"Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - Κριτική Προσέγγιση" [Εισήγηση : Σπυρίδωνα Γεωργουλέα, Προέδρου Πρωτοδικών, Πρόεδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών]

Η ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ : ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

       Κυρίες και Κύριοι Σύνεδροι,
Στο πλαίσιο εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των αντισυμβαλλομένων της (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ESM) ψηφίσθηκε ο Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015) «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α΄ 80)», δια του οποίου εισήχθησαν σαρωτικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, με σκοπό την επιτάχυνση της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, εισήχθησαν, μεταξύ άλλων, σημαντικές μεταβολές αναφορικώς με τη διαδικασία ασκήσεως και συζητήσεως της αγωγής (τόσο στην τακτική, όσο και στις ειδικές διαδικασίες), με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την εκουσία δικαιοδοσία και με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αντικείμενο της παρούσας εισηγήσεως είναι οι νέες ρυθμίσεις αναφορικώς με τη συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, θα λάβει δε χώρα παράθεση των εν λόγω ρυθμίσεων, θα επιχειρηθεί ο εντοπισμός τυχόν νομοτεχνικών ατελειών και, κυρίως, θα επισημανθούν οι αναμενόμενες δυσχέρειες εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων στην τρέχουσα δικαστηριακή πρακτική (με αναφορά στο μεγαλύτερο Πρωτοδικείο της χώρας, το Πρωτοδικείο Αθηνών), ενώ θα σκιαγραφηθούν οι προτεινόμενες  λύσεις στα ανακύπτοντα πρακτικά ζητήματα.



Ι. ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Α. Η νέα διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ αποτελεί το βασικό άξονα της νέας ρυθμίσεως της συζητήσεως κατά την τακτική διαδικασία. Η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει λεπτομερώς τη διαδικασία από τη στιγμή της καταθέσεως της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου μέχρι και την περάτωση της δίκης σε πρώτο βαθμό. Κατά την παρ. 1 του ως άνω άρθρου, εντός εκατό ( 100 ) ημερών από την ημερομηνία της καταθέσεως της αγωγής οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν μετ’ επικλήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, το αποδεικτικό επιδόσεως της αγωγής και την κατά τη διάταξη του άρθρου 96 του ιδίου Κώδικος πληρεξουσιότητα προς τους δικηγόρους, όχι όμως και το δικαστικό ένσημο, το οποίο πρέπει να κατατεθεί το αργότερο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η δε προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα ( 30 ) ημέρες για όλους τους διαδίκους, εάν ο εναγόμενος ή οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής. Ακολούθως, στην παρ. 2 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ ορίζεται ότι οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται εντός δεκαπέντε ( 15 ) ημερών από τη λήξη της προαναφερομένης προθεσμίας των εκατό ( 100 ) ημερών, μετά δε την παρέλευση του δεκαπενθημέρου κλείεται ο φάκελος της δικογραφίας. Με την προσθήκη δύνανται να προταθούν νέοι ισχυρισμοί και να προσκομισθούν νέα αποδεικτικά μέσα μόνο προς αντίκρουση περιεχομένων στις προτάσεις ισχυρισμών, επαναλαμβάνεται δε ότι εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη. Η παρ. 3 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ ορίζει τον τρόπο της καταθέσεως των προτάσεων και της προσθήκης στον αρμόδιο υπάλληλο της Γραμματείας, ο οποίος με επισημείωσή του επί του σώματος αυτών βεβαιώνει τη χρονολογία της καταθέσεώς τους, ορίζεται δε ότι έκαστος διάδικος δικαιούται να λάβει ατελώς με ίδιες δαπάνες αντίγραφα των προτάσεων, των αντικρούσεων και των προσκομισθέντων εγγράφων και επιλύεται το πρακτικό ζήτημα του καθορισμού ετέρων προσώπων, δυναμένων να ασκήσουν το σχετικό δικαίωμα ( ήτοι ο υπογράφων το δικόγραφο της αγωγής, της παρεμβάσεως ή των προτάσεων δικηγόρος ή τρίτο πρόσωπο, εξουσιοδοτημένο από τον ως άνω δικηγόρο ). Εν συνεχεία, στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου προβλέπεται η πορεία της υποθέσεως μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Δικαστηρίου ή ο αρμόδιος κατά τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτού Δικαστής υποχρεούται εντός δεκαπέντε ( 15 ) ημερών από τη συμπλήρωση του συνολικού χρονικού διαστήματος των εκατόν δεκαπέντε ( 115 ) ημερών με πράξη του να ορίσει τον δικάζοντα Δικαστή για τις υποθέσεις αρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου και τη δικάζουσα σύνθεση για τις υποθέσεις αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οριζομένου στην τελευταία περίπτωση και του Εισηγητή της υποθέσεως. Συγχρόνως ορίζεται ημέρα και ώρα συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των τριάντα ( 30 ) ημερών από τη λήξη της τελευταίας δεκαπενθημέρου προθεσμίας. Η εν λόγω πρόβλεψη περί του χρόνου ορισμού δικασίμου κάμπτεται, εάν ο προβλεπόμενος από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων που αναλογεί σε κάθε Δικαστή υπερκαλυφθεί, οπότε ο ορισμός Δικαστή και δικασίμου γίνεται εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής χωρεί η εγγραφή της υποθέσεως στο οικείο πινάκιο, το οποίο δυνατόν να τηρείται και ηλεκτρονικώς, η δε εγγραφή αυτή γίνεται με πρωτοβουλία και ευθύνη του αρμοδίου Γραμματέως και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα του αρμοδίου Γραμματέως να γνωστοποιεί στους διαδίκους την ορισθείσα δικάσιμο με ηλεκτρονικά μέσα ( αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην αντίστοιχο ηλεκτρονική διεύθυνση ). Κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, εισαγομένων πλέον τριών ριζικών καινοτομιών : α ) του κατ’ αρχήν αποκλεισμού της εξετάσεως μαρτύρων, β ) της δυνητικής προόδου της συζητήσεως απουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και γ ) του πλήρους και ανεξαιρέτου αποκλεισμού της εφαρμογής του άρθρου 241 ΚΠολΔ περί αναβολής για σπουδαίο λόγο. Όπως ρητώς προβλέπεται από την αμέσως επομένη παρ. 5 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, μετά την κατά τα προεκτιθέμενα τυπική συζήτηση της αγωγής ακολουθεί η έκδοση της οριστικής αποφάσεως βάσει των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας. Στην παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ κάμπτεται ο εισαγόμενος κανόνας της μη εξετάσεως μαρτύρων και προβλέπεται η ευχέρεια του Πρόεδρου επί Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του δικάζοντος Δικαστή επί Μονομελούς Πρωτοδικείου και Ειρηνοδικείου, εάν κρίνει απολύτως αναγκαία την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο ( ενός για κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκο βεβαίωση ή, σε περίπτωση ανυπαρξία αυτών, από τρίτους ), με απλή διάταξή του να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο των δεκαπέντε ( 15 ) ημερών για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου Δικαστή, σε τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζονται με τη διάταξη εντός του αυτού δικαστικού έτους, εκτός εάν αυτό είναι χρονικώς αδύνατον. Η καταχώριση της διατάξεως δύναται να γνωστοποιηθεί με πρωτοβουλία του αρμοδίου Γραμματέως στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Στο ιδιαίτερο αυτό στάδιο της διαδικασίας ο αρμόδιος Δικαστής αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Εάν ο χρόνος προς διεξαγωγή των αποδείξεων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ιδίου Δικαστή, με προφορική ανακοίνωση, καταχωριζομένη στα πρακτικά και επέχουσα θέση κλητεύσεως απάντων των διαδίκων, ακόμη και των μη παρισταμένων. Όταν ολοκληρωθεί η ανωτέρω περιγραφομένη διαδικασία της εξετάσεως των μαρτύρων, θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζητήσεως. Προβλέπεται, τέλος, ότι εάν για οποιονδήποτε λόγο ο χρόνος εξετάσεως των μαρτύρων ορισθεί εντός του επομένου δικαστικού έτους και η ενώπιον του συγκεκριμένου Δικαστή εξέταση των μαρτύρων δεν είναι πλέον δυνατή για φυσικούς ή νομικούς λόγους, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου Δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της αποφάσεως, στη θέση δε της διαγραφείσας υποθέσεως ανατίθεται στον Εισηγητή ή τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου άλλη υπόθεση. Η επομένη παρ. 7 του άρθρου 237 ΚΠολΔ ορίζει ότι εντός οκτώ ( 8 ) εργασίμων ημερών από της εξετάσεως των μαρτύρων οι διάδικοι δικαιούνται  με προσθήκη να προβούν σε αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και διευκρινίζεται ότι νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ δεν κατατίθενται νέες προτάσεις. Η παρ. 8 του ιδίου άρθρου προβλέπει την υποχρέωση των διαδίκων να αναλάβουν όλα τα σχετικά τους μετά την περάτωση της δίκης και την αντίστοιχο υποχρέωση του Γραμματέως να βεβαιώσει επί των προτάσεων εκάστου διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του, προβλέπεται δε και η δυνατότητα αναλήψεως συγκεκριμένου εγγράφου προ της περατώσεως της δίκης, υπό την όρο της καταθέσεως επικυρωμένου αντιγράφου και επαναλαμβάνεται ότι οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του Δικαστηρίου. Οι νέες παρ. 9, 10 και 11 προβλέπουν : α ) τη δυνατότητα καταθέσεως των προτάσεων, της προσθήκης και των σχετικών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 119 του ιδίου Κώδικος, β ) την κατόπιν αυτεπαγγέλτου ενεργείας ή αιτήματος των διαδίκων δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης « εξ αποστάσεως », δηλαδή σε άλλο τόπο, όπου διενεργούνται οι αναγκαίες διαδικαστικές πράξεις από τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με ταυτόχρονο αναμετάδοση ήχου και εικόνας στην αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και γ ) την κατόπιν αυτεπαγγέλτου ενεργείας ή αιτήματος των διαδίκων δυνατότητα εξετάσεως μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων, χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα συνεδριάσεως, της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου μη υποκειμένης σε ένδικα μέσα. Η εξέταση αυτή θεωρείται ότι διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο.



Β. Η νέα διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ, συμπληρωματική της διατάξεως του άρθρου 237 ΚΠολΔ, ρυθμίζει το ζήτημα των προθεσμιών καταθέσεως των παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων, ανακοινώσεων και ανταγωγών, προβλέπουσα κατάθεση και επίδοση σε όλους τους διαδίκους εντός προθεσμίας εξήντα ( 60 ) ημερών από της καταθέσεως της αγωγής, παρεμβάσεις δε ασκούμενες κατόπιν προσεπικλήσεως ή ανακοινώσεως κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους εντός προθεσμίας ενενήντα ( 90 ) ημερών από της καταθέσεως της αγωγής. Όλες οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται κατά τριάντα ( 30 ) ημέρες, εάν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης γίνεται και στην τελευταία περίπτωση εντός των προθεσμιών των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, εντός δε της προθεσμίας της καταθέσεως των προτάσεων προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα σχετικά διαδικαστικά έγγραφα.  
 Γ. Η βασική νομοθετική ρύθμιση των νέων άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως σκιαγραφήθηκε ανωτέρω, συμπληρώνεται από σειρά άλλων διατάξεων, όπως : α ) η νέα διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει ότι στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο εντός τριάντα ( 30 ) ημερών από της καταθέσεώς της και, εάν ο τελευταίος ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία αυτή ορίζεται σε εξήντα ( 60 ) ημέρες. Δικονομική κύρωση της μη τηρήσεως των εν λόγω προθεσμιών είναι η κατάργηση της δίκης, καθ’ όσον η αγωγή λογίζεται ως μη ασκηθείσα, β ) η νέα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 226 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ ο αρμόδιος Γραμματέας κατά τη σύνταξη της εκθέσεως καταθέσεως της αγωγής θέτει επί του πρωτοτύπου και των αντιγράφων αυτής ευδιάκριτο σημείωση, στην οποία αναγράφεται η προθεσμία καταθέσεως των προτάσεων και επισημαίνεται ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη, γ ) η νέα διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 254 ΚΠολΔ, κατά την οποία στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ με την απόφαση περί επαναλήψεως της συζητήσεως το Δικαστήριο δύναται επιπλέον, εάν κρίνει απολύτως αναγκαία την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, να διατάξει και την εξέταση ενός μάρτυρος από κάθε πλευρά κατά την επαναλαμβανομένη συζήτηση, δ ) η νέα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ, κατά την οποία, ειδικώς στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, εάν οι διάδικοι δεν λάβουν προσηκόντως μέρος στη δίκη, η συζήτηση ματαιώνεται. Περαιτέρω, εάν παρέλθουν εξήντα ( 60 ) ημέρες από τη ματαίωση, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή λογίζεται ως μη ασκηθείσα, για δε τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ε ) η νέα διάταξη του άρθρου 263 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ οι αναφερόμενες στη διάταξη αυτή ενστάσεις προτείνονται επί ποινή απαραδέκτου με τις προτάσεις, στ ) η νέα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει ότι εάν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου, άλλως κηρύσσεται απαράδεκτος η συζήτηση, ειδικώς όμως στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και ζ ) η νέα διάταξη του άρθρου 294 εδ. α΄ ΚΠολΔ ορίζει ότι ο ενάγων δύναται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Τέλος, οι νέες διατάξεις των άρθρων 273 έως 277 ΚΠολΔ ρυθμίζουν αναλυτικώς τα ζητήματα της παραστάσεως κατά τη συζήτηση των παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων, ενώ με τις νέες διατάξεις των άρθρων 286 και 287 παρ. 1 ΚΠολΔ επιχειρείται  προσαρμογή των περί βιαίας διακοπής της δίκης διατάξεων στο εισαγόμενο σύστημα « τυπικής » συζητήσεως, με την πρόβλεψη ότι βιαία διακοπή χωρεί « εωσότου τελειώσει η συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση », αφαιρουμένου πλέον του επιθετικού προσδιορισμού « προφορική », ως και ότι η περί διακοπής γνωστοποίηση χωρεί πλέον και με τις προτάσεις.

ΙΙ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ
Εκ των λεπτομερώς παρατιθεμένων ανωτέρω νέων διατάξεων προκύπτει με σαφήνεια η βούληση του Νομοθέτη να θεσπίσει – και επιβάλει – ένα αποτελεσματικό σύστημα ταχείας εκδικάσεως των εισαγομένων προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία υποθέσεων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Αναλυτική αναφορά στα πρακτικά – τεχνικά ζητήματα που δημιουργεί το νέο δικονομικό σύστημα θα γίνει στη συνέχεια. Από δικαιοπολιτικής, αλλά και νομοτεχνικής, απόψεως πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις :

Α. Αφετήριο σημείο όλων των αναφερομένων στη βασική διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ προθεσμιών ( για την κατάθεση προτάσεων, την προσκομιδή σχετικών, την κατάθεση προσθήκης – αντικρούσεως κλπ. ) είναι, πλέον, η κατάθεση του δικογράφου της αγωγής. Αυτή είναι η πρώτη κεφαλαιώδης διαφορά με τη μέχρι σήμερα ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 237 ΚΠολΔ, η οποία επιβάλλει την υποχρέωση καταθέσεως προτάσεων και σχετικών ( ήτοι αποδεικτικών μέσων και διαδικαστικών εγγράφων ) το αργότερο είκοσι ( 20 ) ημέρες και προσθήκης – αντικρούσεως το αργότερο δεκαπέντε ( 15 ) ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, καθ’ όσον αφορά σε υποθέσεις αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αλλά και με τη μέχρι σήμερα ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 238 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει υποχρέωση καθ’ όσον αφορά στο Μονομελές Πρωτοδικείο και δυνατότητα καθ’ όσον αφορά στο Ειρηνοδικείο καταθέσεως προτάσεων το αργότερο στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ως και δυνατότητα καταθέσεως προσθήκης – αντικρούσεως μέχρι τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργασίμου ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία κλπ. Δηλαδή, ο νομοθέτης εγκαταλείπει πλέον την ορισθείσα δικάσιμο ως σημείο υπολογισμού των προθεσμιών καταθέσεως προτάσεων και σχετικών και επιλέγει ως τοιούτο το χρόνο καταθέσεως της αγωγής τόσο για τις υποθέσεις αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όσο και για τις υποθέσεις αρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Προβλέπεται μια αλληλουχία ασφυκτικών και ανελαστικών προθεσμιών και δη κατά σειρά : α ) προθεσμία εκατό ( 100 ) ημερών για την κατάθεση προτάσεων και την προσκομιδή αποδεικτικών μέσων και διαδικαστικών εγγράφων, β ) προθεσμία δεκαπέντε ( 15 ) ημερών για την κατάθεση προσθήκης – αντικρούσεως, γ ) προθεσμία δεκαπέντε ( 15 ) ημερών για τη χρέωση της υποθέσεως και την εγγραφή αυτής στο οικείο πινάκιο και δ ) προθεσμία ορισμού δικασίμου εντός τριάντα ( 30 ) ημερών από τη λήξη της αμέσως προαναφερομένης προθεσμίας. Δηλαδή, κατά το σχήμα του Νόμου, η υπόθεση πρέπει να εισαχθεί προς συζήτηση εκατόν εξήντα ( 160 ) ημέρες μετά την κατάθεση της αγωγής, ήτοι ύστερα από πεντέμισι μήνες περίπου. Η εξαιρετική συντόμευση του χρόνου εισαγωγής της υποθέσεως προς συζήτηση στο ακροατήριο είναι prima facie ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη, λαμβανομένου υπόψη ότι υπό το ισχύον μέχρι την 31.12.2015 σύστημα υποθέσεις τακτικής διαδικασίας διαφόρων κλάδων του αστικού και εμπορικού δικαίου προσδιορίζονται προς συζήτηση στα οικεία πινάκια του Πρωτοδικείου Αθηνών ακόμη και κατά τους πρώτους μήνες του έτους 2019 ( ενδεικτικώς αναφέρουμε ότι αγωγές του Τμήματος Ενοχικού Δικαίου αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου προσδιορίζονται το μήνα Νοέμβριο του έτους 2017, αγωγές του Τμήματος Ενοχικού Δικαίου αρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου προσδιορίζονται το μήνα Νοέμβριο του έτους 2018, αγωγές του Τμήματος Εμπορικού Δικαίου αρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου προσδιορίζονται το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2019 και αγωγές του Τμήματος Εμπραγμάτου Δικαίου αρμοδιότητος του Μονομελούς Πρωτοδικείου προσδιορίζονται το μήνα Μάρτιο του έτους 2019 ). Ωστόσο, υπάρχει ο βάσιμος φόβος ότι η υποχρεωτική αυτή επιτάχυνση θα είναι αναποτελεσματική, όπως αναλυτικώς κατωτέρω θα εξηγηθεί. Από δικαιοπολιτικής απόψεως, πρέπει κατ’ αρχάς να παρατηρηθεί ότι υπό τη νέα ρύθμιση δεν διασφαλίζεται η ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Πράγματι, με δεδομένο ότι : α ) αφετηρία των προθεσμιών καταθέσεως των προτάσεων, των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων είναι η κατάθεση και όχι η επίδοση της αγωγής και β ) ο ενάγων έχει την υποχρέωση να προβεί σε επίδοση της αγωγής εντός προθεσμίας τριάντα ( 30 ) ή εξήντα ( 60 ) ημερών από της καταθέσεως, κατά περίπτωση, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η αρχική προθεσμία των εκατό ( 100 ) ή των εκατόν τριάντα ( 130 ) ημερών στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν θα ισχύει για τον εναγόμενο, καθ’ όσον ο ενάγων εκ λόγων τακτικής κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και κατά τα κοινώς ισχύοντα στη δικαστηριακή πρακτική θα επιδίδει το αγωγικό δικόγραφο προς το τέλος της προθεσμίας αυτής ή ακόμη και την τελευταία ημέρα της ( δηλαδή την τριακοστή ή την εξηκοστή, αντιστοίχως ), με συνέπεια η βασική προθεσμία των εκατό ( 100 ) ή των εκατόν τριάντα ( 130 ) ημερών να περιορίζεται εν τοις πράγμασιν σε μόλις εβδομήντα ( 70 ) για τον ευρισκόμενο σε θέση άμυνας εναγόμενο, γεγονός, το οποίο καθιστά χείρονα τη θέση του από πλευράς χρόνου προετοιμασίας για τη σύνταξη των προτάσεων και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και των διαδικαστικών εγγράφων. Σημειωτέον ότι αυτή η ανισότητα δεν παρατηρείται – ή τουλάχιστον αμβλύνεται – στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος, καθ’ όσον για το μεν Πολυμελές Πρωτοδικείο η μέχρι την 31.12.2015 ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 237 ΚΠολΔ προβλέπει κατάθεση των προτάσεων και των σχετικών το αργότερο είκοσι ( 20 ) ημέρες προ της ορισθείσας δικασίμου, για το δε Μονομελές Πρωτοδικείο η μέχρι σήμερα ισχύουσα διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ προβλέπει κατάθεση προτάσεων, σχετικών κλπ. επί της έδρας κατά τη συζήτηση, δεδομένου μάλιστα ότι εξ αντικειμένου η μεν κατάθεση απέχει σημαντικά από την οριζομένη ημερομηνία δικασίμου, η δε κατά το νυν ισχύον άρθρο 228 ΚΠολΔ επίδοση της αγωγής εντός προθεσμίας εξήντα ( 60 ) ή ενενήντα ( 90 ) ημερών προ της δικασίμου, ακόμη και εάν χωρεί την τελευταία στιγμή με σκοπό τον αιφνιδιασμό του εναγομένου ή και αντιδικονομικώς κατά παράβαση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, αντιμετωπίζεται από τον εναγόμενο με υποβολή αιτήματος αναβολής κατά την νυν ισχύουσα διάταξη του άρθρου 241 ΚΠολΔ, ώστε να αποφεύγονται δικονομικές στρεβλώσεις και αδικίες, εφ’ όσον κρίνεται από το Δικαστήριο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων πάντοτε ευρίσκεται σε θέση ισχύος και διαθέτει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, έχων τη δυνατότητα μακροχρονίου προετοιμασίας προ της καταθέσεως της αγωγής, δεν επιτρέπεται να άγει σε εν τοις πράγμασιν περιστολή των προθεσμιών εις βάρος του εναγομένου. Προτείνουμε λοιπόν την τροποποίηση της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, ώστε οι προβλεπόμενες σε αυτό προθεσμίες να έχουν ως αφετηρία το χρόνο επιδόσεως της αγωγής. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δύναται από τεχνικής απόψεως να επιτευχθεί με την επιβολή στον ενάγοντα της υποχρεώσεως να προσκομίσει στον αρμόδιο Γραμματέα αντίγραφο της εκθέσεως επιδόσεως της αγωγής, γενομένης σχετικής επισημειώσεως στο φάκελο της δικογραφίας, ενώ σχετική μνεία περί του χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας καταθέσεως των προτάσεων θα γίνεται κατά τη σύνταξη της εκθέσεως καταθέσεως της αγωγής, τροποποιουμένης κατά τούτο και της σχετικής διατάξεως της παρ. 2 του νέου άρθρου 226 ΚΠολΔ, η δε κατάθεση του αποδεικτικού επιδόσεως της αγωγής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται το αργότερο εντός της τριακονθημέρου ή εξηκονθημέρου προθεσμίας του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, προβλεπομένης άλλως της αυτής κυρώσεως, ήτοι της κατά πλάσμα δικαίου μη ασκήσεως της αγωγής.

Β. Η εξεταζομένη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ εισάγει – για πρώτη φορά – ένα συμπαγές σύστημα « τυπικής » συζητήσεως. Βασικοί άξονες αυτού του τυπικού συστήματος συζητήσεως είναι : α ) ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός της εξετάσεως μαρτύρων στο ακροατήριο, β ) η δυνατότητα συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο άνευ της παρουσίας διαδίκων και πληρεξουσίων δικηγόρων και γ ) ο πλήρης και ανεξαίρετος αποκλεισμός εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 241 ΚΠολΔ, ήτοι της χορηγήσεως αναβολής της συζητήσεως για σπουδαίο λόγο. Την απομάκρυνση από το μέχρι σήμερα ισχύον σύστημα της προφορικής συζητήσεως στην τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό επιβεβαιώνει με σαφήνεια, αφ’ ενός μεν το γεγονός της καταργήσεως του άρθρου 270 ΚΠολΔ ( και δη του εδ. α΄ της παρ. 1 αυτού, το οποίο ορίζει εν είδει γενικού κανόνος ότι η ενώπιον των πρωτοβαθμίων Δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική ), αφ’ ετέρου δε η νέα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 115 ΚΠολΔ, η οποία επαναλαμβάνει μεν τον κανόνα ότι η προφορική συζήτηση στον πρώτο βαθμό είναι υποχρεωτική, εισάγει όμως τη ρητή – και καταλυτική από συστηματικής πλευράς – επιφύλαξη της εφαρμογής των νέων άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η επιλογή και εφαρμογή του αυστηρού αυτού συστήματος « τυπικής » συζητήσεως πάσχει και κατά τους τρεις βασικούς άξονες αυτού. Πράγματι, καίτοι είναι ευχερώς κατανοητή η πρόθεση του Νομοθέτη να επιβάλει την ταχεία διεξαγωγή της συζητήσεως στο ακροατήριο δια του κατ’ αρχήν αποκλεισμού της εμμαρτύρου αποδείξεως και της γενικεύσεως της εφαρμογής ( εν είδει υποκαταστάτου αυτής ) των ενόρκων βεβαιώσεων, είναι αμφίβολο εάν η επιτάχυνση αυτή δύναται να επιτευχθεί δια του αποκλεισμού ενός βασικού αποδεικτικού μέσου, προβλεπομένου και λειτουργούντος ήδη στο πλαίσιο των αρχαίων ελληνικών δικαίων, του ρωμαϊκού και βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, αλλά και αναγνωριζομένου ακόμη και σήμερα από το σύνολο σχεδόν των συγχρόνων δικαίων ( ηπειρωτικού ευρωπαϊκού, αγγλοσαξωνικού κλπ. ). Το βασικό, και εν πολλοίς βάσιμο κατά τον ουσιώδη πυρήνα του, επιχείρημα ότι στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης ο μάρτυρας, ως προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών ενός διαδίκου μέρους, θα καταθέσει τα αυτά πραγματικά περιστατικά είτε δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου είτε δια της ενόρκου βεβαιώσεως και ως εκ τούτου είναι περιττή η απώλεια χρόνου στο ακροατήριο, δεν αναιρεί την πραγματική ανάγκη υποβολής του μάρτυρος στη βάσανο του ακροατηρίου, ως « βάσανος » δε νοείται ο απ’ ευθείας έλεγχος της αξιοπιστίας του μάρτυρος με ερωτήσεις από το Δικαστήριο και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων και άμεση διασταύρωση των απαντήσεων αυτού με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Άλλωστε, ουδείς δύναται να παραγνωρίσει ότι στη ένορκο βεβαίωση καταγράφονται μόνο όσα ο μάρτυρας καταθέτει προς υποστήριξη των θέσεων και απόδειξη των ισχυρισμών του προσαγαγόντος αυτόν διαδίκου και εν τοις πράγμασιν καθ’ υπαγόρευσιν του πληρεξουσίου δικηγόρου του τελευταίου, ο οποίος είναι ο από τεχνικής απόψεως συντάκτης της, ενώ στη ζώσα μαρτυρική κατάθεση ο μάρτυρας υποχρεούται να απαντήσει όχι μόνο σε ερωτήσεις τείνουσες σε απόδειξη των ισχυρισμών του προσαγαγόντος αυτόν διαδίκου, αλλά και στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου και του πληρεξουσίου δικηγόρου του αντιδίκου του, οι οποίες τείνουν στην μεν πρώτη περίπτωση στην αναζήτηση εξ υπηρεσιακού καθήκοντος της ουσιαστικής αληθείας, στη δε δεύτερη περίπτωση στην απόδειξη της βασιμότητος των αντιθέτων ισχυρισμών του αντιδίκου. Είναι, κατά την άποψή μας, προφανές τι είναι προτιμότερο. Άλλωστε, η παγιωμένη επί δύο περίπου αιώνες πρακτική των ελληνικών Δικαστηρίων οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα πρωτοβάθμια Δικαστήρια θα κάμουν ευρεία χρήση της ευχερείας της παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ περί επαναλήψεως της συζητήσεως επί σκοπώ εξετάσεως μαρτύρων, με τελικό αποτέλεσμα την πραγματική επιβράδυνση της διαδικασίας, καθ’ όσον η εξέταση μαρτύρων δεν θα έχει τελικώς αποφευχθεί, έστω και εάν η νέα διάταξη του άρθρου 422 παρ. 3 ΚΠολΔ προβλέπει τη δυνατότητα προσκομιδής μεγάλου αριθμού ενόρκων καταθέσεων ( έως πέντε για κάθε διάδικο και έως τρεις για την αντίκρουση ). Σημειωτέον ότι η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει μεν στην παρ. 2 αυτής τη δυνατότητα παραστάσεως των διαδίκων κατά τη λήψη της ενόρκου βεβαιώσεως, όχι όμως και τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων στον εξεταζόμενο, ώστε να διασφαλίζεται στο δικονομικό αυτό στάδιο ο έλεγχος της βασιμότητος των κατατιθεμένων από τον αντίδικο, όπως ρητώς προβλέπεται στην αντίστοιχο διάταξη του άρθρου 185 παρ. 3 του ΚΔΔ, η οποία ορίζει ότι « κατά την κατάθεση του μάρτυρα παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι και μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν ». Εάν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, είναι λογική η εκτίμηση ότι η συχνότητα εξετάσεως μαρτύρων στο ακροατήριο μετά τη συζήτηση ενδέχεται να είναι μειωμένη. Κατά τη γνώμη μας, η πρόβλεψη ενός πολυπλόκου και δυσκινήτου συστήματος εξετάσεως μαρτύρων μετά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση εντός ασφυκτικών προθεσμιών, όπως αυτό περιγράφεται στην παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ και στην παρ. 1 του άρθρου 254 ΚΠολΔ, καταδεικνύει μεν την πρόθεση του Νομοθέτη να αποθαρρύνει την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, αλλά εν ταυτώ και την παραδοχή του ότι η ζώσα εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο δεν δύναται να καταργηθεί εντελώς, ούτε να αποφευχθεί. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναθεωρηθεί ο αποκλεισμός του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και να μελετηθεί η επαναφορά της ισχύουσας μέχρι την 31.12.2015 ρυθμίσεως, με πρόβλεψη, μάλιστα, της εξετάσεως των μαρτύρων από όλη τη σύνθεση του Δικαστηρίου στην περίπτωση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ( και όχι μόνο από τον Εισηγητή της υποθέσεως, χωρίς την παρουσία των λοιπών μελών της συνθέσεως και γραμματέως, κατά τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα μέχρι την 31.12.2015 ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 5 ΚΠολΔ μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 9 Ν. 4055/2012 και το άρθρο 102 παρ. 3 Ν. 4139/2013,  η οποία κρίνεται τουλάχιστον ατυχής και δυσλειτουργική στη δικαστηριακή πράξη ), ώστε να είναι εφικτή η δημιουργία πλήρους δικανικής πεποιθήσεως κατά την επακολουθούσα διάσκεψη μεταξύ Δικαστών, οι οποίοι θα έχουν ιδία αντίληψη για την αξιοπιστία του μάρτυρος και τη βασιμότητα των υπ’ αυτού κατατεθέντων. Περαιτέρω, φρονούμε ότι η για πρώτη φορά πρόβλεψη της δυνητικής απουσίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση διασπά τη βασική δικονομική αρχή της παραστάσεως του διαδίκου σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Είναι άραγε περιττή η παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά τη σημαντικότερη φάση της διαδικασίας, ήτοι κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ; Είναι η διαγνωστική δίκη μια απλή γραφειοκρατική διαδικασία, την οποία επικυρώνει μια δικαστική σύνθεση σε μια κενή αίθουσα ακροατηρίου ; Θεωρούμε ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τη διασφάλιση της δημοσιότητος της διαδικασίας, αλλά και του εν ευρεία εννοία δημοσίου ελέγχου της δικαστικής λειτουργίας, έστω και υπό τη μορφή της παραστάσεως βάσει δηλώσεως, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 242 ΚΠολΔ, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και πρέπει να τροποποιηθεί σχετικώς. Τέλος, προβληματικός τυγχάνει ο πλήρης και ανεξαίρετος αποκλεισμός εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 241 ΚΠολΔ περί αναβολής για σπουδαίο λόγο. Η προφανής βούληση του Νομοθέτη να άρει κάθε εμπόδιο στη συζήτηση της αγωγής δεν δικαιολογεί τον a priori αποκλεισμό οιουδήποτε « σπουδαίου λόγου » αναβολής. Ως « σπουδαίος λόγος » νοείται κάθε περιστατικό, το οποίο δεν είναι απότοκο αμελείας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του και καθιστά αναγκαία την αναβολή επί σκοπώ ουσιαστικής απονομής δικαίου. Το γεγονός αυτό δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικώς στο πρόσωπο του αιτούντος διαδίκου. Τοιούτο γεγονός συγκροτούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων προς επίτευξη συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς, η αδυναμία συγκεντρώσεως των αναγκαίων αποδεικτικών εγγράφων, η ενημέρωση του νέου πληρεξουσίου δικηγόρου, η συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων, η προσκομιδή των νομιμοποιητικών εγγράφων του πληρεξουσίου δικηγόρου κλπ. Διερωτώμεθα εάν υπό το νέο σύστημα συζητήσεως έχουν εκλείψει αντικειμενικώς οι ως άνω λόγοι, εξαιρετικώς συνήθεις στην τρέχουσα δικαστηριακή πρακτική. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι προδήλως αρνητική. Πρέπει άραγε να υποχρεωθούν σε συζήτηση της αγωγής οι διάδικοι εάν, έστω και την τελευταία στιγμή, αποφασίζουν να διερευνήσουν τη πιθανότητα συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς, χωρίς να επιλέγουν την οδό της διαδικασίας διαμεσολαβήσεως, την οποία εμμέσως επιβάλλει η νέα διάταξη του άρθρου 214Γ ΚΠολΔ, με αναγκαία συνέπεια τη ματαίωση της συζητήσεως, την οποία όμως τα μέρη για τους δικούς τους λόγους ( ακόμη και οικονομικούς, ιδίως για τα έξοδα των νέων κλήσεων προς συζήτηση ) δεν επιθυμούν ; Είναι λοιπόν προφανές ότι ο πλήρης και ανεξαίρετος αποκλεισμός της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 241 ΚΠολΔ είναι εσφαλμένος και πρέπει να καταργηθεί.

Γ. Η διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ λειτουργεί συμπληρωματικώς προς τη βασική ρύθμιση του άρθρου 237 ΚΠολΔ και αφορά στις προθεσμίες ασκήσεως των παρεμβάσεων, των προσεπικλήσεων, των ανακοινώσεων και των ανταγωγών, με παραπομπή κατά τα λοιπά στην ως άνω βασική ρύθμιση, καθ’ όσον αφορά στην κατάθεση προτάσεων και σχετικών. Και εδώ ισχύει η παρατήρησή μας αναφορικώς με την ανάγκη υπολογισμού της ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων όχι από την κατάθεση, αλλά από την επίδοση της αρχικής αγωγής. Ερωτηματικά γεννά η διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 238 ΚΠολΔ ( « Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές, γίνεται και στην τελευταία περίπτωση μέσα στις προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 237 » ).  Η κακή γραμματική διατύπωση της διατάξεως επιτρέπει λογικώς δύο ερμηνευτικές εκδοχές : Πρώτον, ότι στην πραγματικότητα η προθεσμία για την κατάθεση προτάσεων επί κυρίας ή προσθέτου παρεμβάσεως, προσεπικλήσεως, ανακοινώσεως δίκης και ανταγωγής είναι η αυτή με της κυρίας αγωγής, υπό την έννοια ότι αφετηρία της προθεσμίας των εκατό ( 100 ) ή των εκατόν τριάντα ( 130 ) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων και της επακολουθούσας προθεσμίας των δεκαπέντε ( 15 ) ημερών για την κατάθεση της προσθήκης – αντικρούσεως παραμένει η κατάθεση της κυρίας αγωγής, με αποτέλεσμα κυρίως οι προσερχόμενοι στη δίκη τρίτοι να έχουν πολύ λιγότερο χρόνο προετοιμασίας και εντεύθεν να τυγχάνουν ελαττωμένης δικαστικής προστασίας. Δεύτερον, ότι και στην περίπτωση κυρίας ή προσθέτου παρεμβάσεως, προσεπικλήσεως, ανακοινώσεως ή ανταγωγής ισχύει αυτοτελώς η τιθεμένη από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ προθεσμία. Πρέπει, λοιπόν, να επαναδιατυπωθεί η διάταξη, ώστε να προληφθούν διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές από τις δικάζουσες συνθέσεις και να διασφαλισθεί η ενότητα της ερμηνείας του συγκεκριμένου κανόνος δικονομικού δικαίου. Κατά την άποψή μας, η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή εξασφαλίζει πλήρως την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων, παρέχει τα εχέγγυα δικαίας δίκης και είναι απολύτως συμβατή προς το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας ( άρθρο 20 παρ. 1 Σ. ). Περαιτέρω, περιττή τυγχάνει, κατά την άποψή μας, η ρητή πρόβλεψη στην παρ. 2 ότι εντός της προθεσμίας καταθέσεως των προτάσεων προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα. Στην πράξη αναμένεται ότι, εφ’ όσον ασκηθεί κυρία ή πρόσθετος παρέμβαση, προσεπίκληση ή ανταγωγή κατά τους όρους και εντός των τιθεμένων από τη διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ προθεσμιών, ο ορισμός δικασίμου της κυρίας αγωγής θα μετατίθεται, ώστε να καθίσταται εφικτός ο εξαρχής ορισμός της αυτής δικασίμου και για την παρέμβαση κλπ. και να ικανοποιείται κατά τον τρόπο αυτό η υπερέχουσα αρχή της οικονομίας της δίκης, η οποία εκφράζεται εν προκειμένω από τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλεψη του Νομοθέτη για την περίπτωση των εκκρεμών συναφών κυρίων υποθέσεων ( κατ’ άρθρο 31 παρ. 3 ΚΠολΔ ), ήτοι της περιπτώσεως της ασκήσεως αντιθέτου κυρίας αγωγής ή συμπληρωματικής της αρχικής αγωγής, ούτως ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός αμφοτέρων στην αυτή δικάσιμο προς συνεκφώνηση και, εφ’ όσον υπάρξει σχετική προς τούτο απόφαση του Δικαστηρίου, προς συνεκδίκαση ( κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ ). Υπό τη μέχρι την 31.12.2015 ισχύουσα ρύθμιση, είναι χάριν της οικονομίας της δίκης εφικτός είτε απ’ ευθείας είτε κατόπιν αποδοχής σχετικής αιτήσεως προτιμήσεως προς τα αρμόδια όργανα του Δικαστηρίου ο προσδιορισμός αντιθέτου κυρίας αγωγής ή συμπληρωματικής αγωγής στη δικάσιμο, κατά την οποία έχει προσδιορισθεί η πρώτη ( αρχική ) αγωγή προς συνεκφώνηση, με σκοπό τη συνεκδίκασή τους, εφ’ όσον υπάρξει σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 246 ΚΠολΔ, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα δύναται να επιτευχθεί με αποδοχή αιτήματος αναβολής κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο προς συνεκφώνηση με άλλη αντίθετο ή εν γένει συναφή αγωγή, προσδιορισθείσα σε άλλη μεταγενεστέρα δικάσιμο. Θεωρούμε ότι και υπό τη νέα ρύθμιση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ η διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ εξακολουθεί να παρέχει αυτοτελή νόμιμο βάση αιτήματος αναβολής, υποβαλλομένου είτε δια των ήδη κατατεθεισών προτάσεων είτε προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και καταχωριζομένου στα οικεία πρακτικά, επί του οποίου αποφαίνεται αμέσως το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομίας της δίκης, ενώ εν πάση περιπτώσει διατηρείται η δυνατότητα εκδόσεως μετά τη συζήτηση της υποθέσεως μη οριστικής αποφάσεως, η οποία διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των εκκρεμών συναφών κυρίων υποθέσεων, ο δε εισαγόμενος νέος κανόνας του αποκλεισμού της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 241 ΚΠολΔ δεν ισχύει εν προκειμένω, λόγω της ειδικότητος της διατάξεως του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της οικονομίας της δίκης, με σκοπό την επιτάχυνση αυτής, τη μείωση των εξόδων, την αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων ή, ενίοτε, και την προαγωγή της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, επειδή υπό το νέο σύστημα είναι εξαιρετικώς πιθανό να έχει χωρήσει μεν κατάθεση και επίδοση της αντιθέτου ή της συμπληρωματικής αγωγής, αλλά να μην έχει ορισθεί δικάσιμος κατόπιν εγγραφής σε συγκεκριμένο πινάκιο, λύση ενδεχομένως παρέχει η αναβολή με απόφαση του Δικαστηρίου όχι σε συγκεκριμένη, αλλά σε ορισθησομένη δικάσιμο, και δη τη δικάσιμο που θα λάβει η ασκηθείσα αντίθετος ή η συμπληρωματική αγωγή, στην οποία θα μεταφερθεί με κλήση του επιμελεστέρου των διαδίκων η αρχική αγωγή. 

Δ. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία εάν οι διάδικοι δεν λάβουν μέρος κανονικά στη δίκη, η συζήτηση της υποθέσεως ματαιώνεται, είναι συνεπής προς το εισαγόμενο σύστημα « τυπικής » συζητήσεως και ιδίως προς τη μη παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά τη συζήτηση. Ωστόσο, όπως είναι παγκοίνως γνωστό στη δικαστηριακή πρακτική, η ματαίωση της συζητήσεως δεν αποτελεί, άνευ άλλου τινός, προϊόν της αδιαφορίας ή της αμελείας των διαδίκων, αλλά συχνότατα χωρεί και αξιοποιείται στο πλαίσιο εξευρέσεως συμβιβαστικής μεταξύ τους λύσεως της διαφοράς, οι δε συμβιβαστικές αυτές προσπάθειες λαμβάνουν χώρα ακόμη και την ημέρα της δικασίμου. Κατά συνέπεια, είναι εσφαλμένος ο αποκλεισμός της ματαιώσεως της συζητήσεως στο ακροατήριο και ο περιορισμός αυτής μόνο στην περίπτωση της μη κανονικής συμμετοχής των διαδίκων στη δίκη ( λ.χ. με μη υποβολή προτάσεων ). Ωστόσο, πρέπει να επιδοκιμασθεί η νέα κύρωση της διαγραφής της υποθέσεως από το πινάκιο και η κατά πλάσμα του νόμου αντιμετώπιση της αγωγής ως μη ασκηθείσας, εάν δεν ζητηθεί ο προσδιορισμός της συζητήσεως της υποθέσεως εντός εξήντα ( 60 ) ημερών από της ματαιώσεως, καθ’ όσον πρέπει να κατασταλεί το φαινόμενο της επί μακρό χρονικό διάστημα διατηρήσεως στα πινάκια μεγάλου αριθμού ματαιωθεισών και πράγματι εγκαταλελειμμένων υποθέσεων.

Ε. Κατ’ αρχήν θετική τυγχάνει κατά την άποψή μας η ρύθμιση των συνεπειών της ερημοδικίας των διαδίκων υπό τις εισαγόμενες νέες ρυθμίσεις του ΚΠολΔ. Καθ’ όσον αφορά στην ερημοδικία του εναγομένου, παραμένει σε ισχύ η ρύθμιση του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά την οποία σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός εάν πρόκειται για γεγονότα, για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφ’ όσον κρίνεται νόμω βάσιμος και δεν υπάρχει ένσταση εξεταζομένη αυτεπαγγέλτως. Η ρύθμιση αυτή εντάσσεται αρμονικώς στο σύστημα της συζητήσεως ( άρθρο 106 ΚΠολΔ ) και δικαιολογική βάση αυτής αποτελεί η λογική παραδοχή ότι ο εναγόμενος, ο οποίος, καίτοι έχει κλητευθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, δεν παρίσταται, αδιαφορεί για την έκβαση της κατ’ αυτού δίκης και αποδέχεται την ουσιαστική βασιμότητα των διαλαμβανομένων στην κατ’ αυτού αγωγή πραγματικών ισχυρισμών. Περαιτέρω, το νέο εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ προβλέπει ότι, εάν η επίδοση της αγωγής και της κλήσεως προς συζήτηση δεν έχουν λάβει χώρα νομίμως και εμπροθέσμως, η συζήτηση της αγωγής δεν κηρύσσεται απαράδεκτος, όπως εξακολουθεί να συμβαίνει και υπό τη νέα ρύθμιση σε κάθε άλλη διαδικασία πλην της τακτικής, αλλά η αγωγή θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως μη ασκηθείσα. Η ρύθμιση αυτή είναι, πράγματι, απολύτως συνεπής προς τη βασική διάταξη της παρ. 2 του νέου άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει την αυτή δικονομική κύρωση σε περίπτωση μη επιδόσεως της κατατεθείσας αγωγής εντός προθεσμίας τριάντα ( 30 ) ημερών ή εξήντα ( 60 ) ημερών, εάν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής. Όμως, οφείλουμε να επισημάνουμε εν προκειμένω ότι με τις προαναφερόμενες δύο διατάξεις εισάγεται διαφορετική αντιμετώπιση των συνεπειών της μη ασκήσεως ή της μη εμπροθέσμου και νομοτύπου ασκήσεως της αγωγής αναλόγως του εάν πρόκειται για υπόθεση της τακτικής ή άλλης ειδικής διαδικασίας, το γεγονός δε αυτό συνιστά αναμφιβόλως δογματική ρωγμή της ενότητος του δικονομικού μας συστήματος και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ευρυτέρας συζητήσεως, δεδομένου ότι οι συζητούμενες κατά τις διατάξεις των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ υποθέσεις ουδόλως δύνανται να χαρακτηρισθούν, άνευ άλλου τινός, ως ήσσονος σημασίας ή ελάσσονος πολυπλοκότητος από νομικής απόψεως. Τέλος, ορθή και επιδοκιμαστέα είναι η ρύθμιση του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει ως κύρωση της ερημοδικίας του επισπεύδοντος τη συζήτηση ενάγοντος την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν, διότι τεκμαίρεται η εκ μέρους του εγκατάλειψη του δικαστικού αγώνος, το αυτό δε ισχύει και για σχετικές ρυθμίσεις των παρ. 2 και 3 του ιδίου άρθρου αναφορικώς : α ) με την ερημοδικία των διαδίκων σε περίπτωση επισπεύσεως της συζητήσεως από του εναγόμενο και τον κυρίως ή προσθέτως παρεμβάντα και β ) την τύχη της ανταγωγής σε περίπτωση ερημοδικίας.

ΣΤ. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 294 ΚΠολΔ προβλέπει ότι στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ ο ενάγων δύναται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον τελευταίο, η δε παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτος, εφ’ όσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με έκδοση οριστικής αποφάσεως. Δεν είναι κατανοητή η επιλογή του νομοθέτη να θέσει ως χρονικό όριο του παραδεκτού της άνευ συναινέσεως του εναγομένου παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής την κατάθεση των προτάσεων του εναγομένου, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις η παραίτηση ακολουθεί ένα εξώδικο συμβιβασμό των διαδίκων έστω και την τελευταία στιγμή, ενώ σε άλλες αποτελεί τεχνικό μέσο άρσεως ατελειών του αγωγικού δικογράφου με την κατάθεση νέου σε μέλλοντα χρόνο εντός της τιθεμένης από τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ προθεσμίας. Προβληματισμό προκαλεί και η νέα διάταξη του άρθρου 297 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει αδιακρίτως και χωρίς ειδική αναφορά στις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ ότι η κατά τις διατάξεις των άρθρων 294 και 296 ΚΠολΔ παραίτηση χωρεί ή με δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις. Τι γίνεται λοιπόν στην περίπτωση, κατά την οποία ο ενάγων παραιτείται του δικογράφου της αγωγής με τις προτάσεις του, ενώ ο εναγόμενος έχει ήδη καταθέσει προτάσεις, ή εμφανίζεται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και δηλώνει την παραίτηση ή επιδίδει σχετικό δικόγραφο στον εναγόμενο εντός της προθεσμίας των εκατό ημερών του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ ; Εάν υποτεθεί, όπως είναι εύλογο, ότι η διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ οριοθετεί ειδικώς και αποκλειστικώς ως χρονικό σημείο παραδεκτής άνευ συναινέσεως του εναγομένου παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής την κατάθεση των προτάσεων του τελευταίου, τότε, καθ’ όσον αφορά στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας, ο ενάγων περιέρχεται σε χείρονα θέση, διότι αδυνατεί να προβεί σε δήλωση παραιτήσεως άνευ συναινέσεως του εναγομένου κατά την κατ’ αντιμωλία συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ή με επίδοση δικογράφου ή με τις κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ κατατιθέμενες προτάσεις του μετά την τυχόν προηγηθείσα κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο και διατηρεί την ευχέρεια αυτή μόνον εάν ο τελευταίος δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζήτηση. Σκόπιμη κατά την άποψή μας είναι η άρση της διαφοροποιήσεως του χρόνου και του τρόπου της άνευ συναινέσεως του εναγομένου παραιτήσεως από το αγωγικό δικόγραφο μεταξύ της τακτικής και των λοιπών διαδικασιών προς επιτάχυνση της καταργήσεως της δίκης, όταν ο ίδιος ο ενάγων εκδηλώνει με τον πλέον σαφή τρόπο τη βούλησή του να μην προχωρήσει σε συζήτηση της αγωγής του.

ΙΙΙ. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
          Όπως έχει αναλυτικώς εκτεθεί, οι νέες διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ προβλέπουν βραχείες προθεσμίες συζητήσεως της αγωγής, της ανταγωγής, των παρεμβάσεων κλπ., οι οποίες υπολογίζονται από της καταθέσεως της αρχικής αγωγής, κατά τα αναλυτικώς ανωτέρω εκτεθέντα. Δεδομένου ότι κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου Ενάτου παρ. 1 Ν. 4335/2015 οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται επί των κατατιθεμένων από 1.1.2016 αγωγών, εκτιμάται ότι συζήτηση υποθέσεων επί τη βάσει των εν λόγω διατάξεων θα λάβει χώρα μόλις κατά το μήνα Μάιο του ιδίου έτους. Η συζήτηση των εν λόγω υποθέσεων κατά το χρόνο αυτό δεν είναι δυνατόν να παραταθεί τεχνικώς ( λόγω ανεπαρκούς αριθμού Δικαστικών Λειτουργών, Δικαστικών Γραμματέων, δικαστικών αιθουσών, αποθηκευτικών και λοιπών βοηθητικών χώρων κλπ. ) σε μεταγενέστερες ημερομηνίες, διότι, κατά τις εν λόγω διατάξεις, οι δικογραφίες σχηματίζονται εντός συγκεκριμένων προθεσμιών και αμέσως ακολουθεί η συζήτησή τους. Ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι για τους προαναφερομένους καθαρώς τεχνικής φύσεως λόγους ερευνάται το ενδεχόμενο της σιωπηράς « παρακάμψεως » των καταληκτικών προθεσμιών συζητήσεως της αγωγής, δεν είναι δυνατή η φύλαξη ( κατ’ ουσίαν η αποθήκευση ) των, συνηθέστατα, ογκωδεστάτων δικογραφιών σε χώρους του Πρωτοδικείου Αθηνών ( τοιούτοι χώροι δεν υπάρχουν ), πολλώ δε μάλλον στις κατοικίες των Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε αποθηκευτικούς χώρους, ακόμη και εάν οι Δικαστές ήσαν πρόθυμοι προς τούτο. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του νέου συστήματος συζητήσεως των αγωγών της τακτικής διαδικασίας ( οι οποίες είναι από νομικής απόψεως οι πλέον πολύπλοκες και δυσχερείς ) εντός των προθεσμιών των νέων διατάξεων δεν είναι απλώς υποχρεωτική, αλλά αναγκαστική, η δε συζήτηση των ωρίμων υποθέσεων πράγματι θα επιτυγχάνεται εντός της ορισθείσας δικασίμου και δη ταχέως ( εντός το πολύ μιας ώρας, ιδίως κατά τους πρώτους μήνες εφαρμογής των νέων διατάξεων ), δεδομένου ότι δεν θα χωρεί, κατ’ αρχήν, εξέταση μαρτύρων. Τούτο όμως δημιουργεί σειρά δυσχερών πρακτικών προβλημάτων, τα οποία προδήλως δεν ελήφθησαν υπόψη. Ειδικότερα :
         Α. Απλή έρευνα στα αρμόδια Τμήματα της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών θα αποκάλυπτε σε πάντα ενδιαφερόμενο ότι οι κατατιθέμενες μέχρι την 31.12.2015 αγωγές τακτικής διαδικασίας ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ( εκδικαζόμενες κατά το καταργούμενο σύστημα με την εξέταση μαρτύρων κλπ. ) προσδιορίζονται σήμερα σε δικασίμους των πρώτων τριών μηνών του έτους 2019 ! Αυτό σημαίνει ότι τα δύο δικονομικά συστήματα εκδικάσεως αγωγών της τακτικής διαδικασίας θα συνυπάρξουν τουλάχιστον επί τριετία ( στην πραγματικότητα επί πολύ περισσότερα έτη, εάν ληφθούν υπόψη οι αναβολές ), με συνέπεια τον κατ’ ουσίαν διπλασιασμό της δικαζομένης ύλης, χωρίς ταυτόχρονη ανάλογη αύξηση του αριθμού των Δικαστικών Λειτουργών, των Δικαστικών Γραμματέων και της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής ( αιθουσών ακροατηρίων, αποθηκευτικών χώρων δικογραφιών, συστημάτων καταγραφής της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας, συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, εκτυπωτών, σαρωτών, υποδομή συνδέσεως στο διαδίκτυο κλπ. ). Αυτό πρακτικώς σημαίνει ότι η από 1.1.2016 μηνιαία χρέωση εκάστου υπηρετούντος στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστή με το βαθμό του Πρωτοδίκη θα ανέλθει κατά μέσο όρο τουλάχιστον στις σαράντα ( 40 ) έως πενήντα ( 50 ) δικογραφίες στην τακτική διαδικασία Μονομελούς αντί είκοσι ( 20 ) έως είκοσι πέντε ( 25 ) δικογραφιών σήμερα και τουλάχιστον στις είκοσι ( 20 ) έως τριάντα ( 30 ) δικογραφίες στην τακτική διαδικασία Πολυμελούς αντί δέκα ( 10 ) έως δεκαπέντε ( 15 ) δικογραφιών σήμερα, ήτοι η συνολική μηνιαία χρέωση εκάστου Δικαστού της τακτικής διαδικασίας θα ανέλθει τουλάχιστον σε εξήντα ( 60 ) δικογραφίες και δεν αποκλείεται να υπερβεί τις ογδόντα ( 80 ), τουλάχιστον για την επομένη τριετία ( 2016 – 2019 ). Αντίστοιχη επιβάρυνση αναμένει και τους Προέδρους των συνθέσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οι οποίοι υποχρεούνται να μελετήσουν διπλάσιο αριθμό δικογραφιών και να δαπανήσουν, όπως και οι Δικαστές των συνθέσεων, πολύ περισσότερο χρόνο σε διασκέψεις προς έκδοση αποφάσεων. Εξάλλου, είναι εξαιρετικώς αμφίβολο εάν το κατά τα φαινόμενα σημαντικό πλεονέκτημα του ορισμού εξαιρετικώς συντόμου δικασίμου και της συζητήσεως μεγάλου αριθμού υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας κατά τις νέες διατάξεις θα διατηρηθεί κατά την εφαρμογή αυτών, δεδομένου ότι αναμένεται μεγάλος αριθμός παραιτήσεων από δικόγραφα ήδη κατατεθειμένων αγωγών και κατάθεση νέων πανομοιοτύπων, προκειμένου να επιτευχθεί η συζήτηση των υποθέσεων όχι κατά τα έτη 2018 ή 2019, αλλά εντός του έτους 2016. Ωστόσο, τυχόν υπερβολικός αριθμός νέων αγωγών θα οδηγήσει μοιραίως σε υπέρβαση του προβλεπομένου από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δικαστηρίου ανωτάτου αριθμού χρεουμένων ανά Δικαστή δικογραφιών και εντεύθεν σε ενεργοποίηση της προβλεπομένης στο εδ. 4 της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ ρυθμίσεως, η οποία σαφώς προβλέπει την ευχέρεια ορισμού Δικαστού και χρόνου συζητήσεως εντός του « απολύτως αναγκαίου χρόνου ». Συνέπεια της εξελίξεως αυτής θα είναι όχι μόνο η περιέλευση της Γραμματείας του Δικαστηρίου σε απελπιστική κατάσταση λόγω της συσσωρεύσεως ογκωδεστάτων δικογραφιών σε όλους τους διαθεσίμους χώρους των πεπαλαιωμένων κτιρίων της Πρώην Σχολής Ευελπίδων, αλλά, τελικώς, και η σταδιακή αύξηση του χρονικού διαστήματος μεταξύ της καταθέσεως της αγωγής και της συζητήσεως αυτής, το οποίο θα είναι, σε βάθος χρόνου όχι μείζον του πρώτου έτους από της εφαρμογής των νέων διατάξεων, πολύ μεγαλύτερο του προβλεπομένου κατά τα προεκτιθέμενα χρονικού διαστήματος των εκατόν εξήντα ( 160 ) ημερών. Την εκτίμηση αυτή ενισχύουν τα ευρισκόμενα στη διάθεσή μας στατιστικά στοιχεία : Από 1.1.2015 έως 18.10.2015 κατετέθησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 6.012 αγωγές τακτικής διαδικασίας, το έτος 2014 κατετέθησαν 7.262 αγωγές ( δηλαδή 605 δικόγραφα ανά μήνα κατά μέσο όρο ), το έτος 2013 κατετέθησαν 8.264 αγωγές ( δηλαδή 688 δικόγραφα ανά μήνα κατά μέσο όρο ) και το έτος 2012 κατετέθησαν 11.299 αγωγές ( δηλαδή 941 δικόγραφα ανά μήνα κατά μέσο όρο ). Περαιτέρω, από 1.1.2015 έως 18.10.2015 κατετέθησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 18.866 αγωγές τακτικής διαδικασίας, το έτος 2014 κατετέθησαν 28.129 αγωγές ( δηλαδή 2.344 δικόγραφα ανά μήνα κατά μέσο όρο ), το έτος 2013 κατετέθησαν 29.794 αγωγές ( δηλαδή 2.482 δικόγραφα ανά μήνα κατά μέσο όρο ) και το έτος 2012 κατετέθησαν 25.262 αγωγές ( δηλαδή 2.105 δικόγραφα ανά μήνα κατά μέσο όρο ). Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμάται ότι κατά τους πρώτους μήνες του έτους 2016 θα κατατίθενται μηνιαίως τουλάχιστον εξακόσια πενήντα ( 650 ) νέα δικόγραφα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και τουλάχιστον δύο χιλιάδες ( 2.000 ) νέα δικόγραφα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, πέραν των ήδη προσδιορισθέντων κατά το νυν ισχύον σύστημα συζητήσεως, τα οποία παραμένουν εκκρεμή. Το σύνολο των δικογράφων ( παλαιών και νέων ) θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο αυτός αριθμός υπηρετούντων στα αμιγή τμήματα τακτικής διαδικασίας Δικαστών ( ήτοι τριάντα δύο Πρόεδροι Πρωτοδικών, εκατόν δεκαπέντε Πρωτοδίκες και τριάντα τρεις Πάρεδροι Πρωτοδικείου, νυν υπηρετούντες στα Τμήματα Εμπραγμάτου, Ενοχικού, Εμπορικού Δικαίου και Κτηματολογίου, μη συνυπολογιζομένων στον αριθμό αυτό των υπηρετούντων στο Ειδικό Τμήμα Οικογενειακού Δικαίου Δικαστών, οι οποίοι εκδικάζουν και τις εισαγόμενες κατά την τακτική διαδικασία υποθέσεις κληρονομικού δικαίου λόγω του συγκριτικώς μικροτέρου αριθμού τους ). Είναι προφανές ότι με τις νέες ρυθμίσεις του ΚΠολΔ επιτυγχάνεται μεν ( αναγκαστικώς, κατά τα προεκτιθέμενα ) ονομαστική επιτάχυνση στην εκδίκαση των εισαγομένων κατά την τακτική διαδικασία υποθέσεων αρμοδιότητος του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην πραγματικότητα όμως επέρχεται ουσιαστική και σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού δημοσιεύσεως αποφάσεων ακόμη και από τους επιμελεστέρους των Δικαστών, καθ’ όσον είναι ανθρωπίνως αδύνατον να μελετηθούν σε σύντομο χρόνο τόσες δυσχερείς υποθέσεις, τυχόν δε αύξηση του αριθμού δημοσιεύσεως κάποιων Δικαστών με μεγάλη πιθανότητα θα συνοδεύεται από σημαντική υποχώρηση στην ποιότητα και νομική αρτιότητα αυτών. Δεν πρέπει να παροράται ότι ζητούμενο αποτελεί όχι μόνο η ταχύτητα, αλλά και η ορθότητα ( νομική και ουσιαστική ) της δικαστικής αποφάσεως. Κάθε άλλη επιλογή ουδόλως άγει στο ζητούμενο αποτέλεσμα, ήτοι στον εκσυγχρονισμό και στην αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης.
       Β. Ουδόλως λαμβάνεται υπόψη ότι, πέραν της πολιτικής διαδικασίας, οι Δικαστικοί Λειτουργοί της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης συμμετέχουν στις συνθέσεις των ποινικών ακροατηρίων και (υποχρεωτικώς σύμφωνα με διάσπαρτες στη νομοθεσία διατάξεις) σε πλήθος επιτροπών, πειθαρχικών οργάνων κλπ. (στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων άνευ προσθέτου αμοιβής). Η υπέρμετρη επιβάρυνσή τους στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας θα επιφέρει νέες σημαντικές δυσλειτουργίες στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία ήδη αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα, δεδομένου ότι δεν θα υφίσταται ούτε ο στοιχειωδώς αναγκαίος χρόνος για την ουσιαστική και εις βάθος μελέτη των δεκάδων χιλιάδων εκκρεμών ποινικών δικογραφιών. Σημειωτέον ότι σήμερα οι υπηρετούντες στο Δικαστήριο Πρωτοδίκες ( οι οποίοι και θα επωμισθούν το μείζον μέρος του βάρους της αυξήσεως της δικαζομένης ύλης ) συμμετέχουν τουλάχιστον σε τέσσερις έως πέντε ποινικές έδρες το μήνα ( Μ.Ο.Δ., Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων ), οι οποίες στην πράξη πολλαπλασιάζονται, λόγω της διακοπής πολλών συνεδριάσεων των ως άνω Δικαστηρίων για άλλες δικασίμους, με συνέπεια την πραγματική μείωση του διαθεσίμου χρόνου των Δικαστών για τη μελέτη των πολιτικών δικογραφιών, τη διάσκεψη ( σε πολυμελείς συνθέσεις ) και τη σύνταξη και δημοσίευση των αποφάσεων.
       Γ. Η νέα αρχιτεκτονική του άρθρου 237 ΚΠολΔ δημιουργεί σημαντικές δυσχέρειες στη λειτουργία της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στο πλαίσιο του μέχρι την 31.12.2015 ισχύοντος συστήματος ο προσδιορισμός του πινακίου ( ήτοι ο προσδιορισμός του συγκεκριμένου τομέως δικαίου ) και ο ορισμός δικασίμου γίνονται κατά την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή είναι εξ αρχής γνωστό ( κατά την κατάθεση της αγωγής ) ποια είναι η δικάσιμος και η ώρα συζητήσεως της υποθέσεως, ποιο είναι το πινάκιο και σε ποια αίθουσα χωρεί η συζήτηση. Το σύστημα αυτό από 1.1.2016 παύει να ισχύει, καθ’ όσον ρητώς προβλέπεται στο νέο άρθρο 237 ΚΠολΔ ότι ο ορισμός δικασίμου και η χρέωση στην αρμοδία πολυμελή ή μονομελή σύνθεση θα χωρεί όχι κατά την κατάθεση της αγωγής, αλλά μετά τη λήξη της δεκαπενθημέρου προθεσμίας της προσθήκης – αντικρούσεως. Δεδομένης της ελλιπούς μηχανοργανώσεως των αρμοδίων Τμημάτων της Γραμματείας ( και δη του Τμήματος Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας και των Τμημάτων Γραμματέων Έδρας Τακτικής Διαδικασίας Πολυμελούς και Μονομελούς ), είναι απολύτως αναγκαίος ο ταχύς και αποτελεσματικός συντονισμός των εν λόγω Τμημάτων με ενεργό ανάμιξη των Προέδρων Πρωτοδικών των Συνθέσεων της Τακτικής Διαδικασίας Πολυμελούς, οι οποίοι, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ, θα αναλάβουν το έργο του ορισμού των συνθέσεων του Πολυμελούς και του Μονομελούς, αλλά και του ορισμού της ημέρας και της ώρας της δικασίμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, εγκαταλείπεται το απλό, επιτυχές και εμπεδωμένο στη συνείδηση Δικαστών, Δικηγόρων και Δικαστικών Υπαλλήλων σύστημα του αμέσου εξαρχής προσδιορισμού δικασίμου κατά την κατάθεση του αγωγικού δικογράφου ( δηλαδή σε ένα Τμήμα της Γραμματείας, το Τμήμα Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας ) και αντικαθίσταται από ένα πολύπλοκο και δυσχερώς διαχειρίσιμο « κατά στάδια » σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει : α ) την απλή κατάθεση της αγωγής ( άνευ ορισμού ημέρας και ώρας δικασίμου και συγκεκριμένου πινακίου ) στο Τμήμα Πινακίων, εκδιδομένης απλώς της πράξεως καταθέσεως δικογράφου, β ) την άμεση διαβίβαση αντιγράφου της αγωγής στα αρμόδια κατά περίπτωση Τμήματα Γραμματέων Έδρας, αναλόγως του Δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται το δικόγραφο και του οικείου κλάδου δικαίου ( ενοχικό, εμπορικό, εμπράγματο κλπ. ), κατά δήλωση του ενάγοντος, γ ) μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας και στα γραφεία των Τμημάτων Γραμματέων Έδρας Τακτικής Διαδικασίας Πολυμελούς και Μονομελούς ( δεδομένου ότι οι δικογραφίες λόγω όγκου δεν μετακινούνται ούτε στα γραφεία των Προέδρων ούτε στο Τμήμα Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας ) οι ως άνω Πρόεδροι Πρωτοδικών θα εκτελούν εναλλάξ ημερήσια υπηρεσία προσδιορισμού, ώστε να καθίσταται εφικτός ο ορισμός δικασίμου και πινακίου κατά τα εκτιθέμενα στην παρ. 4 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ, με εκτύπωση από εφαρμογή που θα διαμορφωθεί από το Τμήμα Πληροφορικής, ώστε οι επιφορτισμένοι με τον προσδιορισμό Δικαστές να έχουν συνεχώς εικόνα του αριθμού των δικογραφιών που έχουν κλείσει (με βάση την ημερομηνία καταθέσεως του αγωγικού δικογράφου) και είναι έτοιμες προς προσδιορισμό και δ) μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ορισμού δικασίμου πρέπει να αποστέλλεται η κατάσταση προσδιορισμού δικασίμου και πινακίου (υπογεγραμμένη από τον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών) στο Τμήμα Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας, ώστε να εκδίδεται η πράξη ορισμού δικασίμου και πινακίου και να χωρήσει η εγγραφή των υποθέσεων στο οικείο πινάκιο με ευθύνη του ως άνω Τμήματος, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, στο συγκεκριμένο σημείο δεν δύναται να γίνει λόγος περί « απλοποιήσεως » της διαδικασίας καταθέσεως της αγωγής και εγγραφής αυτής στο πινάκιο. Σημειωτέον ότι η προβλεπομένη δυνατότητα γνωστοποιήσεως από τον αρμόδιο Γραμματέα της οριζομένης δικασίμου με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στην πράξη θα παραμείνει « κενό γράμμα », δεδομένης της ελλείψεως τόσο της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής ( επαρκούς συγχρόνου δικτύουinternet, ηλεκτρονικών υπολογιστών κλπ. ), όσο και του απαιτουμένου αριθμού δικαστικών υπαλλήλων, λαμβανομένου υπόψη ότι απαιτείται σε καθημερινή βάση αποστολή εκατοντάδων ( εάν όχι χιλιάδων ) μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με ασφάλεια λοιπόν προβλέπεται ότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι θα συρρέουν στο αρμόδιο Τμήμα Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας, προκειμένου να πληροφορηθούν την ορισθείσα δικάσιμο, με συνέπεια την ταλαιπωρία των ιδίων και των αρμοδίων υπαλλήλων της Γραμματείας. Τεχνικώς λύση δύναται να αποτελέσει όχι η αποστολή ατομικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αλλά η ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου της οριζομένης δικασίμου προς συζήτηση της αγωγής και η παροχή προσβάσεως στους πληρεξουσίους δικηγόρους κατόπιν πιστοποιήσεώς τους στη χρήση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Πρωτοδικείου με μοναδικό κωδικό χρήστη, μοναδικό συνθηματικό και με τον αριθμό καταθέσεως του συγκεκριμένου δικογράφου, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθούν συνεχώς την πορεία του. Για τις ανάγκες μηχανοργανώσεως του Πρωτοδικείου γίνεται αναλυτικώς λόγος κατωτέρω.
          Ε. Εξόχως προβληματική παρίσταται η εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει τη διαδικασία εξετάσεως μαρτύρων, εφ’ όσον τούτο κριθεί απαραίτητο από το δικάζον Δικαστήριο. Η διάσπαση της αποδεικτικής διαδικασίας σε δύο στάδια, ήτοι στο στάδιο της συζητήσεως άνευ μαρτύρων και στο στάδιο της εξετάσεως μαρτύρων στο πλαίσιο επαναλήψεως της συζητήσεως εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, είναι προβληματική όχι μόνο de lege ferenda, καθ’ όσον ισοδυναμεί με διάσπαση της ενότητας της δικανικής κρίσεως, αλλά και de lege lata σε επίπεδο διαχειρίσεως της τρέχουσας δικαστηριακής πρακτικής. Πράγματι, στην πράξη αναμένεται ότι οι συνθέσεις τόσο του Πολυμελούς, όσο και του Μονομελούς Πρωτοδικείου θα κάμουν για τους ήδη αναφερθέντες ανωτέρω λόγους εκτεταμένη χρήση της διαδικασίας της παρ. 6, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνση των δικασίμων με επιπλέον ακροατήρια, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν οι αναγκαίες αίθουσες και δεν είναι δυνατή ( ελλείψει ικανού αριθμού δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων ) η επέκταση του ωραρίου των πολιτικών Δικαστηρίων και μετά την 15 : 00΄. Στην πράξη σχεδιάζεται η διάσπαση του ισχύοντος ωραρίου συνεδριάσεως των πολιτικών Δικαστηρίων ( 09 : 00΄ – 15 : 00΄ ) σε δύο μέρη, το πρώτο από ώρα 09 : 00΄ έως ώρα 10 : 30΄, ότε και θα εκδικάζονται οι εγγεγραμμένες σε νέα πινάκια υποθέσεις κατά τις νέες διατάξεις ( χωρίς εξέταση μαρτύρων ) και από ώρα 10 : 30΄ έως 15 : 00΄, ότε θα εκδικάζονται οι εγγεγραμμένες στα ήδη υφιστάμενα πινάκια μέχρι την 31.12.2015 ασκηθείσες αγωγές ( με εξέταση μαρτύρων ), ώστε να αποφευχθεί η επιβάρυνση όλων των παραγόντων της διαδικασίας ( Δικαστών, Δικαστικών Υπαλλήλων, Δικηγόρων, διαδίκων, μαρτύρων κλπ. ) από μια απρόσφορο υπό τις παρούσες συνθήκες επέκταση του ωραρίου συνεδριάσεων πέραν της 15 : 00΄ σε απογευματινές ώρες. Ωστόσο, το αναμενόμενο μεγάλο ποσοστό υποθέσεων, επί των οποίων θα εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 6 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ περί επαναλήψεως της συζητήσεως με διάταξη του προεδρεύοντος για την εξέταση μαρτύρων, βαθμιαίως θα προκαλέσει σειρά πρακτικών προβλημάτων, διότι δεν υπάρχει επαρκής αριθμός αιθουσών προς διεξαγωγή της επαναλαμβανομένης συζητήσεως προς εξέταση των μαρτύρων, οι δε νέες δικάσιμοι μετά πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε ή περισσοτέρων ημερών θα συμπίπτουν με τις υποθέσεις άλλων δικασίμων στις αυτές αίθουσες, καθ’ όσον πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι Πρόεδροι των πολυμελών συνθέσεων θα διατάσσουν επανάληψη της συζητήσεως σε δικάσιμο, στην οποία θα δικάζει η δική τους σύνθεση με συμμετοχή του ήδη ορισθέντος κατά την αρχική συζήτηση στο ακροατήριο Εισηγητή Δικαστή και, αντιστοίχως, οι δικάζοντες Δικαστές των μονομελών συνθέσεων θα διατάσσουν επανάληψη της συζητήσεως σε δικάσιμο, στην οποία θα προεδρεύουν οι ίδιοι, ενώ το πρόβλημα εξευρέσεως δικασίμου και αίθουσας θα επιτείνεται σε περίπτωση διακοπής της εξετάσεως των μαρτύρων, εάν ο χρόνος δεν επαρκεί. Αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Δικαστηρίου οφείλει να λάβει πρόνοια για τον προγραμματισμό των υπηρεσιών των Δικαστών της τακτικής διαδικασίας σε βάθος χρόνου τουλάχιστον τριών ( 3 ) μηνών, προκειμένου οι τελευταίοι να γνωρίζουν, είτε ως Εισηγητές της υποθέσεως στο Πολυμελές Πρωτοδικείο είτε ως δικάζοντες Δικαστές στο Μονομελές Πρωτοδικείο, τις δικές τους δικασίμους και να μεριμνούν για την κατανομή των προς εξέταση μαρτύρων στις διαθέσιμες και εκ των προτέρων γνωστές σε αυτούς ημερομηνίες. Στην πράξη αναμένεται ότι μετά την ολοκλήρωση της συζητήσεως των εγγεγραμμένων στο πινάκιο της δικασίμου υποθέσεων άνευ μαρτύρων θα ακολουθεί η εξέταση μαρτύρων όχι μόνο από ένα, αλλά ενδεχομένως από περισσότερα πινάκια προηγουμένων δικασίμων, επί τη βάσει των σχετικών διατάξεων των προεδρευόντων. Επισημαίνεται, ακόμη, ο κίνδυνος περαιτέρω καθυστερήσεων και σφαλμάτων, διότι ναι μεν η καταχώριση της διατάξεως του προεδρεύοντος περί εξετάσεως μαρτύρων σε ειδικό βιβλίο του Δικαστηρίου ( το οποίο πρέπει να ανοίξει και να τηρείται από τα Τμήματα Γραμματέων Έδρας ) επέχει θέση κλητεύσεως απάντων των διαδίκων, πλην όμως δεν διασφαλίζεται η πραγματική γνώση των τελευταίων, καθ’ όσον η διάταξη δύναται να εκδοθεί οποτεδήποτε μετά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση. Εάν όμως καταστεί εφικτή η ηλεκτρονική τήρηση του εν λόγω ειδικού βιβλίου, όπως η διάταξη της παρ. 6 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ προβλέπει, ο κίνδυνος αυτός θα περιορισθεί ή και θα εξαλειφθεί, εάν σχεδιασθεί και εφαρμοσθεί η σε αυτό πρόσβαση των πιστοποιημένων στη χρήση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Πρωτοδικείου πληρεξουσίων δικηγόρων, κατά τα προεκτεθέντα. Κατά συνέπεια, εκτιμάται ότι η νέα ρύθμιση θα απαιτήσει εν τέλει για την εξέταση των μαρτύρων περισσότερο χρόνο, λεπτομερή συντονισμό δικαζόντων Δικαστών και Γραμματείας και μεγαλύτερη διαθεσιμότητα αιθουσών και υλικοτεχνικής υποδομής, ενώ σύμφωνα με τα μέχρι την 31.12.2015 ισχύοντα η διαδικασία είναι ενιαία και οπωσδήποτε ταχύτερη.
ΣΤ. Εξ αφορμής των προβλέψεων του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπου γίνεται λόγος για « τήρηση ηλεκτρονικού πινακίου », για « δυνητική αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου » από τον αρμόδιο Γραμματέα επί σκοπώ ενημερώσεως των διαδίκων για την εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, για « ηλεκτρονική κατάθεση προτάσεων, προσθήκης και σχετικών κατά τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 119 ΚΠολΔ », για « ηλεκτρονική » τήρηση του βιβλίου διατάξεων επαναλήψεως της συζητήσεως προς εξέταση μαρτύρων, για συζήτηση της υποθέσεως « με παράσταση των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους σε άλλο τόπο και μετάδοση ήχου και εικόνας στην αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου » και για « εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων χωρίς παράσταση αυτών στην αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και ταυτόχρονο μετάδοση ήχου και εικόνας τόσο στην αίθουσα συνεδριάσεως, όσο και στον τόπο εξετάσεως των προαναφερομένων », πρέπει να επισημανθεί η απόλυτη ένδεια του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τομέα της μηχανοργανώσεως και της πλήρους εκμεταλλεύσεως των δυνατοτήτων της ψηφιακής εποχής. Πράγματι, η πλήρης μηχανοργάνωση και ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Αθηνών αποτελεί αδήριτο ανάγκη. Η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή θα επιταχύνει την παραγωγή του δικαιοδοτικού έργου, θα μειώσει ( ή και εξαλείψει ) την ταλαιπωρία των συναλλασσομένων με τις δικαστικές υπηρεσίες πολιτών και θα αγάγει σε σημαντική εξοικονόμηση ανθρωπίνου δυναμικού και πόρων, οι οποίοι τώρα κατασπαταλώνται. Ωστόσο, η μετάβαση σε ένα πλήρες σύστημα « ψηφιακής δικαιοσύνης » ( όπως αυτό πράγματι περιγράφεται ιδίως στους Ν. 4267/2014 « Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις », Ν. 4055/2012 « Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής  », Ν. 3994/2011 « Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της Πολιτικής Δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις », Ν. 3979/2011 « Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και άλλες διατάξεις », Ν. 3471/2006 « Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και άλλες διατάξεις », Π.Δ. 150/2013 « Ηλεκτρονική κατάθεση προτάσεων και σχετικών εγγράφων [ αποδεικτικών μέσων και διαδικαστικών εγγράφων ] ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων » και Π.Δ. 53/2012 « Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, χορήγηση πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων από τα Δικαστήρια της χώρας » ) προϋποθέτει δημιουργία των υποδομών εκείνων, οι οποίες θα επιτρέψουν την υλοποίησή του. Ενδεικτικώς αναφέρουμε τα ακόλουθα : α ) το τηλεφωνικό κέντρο του Δικαστηρίου χρήζει εκσυγχρονισμού, είναι δε αναγκαία η πλήρης ένταξη στο Εθνικό Δίκτυο Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως « ΣΥΖΕΥΞΙΣ », β ) οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις των κτιρίων του Δικαστηρίου είναι πεπαλαιωμένες και σε πολλές περιπτώσεις δεν επαρκούν προς υποστήριξη της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων, προς αποφυγή δε βλαβών πρέπει να προβλεφθεί παντού η εγκατάσταση συστημάτων προστασίας της συνεχούς παροχής ρεύματος και σταθεροποιήσεως τάσεως (UPS ), γ ) δεν υπάρχει δίκτυο ασυρμάτου επικοινωνίας ( Wi – Fi ) στα κτίρια του Δικαστηρίου, η οποία θα επέτρεπε την ανεξαρτητοποίηση από την υπάρχουσα ενσύρματο καλωδίωση. Η επέκταση της τελευταίας συναντά τεχνικά προβλήματα ( διάνοιξη καναλιών διελεύσεως και διατρήσεως μεγάλων σε πλάτος τοίχων ) και εντεύθεν επάγεται σημαντική επιπλέον δαπάνη. Σε πρώτη τουλάχιστον φάση, είναι αναγκαία η εγκατάσταση δικτύου ασυρμάτου επικοινωνίας στα Κτίρια 6, 9, 10 και 2, όπου στεγάζονται η Διοίκηση του Πρωτοδικείου και τα Ανακριτικά Γραφεία και το Τμήμα Πινακίων Τακτικής Διαδικασίας, δ ) είναι αναγκαία η αναβάθμιση της ιστοσελίδος του Πρωτοδικείου Αθηνών με εμπλουτισμό των θεμάτων της και τη μετατροπή της σε κύριο μέσο πληροφορήσεως τόσο των Δικαστικών Λειτουργών, Δικηγόρων κλπ., όσο και των πολιτών για τη λειτουργία των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου, ενώ δι’ αυτής είναι δυνατόν να διεκπεραιώνονται διοικητικής φύσεως υποθέσεις ( υποβολή αιτήσεων κλπ. ), ε ) εκκρεμεί η ολοκλήρωση της ψηφιοποιήσεως του Ποινικού Μητρώου, δεδομένου ότι μόνο δέκα οκτώ ( 18 ) Ανακριτικά Γραφεία διαθέτουν ειδικώς εγκατεστημένο ηλεκτρονικό υπολογιστή συνδεδεμένο με το Εθνικό Δίκτυο Δημοσίας Διοικήσεως « ΣΥΖΕΥΞΙΣ », ενώ ουδέν εκ των συνδεδεμένων Γραφείων έχει δυνατότητα εκτυπώσεως ποινικού μητρώου, περαιτέρω δε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ( Μ.Ο.Δ. ) Αθηνών και το Δικαστήριο Ανηλίκων Αθηνών ( αμφότερα εγκατεστημένα στο Συγκρότημα του Εφετείου Αθηνών ) στερούνται του αναγκαίου εξοπλισμού, ενώ το αυτό ισχύει και για το Τμήμα Πτωχεύσεων, καθ’ όσον οι Εισηγητές αναζητούν δελτία ποινικού μητρώου των προς αποκατάσταση οφειλετών, στ ) είναι απολύτως αναγκαία η ανανέωση ή, εν πάση περιπτώσει, ο πλήρης εκσυγχρονισμός του υφισταμένου υλικού ( ηλεκτρονικών υπολογιστών, εκτυπωτών, σαρωτών, συσκευών fax κλπ. ) και η αναβάθμιση του χρησιμοποιουμένου λογισμικού και ζ ) είναι πρόδηλο ότι απαιτείται στελέχωση του Τμήματος Πληροφορικής του Πρωτοδικείου Αθηνών με ικανό αριθμό εξειδικευμένων προγραμματιστών – τεχνικών ηλεκτρονικών υπολογιστών ( σήμερα ουδείς υπηρετεί, όπως κατωτέρω αναλυτικώς εκθέτουμε ). Ελπίζουμε ότι η επικειμένη ( εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2016 ) αποπεράτωση του νέου Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχειρίσεως Δικαστικών Υποθέσεων ( ΟΣΔΔΥ ) για την Ποινική και Πολιτική Διαδικασία θα εύρει το Πρωτοδικείο Αθηνών έτοιμο από πλευράς τεχνικής και τεχνολογικής υποδομής για την ένταξη στο νέο τεχνολογικό πλαίσιο, διότι η μετάβαση στην « ψηφιακή δίκη » κατ’ εφαρμογήν της κειμένης νομοθεσίας προϋποθέτει στενή συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των λοιπών συναρμοδίων φορέων ( άλλων Υπουργείων, Δικηγορικών Συλλόγων κλπ. ) και διάθεση εκ μέρους της Πολιτείας των αναγκαίων κονδυλίων για την υλοποίηση των απαιτουμένων έργων.         
Ζ. Αναγκαία προϋπόθεση της επιταχύνσεως της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί, πέραν της επαρκούς χρηματοδοτήσεως και της εξασφαλίσεως των αναγκαίων τεχνολογικών υποδομών, η ικανοποιητική στελέχωσή της σε όλα τα επίπεδα. Το Πρωτοδικείο Αθηνών είναι το μεγαλύτερο Δικαστήριο της χώρας ( εξ όσων γνωρίζουμε και της Ευρώπης ), αλλά και η μεγαλύτερη δημόσια υπηρεσία σε επίπεδο διοικητικής διαρθρώσεως. Ωστόσο, παρά τη γεωμετρική αύξηση της δικαστικής ύλης ιδίως κατά την τελευταία πενταετία, υπάρχει μεγάλος αριθμός κενών οργανικών θέσεων  Δικαστικών Λειτουργών, όσο και Δικαστικών Υπαλλήλων. Πλέον συγκεκριμένα : Ι. Καθ’ όσον αφορά στους Δικαστικούς Λειτουργούς, προβλέπονται εκατόν πενήντα μία ( 151 ) οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών και διακόσιες ογδόντα τέσσερις ( 284 ) οργανικές θέσεις Πρωτοδικών – Παρέδρων Πρωτοδικείου, ήτοι εν συνόλω τετρακόσιες τριάντα πέντε ( 435 ). Οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Πρωτοδικών είναι τυπικώς καλυμμένες πλην μιας ( 1 ), ενώ είκοσι μια ( 21 ) οργανικές θέσεις Πρωτοδικών – Παρέδρων Πρωτοδικείου παραμένουν για αγνώστους λόγους κενές, το δε σύνολο των εν τοις πράγμασιν κενών οργανικών θέσεων Δικαστικών Λειτουργών όλων των βαθμών ανέρχεται τελικώς σεπενήντα δύο ( 52 ), δεδομένου ότι ακόμη τριάντα ( 30 ) συνάδελφοι με τους βαθμούς αυτούς ( Προέδρου Πρωτοδικών, Πρωτοδίκη και Παρέδρου Πρωτοδικείου ) απουσιάζουν από την Υπηρεσία για διαφόρους νομίμους λόγους ( άδειες ανατροφής τέκνου, άδειες κυήσεως – τοκετού, αποσπάσεις, αναρρωτικές άδειες λόγω κυήσεως κλπ. ). Το γεγονός αυτό επιδρά καταλυτικώς στην άσκηση του δικαιοδοτικού έργου και συντελεί στην επιβράδυνση του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης, καθ’ όσον άγει ευθέως σε αύξηση του αριθμού δικογραφιών ανά Δικαστικό Λειτουργό και εντεύθεν σε επιβράδυνση του ρυθμού δημοσιεύσεως πολιτικών αποφάσεων, περαιώσεως των ανακριτικών δικογραφιών και ταχείας εκδικάσεως των ποινικών αδικημάτων, όπερ δεν δύναται να γίνει αποδεκτό, δεδομένου του τεραστίου αριθμού των διεκπεραιουμένων δικογραφιών ( ενδεικτικώς αναφέρεται ότι κατά τo έτoς 2012 δημοσιεύθηκαν 102.109 πολιτικές αποφάσεις και βουλεύματα και 184.325 ποινικές αποφάσεις, το έτος 2013 δημοσιεύθηκαν 122.489 πολιτικές αποφάσεις και βουλεύματα και 187.931 ποινικές αποφάσεις, το έτος 2014 δημοσιεύθηκαν 97.208 πολιτικές αποφάσεις και βουλεύματα και 165.373 ποινικές αποφάσεις, ενώ εντός του τρέχοντος έτους 2015 και μέχρι την 18.10.2015 έχουν ήδη δημοσιευθεί 56.551 πολιτικές αποφάσεις και βουλεύματα και 120.931 ποινικές αποφάσεις ). Είναι, λοιπόν, αναγκαία σε πρώτο στάδιο η άμεσος κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων και, κατόπιν συνυπολογισμού του όγκου εργασιών του Πρωτοδικείου και του βαθμού δυσχερείας των φερομένων προς κρίση υποθέσεων, η αύξηση των οργανικών θέσεων ( ιδίως στο βαθμό του Πρωτοδίκη ) μέσω της αυξήσεως των εισαγομένων σπουδαστών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Η « τροφοδότηση » του Πρωτοδικείου με ικανό αριθμό ( κατά πρώτο λόγο ) εμπείρων Πρωτοδικών αναμφιβόλως θα οδηγήσει σε ποιοτική αναβάθμιση του παραγομένου δικαιοδοτικού έργου και σε ταχεία εκκαθάριση τόσο των ποινικών υποθέσεων ( ανάκριση – δικαστικά συμβούλια – ακροατήρια ), όσο και των αστικών υποθέσεων και ΙΙ. Καθ’ όσον αφορά στους Δικαστικούς Υπαλλήλους, προβλέπονται πεντακόσιες ενενήντα έξι ( 596 ) οργανικές θέσεις Γραμματέων, ενενήντα εννέα ( 99 ) οργανικές θέσεις Δακτυλογράφων και εβδομήντα ( 70 ) οργανικές θέσεις Επιμελητών, ήτοι συνολικώςεπτακόσιες εξήντα πέντε ( 765 ) οργανικές θέσεις, πλην όμως σήμερα υπηρετούν μόλις τετρακόσιοι είκοσι οκτώ ( 428 ) Γραμματείς, ένδεκα ( 11 ) Δακτυλογράφοι και δεκατέσσερις ( 14 ) Επιμελητές, ήτοι υφίστανται εκατόν εξήντα οκτώ ( 168 ) κενές οργανικές θέσεις Γραμματέων, ογδόντα οκτώ ( 88 ) κενές οργανικές θέσεις Δακτυλογράφων και πενήντα έξι ( 56 ) κενές οργανικές θέσεις Επιμελητών και συνολικώςτριακόσιες δώδεκα ( 312 ) κενές οργανικές θέσεις, ενώ τα πραγματικά κενά είναι περισσότερα, εάν συνυπολογισθούν οι περιπτώσεις αποσπάσεων, αδειών άνευ αποδοχών, γονικών αδειών κλπ. Είναι πρόδηλο ότι ο προαναφερόμενος ιδιαιτέρως σημαντικός αριθμός κενών οργανικών θέσεων καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου, ελαττώνει ουσιωδώς την αποτελεσματικότητά τους, συνδέεται αιτιωδώς με την αύξηση των περιστατικών διενέξεων μεταξύ υπαλλήλων και δικηγόρων ή διαδίκων και εντέλει εκθέτει το Δικαστήριο. Χαρακτηριστικώς αναφέρουμε ότι στο Πρωτοδικείο Αθηνών δεν υπηρετούν εξειδικευμένοι προγραμματιστές – τεχνικοί πληροφορικής ( παρά το γεγονός ότι ευρίσκεται σε εξέλιξη μια σημαντική προσπάθεια μηχανοργανώσεως και εκσυγχρονισμού όλων των υπηρεσιών ), ενώ κενές οργανικές θέσεις υφίστανται και σε Τμήματα « πρώτης γραμμής », όπως το Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων, τα Τμήματα Γραμματέων Έδρας του Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, τα Τμήματα Γραμματέων Έδρας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου και Ειδικών Διαδικασιών κλπ., με συνέπεια να εκδηλώνονται συνεχώς διαμαρτυρίες των Δικαστικών Υπαλλήλων, οι οποίες ενίοτε λαμβάνουν τη μορφή απεργιακής κινητοποιήσεως ( διακοπές συνεδριάσεων ), με αποτέλεσμα την παράλυση των επιμέρους Τμημάτων και την μετ’ εμποδίων διεξαγωγή των δικών. Είναι λοιπόν αναγκαία η άμεσος πλήρωση ( τουλάχιστον ενός σημαντικού μέρους ) των κενών οργανικών θέσεων Δικαστικών Υπαλλήλων είτε μέσω της « κινητικότητος » του προσωπικού του δημοσίου τομέως είτε μέσω διαγωνισμών του Α.Σ.Ε.Π., ώστε να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτος λειτουργία του Δικαστηρίου.
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση της Δικαιοσύνης, πέραν του ότι είναι θεσμικώς επικίνδυνες, καθιστούν αυτήν αναποτελεσματική, διότι αποστερούν αυτήν από τα απολύτως αναγκαία μέσα για την ολοκλήρωση της αποστολής της, μειώνουν τα αναμενόμενα κρατικά έσοδα και αποτελούν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη, καθ’ όσον ενισχύουν την περιττή γραφειοκρατία και θέτουν εμπόδια στην υγιή επιχειρηματικότητα. Η αναγκαστική παράλληλη λειτουργία δύο δικονομικών συστημάτων επί τουλάχιστον μια τριετία ( στην πραγματικότητα επί πολύ περισσότερο χρόνο, εάν συνυπολογισθούν οι αναβολές ) θα θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου της επιταχύνσεως και θα ακυρώσει τις όποιες ορθές νομοθετικές παρεμβάσεις, εάν δεν ληφθεί μέριμνα για την πλήρωση των κενών θέσεων Δικαστών και Δικαστικών Υπαλλήλων και τη διασφάλιση των αναγκαίων  υποδομών ( υλικοτεχνικών και τεχνολογικών, με ιδιαιτέρα έμφαση στην άμεσο εξεύρεση αποθηκευτικών χώρων των δικογραφιών και την εγκατάσταση πλήρους συστήματος μηχανοργανώσεως και προσβάσεως στο διαδίκτυο με υψηλές ταχύτητες και σύγχρονα μέσα υποστηρίξεως, όπως σύγχρονοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εκτυπωτές και σαρωτές ). Μόνη η – δεδομένη – ευσυνειδησία των Δικαστών και των Δικαστικών Υπαλλήλων δεν αρκεί. Κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με πρωτοβουλία του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών θα εισαχθεί προς έγκριση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου νέος Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας, προσαρμοσμένος στα νέα νομοθετικά δεδομένα και στις σημερινές πρακτικές ανάγκες του Δικαστηρίου, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 ( υπό τις αυτονοήτους προϋποθέσεις της εγκρίσεως του ψηφισθέντος Κανονισμού από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και της δημοσιεύσεως της σχετικής αποφάσεως στο Φ.Ε.Κ. μέχρι την 31.12.2015 ). Βασικοί άξονες του ήδη συνταχθέντος Σχεδίου Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας και εισαγομένου προς ψήφιση από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου είναι : α) η εισαγωγή της λεγομένης « κατά κεφαλήν » χρεώσεως, δηλαδή η πρόβλεψη ανωτάτου αριθμού χρεουμένων ανά Δικαστή υποθέσεων ανά πινάκιο και ανά δικάσιμο. Η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τη διάταξη της παρ. 4 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται σε «προβλεπόμενο από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμό υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή», θέτει δηλαδή ευθέως ως βάση υπολογισμού της χρεώσεως όχι την πρόβλεψη ορισμένου ανωτάτου αριθμού υποθέσεων ανά πινάκιο και ανά δικάσιμο, αλλά την πρόβλεψη ανωτάτου αριθμού υποθέσεων ανά Δικαστή, ανά πινάκιο και ανά δικάσιμο. Κατά τον τρόπο αυτό θα ελεγχθεί αποτελεσματικώς η χρέωση των δικογραφιών ανά δικαστικό λειτουργό, αποφευγομένων των υπερβολών των υπερχρεώσεων (λαμβανομένου υπόψη ότι επί σειρά ετών θα λειτουργήσουν δύο δικονομικά συστήματα), αλλά και του κινδύνου αρνησιδικίας, καθ’ όσον έχει ληφθεί υπόψη ο όγκος των εκκρεμών δικογραφιών και η μείζων ανάγκη ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, β) η εισαγωγή νέων πινακίων στα Τμήματα Τακτικής Διαδικασίας, ώστε να επιτευχθεί ο διαχωρισμός των εκδικαζομένων κατά τις νέες διατάξεις αγωγών από τις ήδη ασκηθείσες μέχρι την 31.12.2015 αγωγές, δεδομένου ότι τα μέχρι την 31.12.2015 λειτουργούντα πινάκια θα διατηρηθούν μόνο για όσο χρόνο υφίστανται εκκρεμείς αγωγές, κατατεθείσες μέχρι την 31.12.2015. Τα νέα πινάκια είναι ισάριθμα με τα ήδη υφιστάμενα και η συμπλήρωσή τους θα χωρεί συμφώνως προς τις ρυθμίσεις του Κανονισμού για την «κατά κεφαλήν» χρέωση, γ) η αναδιαμόρφωση των Τμημάτων των Ειδικών Διαδικασιών, των Ασφαλιστικών Μέτρων και της Εκουσίας Δικαιοδοσίας, ώστε να επιτευχθεί η προσαρμογή στα δεδομένα των νέων διατάξεων του ΚΠολΔ, αλλά και στη διαμορφωθείσα σύγχρονη δικαστηριακή πρακτική, δ) η αναδιοργάνωση του Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου, με σκοπό να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή λειτουργία των Ανακριτικών Τμημάτων, των Δικαστικών Συμβουλίων και των ποινικών ακροατηρίων με αναφορά στο σύγχρονο νομικό και κοινωνικό πλαίσιο, αλλά και να εξοικονομηθεί ικανός αριθμός Δικαστών προς κάλυψη των νέων αυξημένων αναγκών της πολιτικής διαδικασίας και ε) η ριζική αναδιάρθρωση της Γραμματείας του Δικαστηρίου, επί σκοπώ βελτιώσεως της λειτουργίας της και της αποτελεσματικότητός της.

Ελπίζεται ότι με τις ρυθμίσεις του νέου Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας και την εν εξελίξει προετοιμασία το Δικαστήριο θα ανταπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις του νέου συστήματος συζητήσεως των υποθέσεων τακτικής διαδικασίας. Ωστόσο, πραγματική επιτάχυνση της απονομής της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης θα επιτευχθεί όχι με ένα ακόμη – ή περισσότερα στο μέλλον – νομοθετήματα περί « επιταχύνσεως », αλλά με τολμηρές θεσμικές τομές σε κάθε επίπεδο λειτουργίας κατόπιν διαβουλεύσεως μεταξύ όλων των φορέων της Δικαιοσύνης. Η διαβούλευση πρέπει να λάβει χώρα το ταχύτερο δυνατόν, διότι η καθυστέρηση οδηγεί σε συνεχή διόγκωση των προβλημάτων και απλή μετάθεση της λύσεώς τους στο άδηλο μέλλον.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας

[πηγή : http://www.ende.gr/ ]

Σχόλια