν προβλέπεται δε από την εν λόγω διάταξη δυνατότητα παρατάσεως της κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσης προθεσμίας. Κατά γενική όμως αρχή του διοικητικού δικαίου, οι προθεσμίες που τάσσονται από τον νόμο ή τα δικαστήρια για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων αναστέλλονται, όταν κατά την λήξη τους λάβει χώρα γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία. Η αναστολή διαρκεί όσο και το γεγονός τούτο, ενώ λόγους ανωτέρας βίας συνιστούν γεγονότα απρόβλεπτα και αναπόφευκτα, τα οποία εμποδίζουν απολύτως την διενέργεια συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως (πρβλ. ΣτΕ 1068/2001, 2188/2002, 3541/2010).
3. Επειδή, το δικόγραφο της αιτήσεως του άρθρου 34Β παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 υπογράφεται από δικηγόρο ως πληρεξούσιο των αιτούντων. Κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ο ως άνω δικηγόρος ζήτησε και έλαβε από τον Πρόεδρο του Τμήματος προθεσμία για την νομιμοποίησή του μέχρι τις 8.7.2015. Πλην όμως, συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας προς τον παραστάντα δικηγόρο δεν προσκομίσθηκε εντός της χορηγηθείσης ως άνω προθεσμίας, αλλά σχετικά πληρεξούσια, που αφορούσαν τον 2ο, 3ο, 4ο και 7ο των αιτούντων, υπεβλήθησαν στο Δικαστήριο μεταγενεστέρως, στις 20.7.2015, συνοδευόμενα από σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής δικηγορικής αμοιβής. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.2015 έως και 19.7.2015, είχε μεσολαβήσει, δυνάμει διαδοχικών πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και υπουργικών αποφάσεων, τραπεζική αργία, κατά την διάρκεια της οποίας δεν ήταν επιτρεπτή, κατά τις εν λόγω διατάξεις, η διενέργεια, κατ’ εξαίρεση έστω, τραπεζικών εργασιών σχετικών με εκταμιεύσεις για άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων. Για τον λόγο δε αυτόν ορίσθηκε, ειδικότερα, με την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου πρώτου της από 14.7.2015 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (Α΄ 79/14.7.2015), ότι: «Για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η τραπεζική αργία … αναστέλλεται η υποχρέωση έκδοσης και κατάθεσης, εκ μέρους των δικηγόρων ή των διαδίκων, γραμματίων καταβολής, δικαστικών ενσήμων, εισφορών, ή άλλων, πάσης φύσης, παραβόλων και εξόδων σχετικά με την άσκηση και εκδίκαση ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων ενώπιον δικαστικών αρχών ή την εκπροσώπηση από συνήγορο ενώπιον αυτών. Οι υπόχρεοι κατά το νόμο υποχρεούνται να προσκομίσουν αυτά ενώπιον της αρμόδιας αρχής εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από τη λήξη της τραπεζικής αργίας…». Κατά την έννοια δε της εν λόγω διατάξεως, η τραπεζική αργία, δεδομένου ότι εμποδίζει, για όσο διάστημα συνεχίζεται, την εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων, που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την «εκπροσώπηση» των διαδίκων ενώπιον των δικαστικών αρχών, συνιστά, για τον λόγο αυτόν, κατά την κρίση του νομοθέτη, γεγονός ανωτέρας βίας, που συνεπάγεται κατά γενική αρχή του δικαίου την αναστολή αντιστοίχων προθεσμιών για την διενέργεια σχετικών διαδικαστικών πράξεων (βλ. και 54178/7.7.2015 εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τα δικαστήρια εν γένει). Εξάλλου, η ανωτέρω αδυναμία εκπληρώσεως οικονομικών υποχρεώσεων λόγω της τραπεζικής αργίας αφορά, επίσης, τις περιπτώσεις δαπανών για την κατάρτιση, μεταξύ άλλων, συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, η οποία προϋποθέτει και συνεπάγεται, οπωσδήποτε, καταβολή της προβλεπόμενης από την διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 2830/2000 παγίας αμοιβής του συμβολαιογράφου για την πράξη που καταρτίζει και για κάθε αντίγραφο που χορηγεί. Στις προθεσμίες, επομένως, οι οποίες κατά την ανωτέρω διάταξη αναστέλλονται καθ’ όλη την διάρκεια της επίμαχης τραπεζικής αργίας, περιλαμβάνονται και εκείνες, οι οποίες ενδεχομένως είχαν χορηγηθεί από τα αρμόδια δικαστήρια για την προσκόμιση στοιχείων νομιμοποιήσεως και έληξαν, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ενόσω ακόμη διαρκούσε η τραπεζική αυτή αργία. Παραδεκτώς, συνεπώς, προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο κατά την ανωτέρω ημερομηνία, επομένη της λήξεως της αργίας, τα προαναφερθέντα συμβολαιογραφικά πληρεξούσια. Δεδομένου δε ότι, κατά τα λοιπά, η εν λόγω αίτηση του άρθρου 34Β παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, η προαναφερθείσα 441/2014 απόφαση του Τμήματος, εκδοθείσα εν συμβουλίω, έπαυσε πλέον να ισχύει ως προς τους 2ο, 3ο, 4ο και 7ο των αναιρεσιβλήτων· ως προς αυτούς, επομένως, και μόνον, η αίτηση αναιρέσεως είναι περαιτέρω εξεταστέα. Καθόσον δε αφορά τους λοιπούς, εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της η ανωτέρω 441/2014 απόφαση του Τμήματος, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ως προς αυτούς, η αίτηση του άρθρου 34Β παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτής δικηγόρου με έναν από τους προβλεπόμενους στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 τρόπους.
4. Επειδή, περαιτέρω, για την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως του άρθρου 34Β παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 έχει κατατεθεί παράβολο ποσού 750 ευρώ (ειδικά έντυπα σειράς Α΄ με αριθμούς 1328651 έως 1328657, 2912999, 2913000, 5820498 και 5820499). Πλην όμως, για την παραδεκτή άσκηση της εν λόγω αιτήσεως δεν απαιτείτο, κατά την ως άνω διάταξη, η καταβολή παραβόλου. Επομένως, το κατατεθέν αυτό παράβολο πρέπει καταρχήν να επιστραφεί στους 2ο, 3ο, 4ο και 7ο των αναιρεσιβλήτων, συμμέτρως στον καθένα τους, ως προς τους οποίους και μόνον, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση.
5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προβλέπεται ότι: «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας,…». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, απαιτείται το κρίσιμο νομικό ζήτημα της αντιθέσεως ορισμένης διατάξεως τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα ή διεθνή συνθήκη, που έχει ισχύ υπέρτερη των κοινών νόμων κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, να μην έχει ήδη επιλυθεί, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, με οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή, κατά μείζονα λόγο, του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΣτΕ 2659/2013 7μ, 855/2013 7μ).
6. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε την 27.12.2011 και επομένως διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010 (ΣτΕ 2177/2011 7μ). Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, περί διετούς παραγραφής των μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα· αντί δε της διατάξεως αυτής, πρέπει να εφαρμοσθεί η παρ. 1 του άρθρου 90 του εν λόγω νόμου, με την οποία προβλέπεται πενταετής παραγραφή. Κρίθηκε δε τελικώς ότι, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, στις 2.4.2004, οι αξιώσεις τους, χρονικού διαστήματος από 1.1.2001 έως 30.4.2002, δεν είχαν παραγραφεί. Προβάλλεται ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, δεδομένου ότι το ζήτημα της αντιθέσεως ή μη της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, περί διετούς παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων, προς την συνταγματική αρχή της ισότητας, είχε παραπεμφθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την 953/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται, καταρχήν, βασίμως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, από την άποψη αυτή. Πρέπει δε να εξετασθεί ως προς τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η εν λόγω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο λόγος δε αυτός αναιρέσεως είναι, καταρχήν, βάσιμος, δεδομένου ότι με την 1/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 4.4.2012, μετά δηλαδή την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, κρίθηκε ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει μεν, καταρχάς, να απορριφθεί, καθόσον αφορά τον 3ο των αναιρεσιβλήτων, διότι οι αξιώσεις του, εκτεινόμενες από 31.1.2002 έως 25.11.2003, δεν είχαν παραγραφεί, δεδομένου ότι η εν λόγω παραγραφή είχε αρχίσει από της γενέσεως κάθε επιμέρους αξιώσεως ήτοι από της αρχής κάθε διμήνου, σύμφωνα με την 2010481/1172/0022/10.5.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΣτΕ 1715/2013), είχε δε διακοπεί με την κατάθεση εξώδικης αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στις 30.12.2003, όπως τούτο προκύπτει από την αγωγή, που συνιστά διαδικαστικό έγγραφο, καθώς και την εν λόγω εξώδικη αίτηση, η οποία είχε προσκομισθεί πρωτοδίκως. Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τους 2ο, 4ο και 7ο των αναιρεσιβλήτων, κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στην παραγραφή των αξιώσεών τους, χρονικού διαστήματος από 10.6.2001 έως 28.2.2002 για τον 2ο, από 11.1.2002 έως 30.4.2002 για τον 4ο (όπως ακριβώς είχε κριθεί εν συμβουλίω) και από 15.1.2002 έως 28.2.2002 για τον 7ο, ενόψει του χρόνου καταθέσεως εξωδίκων αιτήσεων προς το Ν.Σ.Κ., στις 20.2.2004, 1.4.2004 και 20.2.2004, αντιστοίχως, όπως τούτο προκύπτει από την αγωγή, καθώς και τις εν λόγω εξώδικες αιτήσεις, οι οποίες είχαν προσκομισθεί πρωτοδίκως. Δεδομένου δε ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να κρατηθεί, να εκδικασθεί η έφεση του Δημοσίου, καθόσον αφορά τους 2ο, 4ο και 7ο των αναιρεσιβλήτων, να γίνει εν μέρει δεκτή, ως προς αυτούς, και να αναγνωρισθεί, τελικώς, η υποχρέωσή του να καταβάλει νομιμοτόκως στους εν λόγω αναιρεσιβλήτους τα ακόλουθα ποσά, όπως αναλυτικώς παρατίθενται στο διατακτικό της αποφάσεως, που αντιστοιχούν στην επίμαχη προσαύξηση του ενδίκου επιδόματος, χρονικού διαστήματος από 1.3.2002 έως 30.6.2003 για τον 2ο, από 1.5.2002 έως 22.1.2004 για τον 4ο και από 1.3.2002 έως 4.2.2004 για τον 7ο εξ αυτών.
7. Επειδή, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 34Β του π.δ/τος 18/1989, εάν και μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο το ένδικο μέσο γίνει δεκτό, ο διάδικος που την προκάλεσε καταδικάζεται να καταβάλει στον νικήσαντα διάδικο το πενταπλάσιο της δικαστικής δαπάνης του τελευταίου. Εξάλλου, όπως ανωτέρω εξετέθη, ως προς τον 4ο αναιρεσίβλητο, η κρινόμενη αίτηση γίνεται τελικώς εν μέρει δεκτή, όπως ακριβώς είχε κριθεί και με την προαναφερθείσα 441/2014 απόφαση του Τμήματος, εκδοθείσα εν συμβουλίω. Δεδομένου δε ότι ο εν λόγω αναιρεσίβλητος είχε καταβάλει επιστρεπτέο, καταρχήν, σε αυτόν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, παράβολο, πρέπει αυτός να καταδικασθεί, τελικώς, στην καταβολή του απομένοντος υπολοίπου ήτοι, ενόψει του ότι το Δημόσιο παρέστη, ποσού 4.412,50 ευρώ (920 x 5 = 4.600 - 187,50 = 4.412,50). 
Διά ταύτα 
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση, καθόσον αφορά τον Ιωάννη Λάμπρου (3ο).
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, καθόσον αφορά τους 2ο, 4ο και 7ο των αναιρεσιβλήτων.
Αναιρεί εν μέρει την 1263/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στην παραγραφή των αξιώσεων των εν λόγω αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Κρατεί την υπόθεση, εκδικάζει την έφεση του Δημοσίου κατά της 4659/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και την δέχεται εν μέρει, καθόσον αφορά τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους.
Αναγνωρίζει την υποχρέωσή του να καταβάλει νομιμοτόκως στον Απόστολο Καραγιάννη (2ο) το ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων (20.800) δολλαρίων Η.Π.Α., στον Αθανάσιο Σιαμήτρα (4ο) το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων εκατόν τριάντα έξι δολλαρίων Η.Π.Α. και εβδομήντα επτά σεντ (26.136,77) και στον Χρήστο Τσιώρα (7ο) το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα πέντε δολλαρίων Η.Π.Α. και πενήντα οκτώ σεντ (33.865,58).
Επιβάλλει στον 4ο των αναιρεσιβλήτων να καταβάλει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και μισού λεπτού (4.412,50).
Διατάσσει την επιστροφή στον 2ο, 3ο και 7ο των αναιρεσιβλήτων του αναλογούντος στον καθένα τους μέρους του κατατεθέντος παραβόλου ποσού εκατόν ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (187,50).
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 2015 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 27 του ιδίου μήνα και έτους.
Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος  Η Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος
   
Αθ. Ράντος         Ελ. Γκίκα

Σχόλια