"Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας" [Εισήγηση Στέφανου Πανταζόπουλου, Εφέτη - Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών]

Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ στα ένδικα μέσα, τις ειδικές διαδικασίες και στο γενικό μέρος της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει του ν. 4335/2015·.
  Α. Γενικά
      Θα ήθελα, κατ΄ αρχάς, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην Ένωση Δικαστών καιΕισαγγελέων για την εξαιρετική τιμή που μου έκανε να παρουσιάσω τις πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Πριν αναφερθώ στις τροποποιήσεις αυτές θα ήθελα να επισημάνω δύο πράγματα. Πρώτο, το σχέδιο νόμου που συνέταξε η Επιτροπή Χαμηλοθώρη και που αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων στην ημερίδα που είχε λάβει χώρα στο Εφετείο Αθηνών τον Μαϊο του 2014[1] σε σχέση με τις νέες διατάξεις διαφέρει σε πολλά σημεία. Το τελικό σχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα έχει λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις της θεωρίας κατά την ως άνω ημερίδα. Και αυτό καταφαίνεται ιδίως στο τμήμα που αφορούν τα ένδικα μέσα και την αναγκαστική εκτέλεση.
     Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι τον Μάιο 2015 συνεστήθη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης άλλη Επιτροπή υπό τον Αρεοπαγίτη Κράνη, στην οποίαν είχα την τιμή να μετέχω ως μέλος. Η Επιτροπή αυτή κατόρθωσε σ΄ ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα να προτείνει σημαντικές τροποποιήσεις του κατατεθέντος νόμου σε ορισμένα ζητήματα και, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες δικονομικές αρχές, να επιτύχει, κατά τη γνώμη μου, ένα δίκαιο και ισότιμο συγκερασμό μεταξύ των απόψεων και αντιθέσεων σχετικά με τις ισχύουσες ρυθμίσεις και αυτές που τελικά ψηφίστηκαν με το ν. 4335/2015, που ως γνωστό τέθηκε ως προαπαιτούμενο για την γνωστή έναρξη των διαπραγματεύσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης και της ΕΕ. Έκτοτε οι εργασίες της Επιτροπής σταμάτησαν λόγω των γνωστών γεγονότων για τη διαπραγμάτευση της Ελλάδος. Ο τότε και νυν Υπουργός Δικαιοσύνης είχε εξαγγείλει ότι η Επιτροπή αυτή θα συνεχίσει τις εργασίες της, προκειμένου να εξομαλυνθούν οι αντιθέσεις και οι αντιδράσεις που είχαν διατυπωθεί σε πλείονα του ενός δογματικά και πρακτικά ζητήματα από διάφορους επιστημονικούς συλλόγους και γενικότερα τη θεωρία και τους δικαστικούς λειτουργούς, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν έχει λάβει χώρα μέχρι σήμερα.

Β. Οι τροποποιήσεις στα ένδικα μέσα
      Οι νέες ρυθμίσεις στο κεφάλαιο των ενδίκων μέσων είναι βέβαια πολύ περιορισμένες σε σχέση με ό,τι ισχύει για τη δίκη στα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Ως γενική παρατήρηση μπορεί να λεχθεί ότι είτε πρόκειται για καταφανώς νέες ρυθμίσεις, είτε υιοθετούνται τώρα ήδη προταθείσες ρυθμίσεις προηγούμενων νομοθετικών επιτροπών, οι οποίες τελικώς δεν είχαν γίνει διάταξη νόμου, είτε επαναφέρουν εκ νέου σε ισχύ προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς. θα αναφερθώ στις πιο βασικές απ’ αυτές.
      Κατ΄ αρχάς, δεν καταργείται το μονομελές εφετείο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως είχε προταθεί αρχικώς. Η καθιέρωση του μονομελούς εφετείου ήταν κατ’ εξοχήν μια διαρθρωτική αλλαγή, που αντικατέστησε ένα σύστημα, το οποίο ίσχυε για πάρα πολλά χρόνια. Πρόκειται για μία κατά τη γνώμη μου επιτυχή ρύθμιση που έτυχε της αποδοχής πολύ μεγάλου αριθμού των δικαστικών λειτουργών. Επανέρχεται η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων στη δίκη των ενδίκων μέσων σε τριάντα ημέρες από εξήντα, που ίσχυε, ενώ δεν επιτρέπεται κύρια παρέμβαση στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ως απόρροια της γενικότερης νομοθετικής επέμβασης στην πρωτοβάθμια δίκη.
Με τα άρθρα 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της έφεσης ή της αναίρεσης, όταν δεν επιδίδεται η απόφαση καθορίζεται από τα τρία χρόνια σε δύο χρόνια από τη δημοσίευσή της, ζήτημα που άπτεται της νομοθετικής πολιτικής για τη γρήγορη τελεσιδικία ή το αμετάκλητο της απόφασης.



Η επόμενη σημαντική αλλαγή είναι ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία εκδίκασης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εναρμονίζεται με τις αλλαγές ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις που ορίζονται στο νέο άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οι προτάσεις κατατίθενται, έστω και ηλεκτρονικά (άρθρα 524 παρ. 1, 237 παρ. 9), μέχρι την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση, ανεξάρτητα από το εάν την έφεση ασκεί ο ερημοδικών διάδικος, ή εάν η συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έγινε κατ’ αντιμωλίαν. Τούτο είναι συνέπεια της τελείως διαφορετικής ρύθμισης του άρθρου 237 ΚΠολΔ στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ παραμένει η ρύθμιση για την προφορικότητα της συζήτησης της έφεσης από ερημοδικασθέντα διάδικο στον πρώτο βαθμό. Υπάρχει, επίσης, δυνατότητα τηλεδίκης (άρθρα 524 παρ. 1, 237 παρ. 10-11) και διαταγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης με προφορική ανακοίνωση του δικαστηρίου στο ακροατήριο (524 παρ. 1, 591 παρ. 4 ΚΠολΔ), προφανώς για την υπόθεση που ο εκκαλών έχει ερημοδικαστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διάταξη η οποία θα είναι ανεφάρμοστη, όπως ανεφάρμοστη ήταν, όταν ίσχυε για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της τακτικής διαδικασίας. Στο άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζεται πλέον ότι όταν ερημοδικεί ο εκκαλών η έφεση απορρίπτεται, και καταργείται η προηγούμενη ρύθμιση του ν. 3994/2011, ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος.
Το άρθρο 527 ΚΠολΔ ως προς τη δυνατότητα υποβολής  νέων πραγματικών ισχυρισμών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εναρμονίζεται με τις νέες ρυθμίσεις της πρωτοβάθμιας δίκης και επιτρέπεται τελικώς η υποβολή τους στις υποθέσεις που ορίζονταν στο άρθρο 269 ΚΠολΔ, το οποίο όμως στην πρωτοβάθμια δίκη καταργείται, ενώ τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε με το αρχικό νομοσχέδιο. Η ρύθμιση είναι ορθή και επιλύει πολλά ζητήματα από την προαναφερθείσα κατάργηση του άρθρου 269 ΚΠολΔ στην πρωτοβάθμια δίκη.
Ως προς το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης παραμένει τελικώς ο λόγος με αριθμ. 10 του άρθρου 544 ΚΠολΔ, αν και είχε προταθεί η κατάργησή του. Όπως επίσης, τελικώς, δεν προστέθηκε ο άλλος λόγος, που είχε προταθεί και από προηγούμενες νομοθετικές επιτροπές[2], και αναφερόταν στην αναγκαιότητα της εξαφάνισης ή τροποποίησης της απόφασης για να αποκατασταθεί η παραβίαση δικαιώματος της ΕΣΔΑ που διαπιστώθηκε με απόφαση του ΕΔΔΑ. Ο λόγος αυτός εναρμονιζόταν με αντίστοιχη ρύθμιση της ποινικής δίκης και την άσκηση αίτησης επανάληψης διαδικασίας (άρθρο 525 αρ. 5 ΚΠΔ) και είναι ουσιαστικώς ζήτημα νομοθετικής πολιτικής η υιοθέτησή του, ανάλογα με την εκάστοτε οπτική γωνία. Τέλος, προστίθεται ως λόγος αναψηλάφησης στο άρθρο 544 αρ. 6 ΚΠολΔ η στήριξη της απόφασης σε ψευδή ένορκη βεβαίωση, κάτι που γινόταν ήδη δεκτό στη θεωρία[3] και νομολογία[4].
Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου εξακολουθούν να προσβάλλονται με αναψηλάφηση, όταν δικάζει κατ’ ουσίαν σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ. Η καταχρηστική προθεσμία των τριών ετών της αναψηλάφησης παραμένει, παρά το ότι είχε προταθεί αρχικώς η αύξησή της σε πέντε χρόνια. Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η προσθήκη σ΄ αυτές την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά τη συζήτηση, δηλ. εδώ εφαρμόζεται το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ που ισχύει στην έφεση.
Στο δίκαιο της αναίρεσης επέρχονται πολύ σημαντικές αλλαγές, άλλες κατανοητές και άλλες μπορούν να προκαλέσουν ισχυρές επιφυλάξεις. Συγκεκριμένα, προστίθενται ως λόγοι αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων οι αρ. 8 και 19 του άρθρου 559, δηλ. λήψη ή μη υπ' όψιν πραγματικών ισχυρισμών και ο έλεγχος της εκ πλαγίου παράβασης του κανόνος δικαίου σε εναρμόνιση με τη συνταγματική επιταγή για την αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Το ζήτημα της de lege ferenda διεύρυνσης των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ έχει τεθεί και στο παρελθόν, δίχως όμως μέχρι την τελική ρύθμιση να ευοδωθεί τούτο. Πρόσφατα, μάλιστα, η Επιτροπή Παπανικολάου για την τελική διαμόρφωση του ΚΠολΔ είχε προτείνει να συμπεριληφθεί στο άρθρο 560 ο υπ’ αρ. 14 λόγος αναίρεσης στις δίκες εκτέλεσης, όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα ή έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Η πρόταση δεν έγινε τελικώς δεκτή. Συνδέεται το θέμα αυτό και με την εκάστοτε ακολουθούμενη νομοθετική πολιτική και επί πλέον, στην προκειμένη περίπτωση, είτε με την αύξηση της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου και την επιδιωκόμενη ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, είτε με την ωρίμανση των συνθηκών για την υιοθέτηση μιας τέτοιας ρύθμισης. Βέβαια, δεν νομίζω, ότι αυτή η ρύθμιση θα αντέξει στον χρόνο εν όψει του αριθμού υποθέσεων που θα κατακλύσει το Ανώτατο Ακυρωτικό καθώς επίσης και αν ενδείκνυται από την άποψη της οικονομικής θεώρησης της απονομής της Δικαιοσύνης, λαμβανομένης υπ' όψιν και της καταβολής του παραβόλου των ενδίκων μέσων που απαιτείται.
Διαρθρωτική αλλαγή επέρχεται στην αναιρετική δίκη σε σχέση με την κατάργηση του εισηγητή αρεοπαγίτη και των συναφών διατάξεων για τον διορισμό του (με ορισμένες εξαιρέσεις που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτές δεν αναφέρονταν στο αρχικό νομοσχέδιο της Επιτροπής Χαμηλοθώρη), την κατάθεση εισήγησης, τη δυνατότητα αναβολής της συζήτησης, την αυτεπάγγελτη εξέταση των λόγων αναίρεσης δίχως πρόταση του εισηγητή κατά το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ και τη διαδικασία συζήτησης της αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ισχύοντα άρθρα 458, 562, 571, 574, 575 ΚΠολΔ. Στην εισηγητική έκθεση[5] ορίζεται ότι η κατάργηση αυτή κρίθηκε αναγκαία για τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που αφορούν καταδίκες για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων λόγω της εισήγησης και για την εξοικονόμηση χρόνου μάταιης εργασίας. Πρόκειται για ρύθμιση που είναι τελείως νέα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, όπου στα άρθρα 822 και 826 ΠολΔ οριζόταν ο ορισμός εισηγητή αρεοπαγίτη και η σύνταξη έκθεσής του, η οποία διαβαζόταν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία. Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς μέχρι και σήμερα είχε επηρεαστεί από τα ισχύοντα στη Γαλλία λόγω και της γαλλικής παιδείας του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης Μάουρερ. Υπενθυμίζεται εδώ ότι ο εισηγητής αρεοπαγίτης είχε σημαντικές αρμοδιότητες, οι οποίες ορίζονταν στο άρθρο 571, όπως τούτο είχε τροποποιηθεί με τον ν. 2915/2001 και στη συνέχεια με τον ν. 3043/2002, οι οποίες όμως καταργήθηκαν με τον ν. 3994/2011, που επανέφερε ουσιαστικά σε ισχύ το νομοθετικό καθεστώς πριν από το ν. 2915/2001. Παρά την έλλειψη προσωπικής εμπειρίας ως δικαστικού λειτουργού του Αρείου Πάγου και παρά την υιοθέτηση της πρότασης αυτής από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με το βασικό επιχείρημα ότι αποφεύγεται μάταιη δικαστική ενέργεια, ιδίως όταν η συζήτηση της αναίρεσης ματαιώνεται ή ο αναιρεσείων παραιτείται από το ένδικο μέσο μετά την κατάθεση της εισήγησης, ισχυρές επιφυλάξεις μπορούν να διατυπωθούν ως προς ως άνω ρύθμιση. Στις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ (Συντακτική Επιτροπή) ο Εισηγητής των σχετικών διατάξεων Γ. Ράμμος πρότεινε κατά βάση το ισχύον μέχρι τότε αλλά και μέχρι σήμερα καθεστώς, θεωρώντας δεδομένη και αναμφισβήτητη την ύπαρξη του εισηγητή αρεοπαγίτη. Ακόμα και ο Οικονομόπουλος[6], αφού πρόβαλε σημαντικές αντιρρήσεις κατά της προταθείσας τότε ρύθμισης με το σκεπτικό ότι ο εισηγητής καταρτίζει εισήγηση χωρίς να γνωρίζει επακριβώς τους ισχυρισμούς των διαδίκων και ότι τούτο είναι άτοπο, καθόσον μετέχει στη συνέχεια στη σύνθεση του δικαστηρίου, με συνέπεια να δημιουργείται αντιδικία μεταξύ του εισηγητή και των διαδίκων, και ότι ο εισηγητής θα είναι δύσκολο να μεταβάλει άποψη, πρότεινε ο ίδιος στη συνέχεια να εκφέρει γνώμη ο εισηγητής περί των αναφυόμενων ζητημάτων, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να εκφέρει τη γνώμη του στην υπόθεση και δίχως να λαμβάνουν γνώση αυτής οι διάδικοι, παρά μόνον ο Εισαγγελέας, και επί πλέον αναγνώρισε ότι ακόμη και η εισήγηση με αυτό το περιεχόμενο θα «διευκόλυνε πολύ την επ’ ακροατηρίου διαδικασίαν και την κατανόησιν της υποθέσεως από το δικαστήριο σε τρόπο ώστε να είναι δυνατή η ταχεία μετά τη συζήτηση έκδοσις της αποφάσεως, καθόσον η μετά χρόνον από της συζήτησης διάσκεψη και η έκδοση απόφασης καθιστά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία δέον ν’ αποτελεί το κύριον μέρος της διαδικασίας, σχεδόν άνευ σημασίας». Τις επιφυλάξεις αυτές υιοθέτησε και ο Σακκέτας[7] και πρότεινε για να μην βλάπτεται το δικαστικό γόητρο να μην λαμβάνουν γνώση της εισήγησης του αρεοπαγίτη οι διάδικοι, και διαπίστωσε ότι «ως εκ της φύσεως της εργασίας ταύτης είναι αδύνατον να περιοριστεί μόνον στην επισήμανση των νομικών θεμάτων, διότι ο εισηγητής κυρίως έχει να αναπτύξει την επί της εννοίας των νόμων γνώμη του και να εκφράσει κατ’ ανάγκην ότι τοιαύτη είναι η έννοια τούτων ή ότι προτιμά εκ πλειόνων την μίαν, οπότε κατ’ ανάγκην θα προκύπτει η γνώμη του περί του εάν καλώς ή κακώς εδίκασε το ουσιαστικόν δικαστήριον ερμηνεύσαν ούτως ή άλλως τον νόμο», ενώ προσέθεσε ότι εάν επιλεγεί το σύστημα της μη καταγραφής της άποψης του εισηγητή, η εισήγηση θα είναι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, αν αυτός περιορίζεται στη θεωρητική αναγραφή διαφόρων γνωμών. Δηλ. όλη η αμφισβήτηση αναφέρθηκε όχι στην ύπαρξη του εισηγητή αρεοπαγίτη, αλλά σ’ αυτό τούτο το περιεχόμενο της εισηγητικής του έκθεσης. Ο πρόεδρος της ως άνω επιτροπής[8] είχε διατυπώσει την άποψη ότι το σύστημα αυτό, δηλ. της προδικασίας με την εισήγηση του εισηγητή «παρέχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει σοβαράν και εμπεριστατωμένη συζήτηση της υπόθεσης, δεδομένου του απαιτούμενου χρόνου στους διαδίκους και τον εισηγητήν αρεοπαγίτην, όπως μελετήσουν τα αναφυόμενα νομικά ζητήματα εν πλήρει γνώσει και όλων των αντιθέτων απόψεων». Ανάλογα υποστηρίζονται σήμερα μάλιστα στη θεωρία[9] δηλ. ότι η χρησιμότητα του θεσμού του εισηγητή αρεοπαγίτη είναι αδιαμφισβήτητη και η έκθεσή του συμβάλλει αποφασιστικά στην εύρυθμη εξέλιξη της αναιρετικής διαδικασίας και την ορθότερη κρίση του Δικαστηρίου και διασφαλίζει στους διαδίκους το δικαίωμα υπεράσπισης και την ισότητα των όπλων.
Η δυνατότητα εξ άλλου αυτεπάγγελτης εξέτασης ορισμένων λόγων αναίρεσης κατά το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ από το δικαστήριο, συνεπάγεται ότι ο αναιρεσίβλητος δικάζεται χωρίς να μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του και να υπερασπίσει τον εαυτόν του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το άρθρο 1015 του γαλλικού ΚΠολΔ ορίζει ότι το δικαστήριο οφείλει να γνωστοποιήσει στους διαδίκους την πιθανότητα αυτεπάγγελτης εφαρμογής ορισμένων λόγων αναίρεσης και να τους τάξει προθεσμία για να εκθέσουν τις απόψεις τους, ενώ επ’ ευκαιρία της ίδιας διάταξης η αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναίρεσης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των διαδίκων και δη του αναιρεσιβλήτου προσκρούει ευθέως στο δίκαιο της ΕΣΔΑ και θα αποτελέσει αιτία καταδίκης της Ελλάδας. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, έχω την αίσθηση ότι το ισχύον καθεστώς έχει λειτουργήσει καλώς για όλα τα μέχρι τώρα χρόνια, δίχως κάποιο πρόβλημα, δεν νομίζω ότι πρόκειται να βελτιωθεί κάτι από τη νέα ρύθμιση, μάλιστα μπορεί να είναι αιτία καθυστέρησης έκδοσης της απόφασης από το τμήμα του Αρείου Πάγου, και ουσιαστικά το Ανώτατο Ακυρωτικό μετατρέπεται κατ’ αποτέλεσμα σε δικαστήριο ουσίας ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία συζήτησης και έκδοσης της απόφασης και σε κάθε περίπτωση το ισχύον σύστημα έχει πετύχει στην πράξη και επομένως κάτι που έχει επιτύχει δεν πρέπει να αντικαθίσταται.
Εισηγητής αρεοπαγίτης, όμως, ορίζεται μόνο για τους σκοπούς του νέου άρθρου 571 ΚΠολΔ. Δηλ. εισάγεται το νομοθετικό σύστημα που ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το ν. 3994/2011, το οποίο όμως δεν είχε καταργήσει το θεσμό του εισηγητή Αρεοπαγίτη και κατά την εισηγητική έκθεση[10] δικαιολογείται από το φιλτράρισμα των αναιρέσεων στον Άρειο Πάγο. Έτσι, ως προς κύριους και πρόσθετους λόγους, Εισηγητής Αρεοπαγίτης ορίζεται μόνο για να κρίνει σε πρώτο στάδιο περιπτώσεις απαραδέκτου της αναίρεσης ή απαραδέκτου ή προδήλως αβασίμου των λόγων αυτής με προφορική εισήγησή του προς το τριμελές δικαστικό συμβούλιο. Επαναφέρεται δηλ. η προηγούμενη πολύπλοκη και περιττή, εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, διαδικασία που είχε καθιερωθεί με το ν. 2915/2001, με τη διαφορά ότι πλέον ο εισηγητής δεν συντάσσει καν έκθεση, όταν αυτός δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη του συμβουλίου ή αν ο αναιρεσείων υποβάλλει αίτηση να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 571 παρ. 3 ΚΠολΔ. Νομίζω ότι σ΄ ένα σύστημα που αναγνωρίζει τον εισηγητή Αρεοπαγίτη γενικώς η επαναφορά της ρύθμισης του άρθρου 571 ΚΠολΔ και της ιδιαίτερα πολύπλοκης διαδικασίας του θα μπορούσε να ισχύσει. Σ΄ ένα σύστημα όμως που δεν υπάρχει ο εισηγητής αρεοπαγίτης, όπως ισχύει, ανακύπτουν ορισμένα προβλήματα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 568 προβλέπει ότι ορίζεται εισηγητής αρεοπαγίτης για τους σκοπούς του άρθρου 571, δηλ. για να εξετάσει το παραδεκτό της αναίρεσης και των λόγων καθώς και την πρόδηλη μη βασιμότητά τους. Το ερώτημα που τίθεται είναι πως θα κρίνεται και από ποιον εκ των προτέρων ότι υπάρχει τέτοιο ζήτημα ; Επομένως, θα ορίζεται πάντοτε εισηγητής Αρεοπαγίτης, ο οποίος θα έχει περιορισμένη δικαιοδοτική λειτουργία. Δεν καταβάλλεται, έτσι, διπλή εργασία από τον εισηγητή Αρεοπαγίτη και από άλλο δικαστή μέλους της σύνθεσης, που θα συζητήσει την υπόθεση ; Σε πραγματικό επίπεδο, θα εξασφαλίζεται πάντα ο αναγκαίος αριθμός των αρεοπαγιτών, προκειμένου να εφαρμόζεται η διάταξη που ορίζει ότι στο τμήμα που συζητεί την υπόθεση δεν πρέπει να συμμετάσχουν τα μέλη της σύνθεσης του προαναφερθέντος δικαστικού συμβουλίου ; Η κρίση του τριμελούς συμβουλίου του άρθρου 571 περί μη απόρριψης της αναίρεσης δεν θα μπορεί βέβαια να δεσμεύει το τμήμα του Αρείου Πάγου και μπορεί τούτο να έχει διαφορετική γνώμη. Προς τί όλη αυτή η διαδικασία, η οποία, αντί να επιταχύνει την αναιρετική δίκη, την επιβαρύνει υπέρμετρα. Μάλιστα η εισηγητική έκθεση της Επιτροπής Νίκα του ν. 3994/2011 δικαιολόγησε την απόφασή της για την κατάργηση της ως άνω διαδικασίας του άρθρου 571 ΚΠολΔ ότι αυτή επιβαρύνει αντί να αποφορτίσει τον Άρειο Πάγο γι΄ αυτό και η σχετική ρύθμιση είχε περιπέσει σε πλήρη αχρησία[11].
Τέλος, στο άρθρο 585 ΚΠολΔ ορίστηκε η προθεσμία άσκησης των πρόσθετων λόγων ανακοπής ανάλογα με τις νέες ρυθμίσεις της πρωτοβάθμιας δίκης στην τακτική διαδικασία, έτσι ώστε οι πρόσθετοι λόγοι στην τελευταία να ασκούνται σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεση της ανακοπής, ενώ στις ειδικές διαδικασίες διατηρήθηκε η προθεσμία των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση. Έτσι, όμως ανακύπτουν ζητήματα ως προς τη νομική φύση της ως άνω προθεσμίας, όπου η μεν πρώτη αναμφίβολα θεωρείται προθεσμία ενέργειας, η δε δεύτερη προπαρασκευαστική με τις απ΄ εδώ παραπέρα συνέπειες[12], ενώ η δικαιολογητική αρχή της διάταξης  που είναι η αρχή της προδικασίας αλλοιώνεται τουλάχιστον στην τακτική διαδικασία.

Γ. Οι τροποποιήσεις στις ειδικές διαδικασίες.
       Tα βασικά ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν οι εκάστοτε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές στο πεδίο των δικών των ειδικών διαδικασιών ήταν δύο. Πρώτον, η ενοποίηση ή μη των πλειόνων ειδικών διαδικασιών σε μια ενιαία διαδικασία με ταυτόχρονη κατάργηση των κατ’ ιδίαν διαφοροποιημένων ρυθμίσεων σε μερικότερα ζητήματα, εν όψει των αλλεπάλληλων νομοθετικών επεμβάσεων στις δίκες αυτές. Και δεύτερο, το ερώτημα της σύγκλισης τακτικής διαδικασίας και ειδικών διαδικασιών[13].
Στο πρώτο ερώτημα απάντησε θετικά η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή Κλαμαρή και μετέπειτα του Αντιπροέδρου Παπανικολάου[14] Οι διατάξεις του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και στηρίζονται εν πολλοίς στο προαναφερθέν Σχέδιο. Αυτή η γενικά θετική αποδοχή των τροποποιήσεων για τις Ειδικές Διαδικασίες οφείλεται στο ότι παρά την εμφάνιση ριζικής αναμόρφωσης, δεν μεταβάλλεται η ουσία των ειδικών διαδικασιών[15]. Ο σκοπός, συνεπώς, των τροποποιήσεων ήταν η ενοποίηση και απλοποίηση των ειδικών διαδικασιών και οι περισσότερες μεταβολές υπηρετούν αυτόν τον σκοπό χωρίς να μεταβάλλεται η ουσία και η βασική φιλοσοφία των ειδικών διαδικασιών. Τις διατάξεις αυτές υιοθέτησε και η Επιτροπή Κράνη με ορισμένες όμως ειδικές διαφοροποιήσεις.
Έτσι, οι ειδικές διαδικασίες ενοποιήθηκαν και κατατάχθηκαν συστηματικά σε τρεις κατηγορίες, α) τις διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592-613), που καλύπτουν το αντικείμενο των ισχυόντων άρθρων 592 παρ. 1 (γαμικές διαφορές), 614 παρ. 1 (σχέσεις γονέων και τέκνων) και 681Β παρ. 1 (επιμέλεια τέκνου και λοιπές διαφορές από τον γάμο), β) τις περιουσιακές διαφορές (άρθρα 614-622 Β) που καλύπτουν τις διαφορές των ισχυόντων άρθρων 647 (μισθωτικές διαφορές), 663 (εργατικές διαφορές), 677 (διαφορές από αμοιβές), 681Α (διαφορές από αυτοκίνητα), 681Δ (διαφορές από προσβολές από ΜΜΕ) και 635 (διαφορές από πιστωτικούς τίτλους) και γ) «Διαταγές» (με δύο τίτλους) α) η διαταγή πληρωμής και β) η διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου ( άρθρα 623-646). Αποτέλεσμα αυτών των ενοποιήσεων και απλοποιήσεων είναι ότι ο αριθμός των άρθρων που αφορούν τις ειδικές διαδικασίες μειώθηκε από 97 σε 58 με μεγαλύτερη όμως έκταση περιεχομένου.
     Στο δεύτερο ερώτημα, της σχέσης δηλ. μεταξύ τακτικής και ειδικών διαδικασιών, η τάση που είχε επικρατήσει ήταν αυτή της σύγκλισης μεταξύ τους. Η τάση αυτή αποτελεί πλέον παρελθόν εν όψει των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα στην τακτική διαδικασία. Τρανή απόδειξη περί τούτο είναι ότι ο νομοθέτης αναγκάστηκε στο άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ να ορίσει κάτι το εντελώς αυτονόητο υπό άλλες συνθήκες, δηλ. ότι η συζήτηση ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων στις δίκες αυτές είναι προφορική. Όπως, επίσης, και η άλλη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 στοιχ. δ κατά την οποίαν τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζήτησης, διαφορετικά είναι απαράδεκτα.
Στο Κεφάλαιο Α’ του Τέταρτου Βιβλίου εντάσσονται οι γενικές διατάξεις, δηλ. εκείνες που έχουν γενική εφαρμογή σε όλες τις ειδικές διαδικασίες. Έτσι, στο άρθρο 591 ΚΠολΔ ορίζονται ενιαία σ΄ όλες τις δίκες των ειδικών διαδικασιών οι διαδικαστικοί κανόνες για την κλήτευση των διαδίκων, θεσπίζεται δηλ. πλέον ενιαία προθεσμία κλήτευσής τους 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση, ενώ ταυτόχρονα καταργούνται ορθώς όλες οι επιμέρους ρυθμίσεις, οι οποίες θέσπιζαν διαφορετική προθεσμία ως προς συγκεκριμένες ειδικές διαδικασίες, όπως και οι επιμέρους ειδικές διατάξεις που όριζαν διαφορετική –συντομότερη– προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων σε ορισμένες ειδικές διαδικασίες. Καταργούνται επίσης οι επιμέρους αποκλίνουσες διατάξεις περί εγγραφής ή μη στο πινάκιο. Περαιτέρω, η άσκηση των κάθε μορφής παρεμβάσεων τρίτων οριοθετείται με χρονικό σημείο της συζήτηση της υπόθεσης. Ορίζεται η άσκηση της ανταγωγής, αντέφεσης και πρόσθετων λόγων έφεσης μόνο με αυτοτελές δικόγραφο. Η νομοθετική αυτή μεταβολή είναι ορθή και διασφαλίζει την τήρηση προδικασίας σε αντίθεση προς την προηγούμενη δυνατότητα άσκησης ανταγωγής και πρόσθετων λόγων έφεσης και με τις προτάσεις ή ακόμη και προφορικά στο ακροατήριο, παύουν δε να μετατρέπονται οι προτάσεις του εναγομένου, από δικόγραφο απευθυνόμενο στο δικαστήριο, σε εισαγωγικό δίκης δικόγραφο
Οι δίκες των ειδικών διαδικασιών δανείζονται από την τακτική διαδικασία την υποχρεωτική κατάθεση των προτάσεων, ενώ καταργείται η δυνατότητα προφορικής υποβολής ισχυρισμών που δεν περιέχονται στις προτάσεις, όπως ισχύει σήμερα στο άρθρο 591 παρ. 1 στοιχ. γ ΚΠολΔ. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι με βάση την παραπομπή του άρθρου 591 ΚΠολΔ στα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζεται και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών το άρθρο 340 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου αλλά και αυτά που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ. Επομένως, οι αποδεικτικοί περιορισμοί των άρθρων αυτών ισχύουν και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών. Το σύστημα που καταργήθηκε είχε γίνει πλήρως αποδεκτό στη θεωρία και νομολογία και ίσχυε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, συμβάλλοντας στην ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας και άφηνε περισσότερα περιθώρια κτήσης δικανικής πεποίθησης στο δικαστή. Αποτελούσε δε μία από τις σημαντικές διαφοροποιήσεις της δίκης της τακτικής διαδικασίας και σε σχέση με τις δίκες των ειδικών διαδικασιών. Περιορίζονται, επίσης, οι αποδεικτικές συμφωνίες αποκλεισμού αποδεικτικών μέσων, που γίνονταν δεκτές από τη νομολογία. Ρυθμίζεται με σαφή και ενιαίο τρόπο για όλες τις ειδικές διαδικασίες ο χρόνος προσαγωγής των αποδεικτικών μέσων, που είναι το αργότερο η συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, υιοθετούνται διατάξεις της εργατικής διαδικασίας ως προς τις εξουσίες του δικαστηρίου για εξέταση των διαδίκων ή για τη διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης.
Ως προς την ερημοδικία των διαδίκων ισχύουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 271 και 272 της δίκης της τακτικής διαδικασίας, με μόνη αδικαιολόγητη κατά τη γνώμη εξαίρεση του άρθρου 621 παρ. 2 εδ. τελ. για τις δίκες  των εργατικών διαφορών, όπου εξακολουθεί να ισχύει το σύστημα της μονομερούς συζήτησης
Τέλος, τίθεται γενική διάταξη, άρθρο 591 παρ. 7, ότι οι διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια εφαρμόζονται στα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης, ενώ η αναίρεση εκδικάζεται κατά τις γενικές διατάξεις, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις των άρθρων 591 έως 645.
Ειδικότερα : Ως προς τις τροποποιήσεις στις προσωπικές εν γένει διαφορές λεκτέα τα εξής :
      Προστέθηκαν οι «διαφορές που προκύπτουν από το νόμο 3719/2008 για την ελεύθερη συμβίωση». Στα άρθρα 593 - 602 ΚΠολΔ εντάσσονται οι διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε περισσότερες από μία κατηγορίες των ως άνω οικογενειακών διαφορών και οι οποίες αποδίδουν κατά βάση το περιεχόμενο των υπαρχουσών διατάξεων με άλλη όμως αρίθμηση. Το άρθρο 594 ΚΠολΔ ορίζει τη δυνατότητα άσκησης αγωγών από τον ανήλικο σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις του άρθρου 592 ΚΠολΔ. Το άρθρο 595 ΚΠολΔ, που αφορά τις έννομες συνέπειες της απουσίας διαδίκου, ακολουθεί το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της υπόθεσης, επομένως η ερημοδικία του ενάγοντος σε αγωγή διαζυγίου δεν θα έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως ανυποστήρικτης –και άρα τη διατήρηση του γάμου– αλλά ενδεχομένως και την αποδοχή της αγωγής, με συνέπεια τη λύση του γάμου. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί το νέο άρθρο 613 ΚΠολΔ που καθιερώνει την υποχρέωση του δικαστηρίου να περιλάβει αυτεπαγγέλτως στο διατακτικό της απόφασης, με την οποία ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας στον έναν γονέα, καταψηφιστική διάταξη σε βάρος του άλλου γονέα να παραδώσει το τέκνο στον δικαιούχο γονέα και η απόφαση εκτελείται σύμφωνα με το ενισχυμένο άρθρο 950 ΚΠολΔ.
Ειδικότερα : Ως προς τις νομοθετικές τροποποιήσεις στις περιουσιακές εν γένει διαφορές λεκτέα τα εξής :
Εξαιρετικής πρακτικής σημασίας είναι η πρόβλεψη στο άρθρο 614 αρ. 3 εδ. δ΄ και ε΄ ότι στην έννοια των εργατικών διαφορών υπάγονται πλέον «δ) οι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά δικονομικών εγγυητών στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α΄ και β, δηλ. τις διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή άλλη αιτία με αφορμή την παροχή εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών ή μεταξύ εκείνων που εργάζονται στον ίδιο εργοδότη, καθώς και ε) οι αγωγές κατά ομοδίκων των εναγομένων στις δίκες που αφορούν τις προαναφερθείσες διαφορές εφόσον εναχθούν από κοινού ή προσεπικληθούν». Πρόκειται για νέες ρυθμίσεις, οι οποίες κινούνται αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση και αποφεύγονται προηγούμενες νομολογιακές επιλογές και επιλύουν πρακτικά ζητήματα προς πραγμάτωση της οικονομίας της δίκης.
Όσον αφορά στις διαφορές που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή από ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, η διάταξη του άρθρου 614 αρ. 7 ρητά εντάσσει εδώ τις διαφορές που αφορούν σε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη προκληθείσα «μέσω διαδικτύου και γενικά κάθε άλλο σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων».
Στις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους επιτρέπεται η άσκηση ανταγωγής, εφόσον είναι συναφής με την κύρια αγωγή. Η διάταξη θα γεννήσει ερμηνευτικά ζητήματα ως προς την οριοθέτηση της έννοιας της συνάφειας
Καταργείται, τέλος, ορθώς η διάταξη του άρθρου 680 ΚΠολΔ, η οποία επέβαλλε η αγωγή να εμπεριέχει, πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχείων, και πίνακα που να αναγράφει λεπτομερώς τις ζητούμενες αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές.
   γ) Διαταγές
Στο Δ΄ Κεφάλαιο του Τετάρτου Βιβλίου με τίτλο «Διαταγές» συγκεντρώνονται σε μία ενότητα η διαταγή πληρωμής (άρθρα 623-634) και η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου ( άρθρα 637-646). Η συγκέντρωση των Διαταγών σε μία ενότητα είναι συστηματικώς επιτυχής, καθώς αμφότεροι οι θεσμοί χαρακτηρίζονται από την άμεση έκδοση εκτελεστού τίτλου βάσει μονομερούς διαδικασίας και την μετάθεση του δικαιώματος ακρόασης (άμυνας) του καθ’ ου στο στάδιο μετά από την έκδοση της διαταγής, με την άσκηση ανακοπής εναντίον της[16].
Ι. Διαταγή πληρωμής.
     Σημαντικές είναι οι τροποποιήσεις στη διαταγή πληρωμής. Στο άρθρο 623 ΚΠολΔ προστίθεται η φράση ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί «εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά». Έτσι, επιδιώκεται να επιλυθεί νομοθετικά η αμφισβήτηση, αν η έκδοση διαταγής πληρωμής χωρεί και για απαιτήσεις υπαγόμενες στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εν όψει του ότι 3 αποφάσεις του ΑΠ είχαν ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας δυνατότητας με βάση διοικητική σύμβαση, ενώ δύο άλλες υιοθέτησαν την αντίθετη εκδοχή[17]. Η αμφισβήτηση αυτή επιλύθηκε ήδη προς την αρνητική κατεύθυνση. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντίθετα είναι δυνατή η έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής με βάση διοικητική σύμβαση βάσει του Καν 1296/2006[18]. Επίσης πρέπει να μνημονευθεί εδώ η υπ΄ αριθμ. 18/2005 απόφαση του ΑΕΔ που δέχθηκε ότι η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής με βάση διοικητική σύμβαση υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Βέβαια μεταγενέστερα το ζήτημα δεν έχει πλέον πρακτική σημασία και καθιστά αλυσιτελή τη νομοθετική μεταρρύθμιση, εν όψει του ότι με το ν. 4329/2015 ρυθμίζεται πλέον η έκδοση διαταγής πληρωμής για αξιώσεις από διοικητική σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής από το Μονομελές Διοικητικό Εφετείο, η δε λοιπή διαδικασία και η προστασία του καθ΄ ου η διαταγή πληρωμής ορίζονται στα άρθρα 272Α έως 272 Ι του ΚΔΔ. Το ερώτημα που προκύπτει όμως από την ως άνω προσθήκη είναι εάν θα μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής από τον πολιτικό δικαστή βάσει αναγνωριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου για άλλη απαίτηση που δεν προκύπτει από διοικητική σύμβαση.
Με βάση το άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ καταργείται η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση να μη διαμένει ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής στην αλλοδαπή κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής και είναι επιτρεπτή πλέον η έκδοση διαταγής πληρωμής και κατά προσώπων κατοικούντων ή διαμενόντων στην αλλοδαπή, όπως είχε προταθεί και σε προηγούμενες Επιτροπές[19]. Ως προς τους αγνώστου διαμονής, η έκδοση διαταγής πληρωμής παραμένει μη επιτρεπτή, εκτός αν το αγνώστου διαμονής πρόσωπο έχει νόμιμα διορισμένο αντίκλητο στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 142 ΚΠολΔ.  Η νέα αυτή ρύθμιση ως προς τους κατοικούντες ή διαμένοντες στην αλλοδαπή έχει επηρεαστεί ενδεχομένως από το βελγικό και ιταλικό δικονομικό δίκαιο, που έχουν άρει την προαναφερθείσα αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, και είναι δικαιολογημένη, και εμφανής συνέπεια της προστασίας του δικαιώματος άμυνας με την ανακοπή,  που επιτυγχάνεται με τις διασυνοριακές επιδόσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1393/2007 και της πολυμερούς Σύμβασης της Χάγης 1965, που κυρώθηκε από την χώρα μας με τον ν. 1334/1983 για την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή.
 Σημαντική είναι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 636 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Σε περίπτωση επίδοσης στο εξωτερικό [σ.σ. της διαταγής πληρωμής], για την έναρξη της προθεσμίας ανακοπής των άρθρων 632 και 633 § 2, η επίδοση θεωρείται ότι συντελέσθηκε κατά τον χρόνο που προβλέπει το δίκαιο του κράτους διαμονής του παραλήπτη ή κατά τον χρόνο της πραγματικής παραλαβής [σ.σ. της διαταγής πληρωμής], η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο ή δικαστική ομολογία». Η ρύθμιση διαφοροποιείται απ΄ αυτήν του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ ( η επίδοση σε κάτοικο αλλοδαπής συντελείται με την παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στην διαβιβάζουσα αρχή), είναι δε εύστοχη και μεριμνά για την πληρέστερη πραγμάτωση του δικαιώματος ακρόασης του καθ’ ου η διαταγή οφειλέτη, και εναρμονίζεται προς την βασική διάταξη του άρθ. 9 παρ. 1 Κανονισμού 1393/2007, που θα έχει αποκλειστική εφαρμογή, όταν ο καθ’ ου η διαταγή ανακόπτων είναι κάτοικος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εναλλακτικά, κρίσιμος αποβαίνει για την έναρξη της προθεσμίας της ανακοπής, ο χρόνος της πραγματικής παραλαβής της διαταγής πληρωμής, αποδεικνυόμενης εγγράφως ή με δικαστική ομολογία, ιδίως όταν η πραγματική παραλαβή συντελείται σε χρόνο διάφορο σε σχέση με την τυπική συντέλεση της επίδοσης κατά το δίκαιο του κράτους διαμονής του παραλήπτη[20].
Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η νέα διάταξη όμως του εδ. 2 του άρθρου 631 που καθιερώνει την αναστολή  της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 632, επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 724».
Η διάταξη προφανώς λαμβάνει υπόψη τα ευρωπαϊκά δεδομένα ότι δεν είναι δυνατή η διασυνοριακή εκτέλεση της ελληνικής διαταγής πληρωμής, πριν από τη εξάντληση της προθεσμίας ανακοπής εναντίον της. Έχει, δηλ. πρωτίστως υπόψη την περίπτωση, κατά την οποία η διαταγή θα εκτελεσθεί στην αλλοδαπή. Εφαρμόζεται, όμως, εν τέλει σε κάθε περίπτωση που ο καθ’ ου κατοικεί ή διαμένει στην αλλοδαπή (ή είναι άγνωστης διαμονής αλλά έχει διορισμένο αντίκλητο στην Ελλάδα), δηλ. και όταν ακόμη η εκτέλεση της διαταγής κατά του οφειλέτη κατοίκου αλλοδαπής θα γίνει επί περιουσιακών του στοιχείων ευρισκόμενων στην Ελλάδα. Η ρύθμιση καταλήγει έτσι να εισάγει αδικαιολογήτως διαφοροποιημένο καθεστώς ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης της εκτελεστότητας με βάση τον τόπο κατοικίας του καθ’ ου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαφοροποίηση συνιστά δυσμενώς διακριτική μεταχείριση εις βάρος των καθ’ ων -κατοίκων της ημεδαπής και είναι, για τον λόγο αυτόν, ευεπίφορη στην πρόκληση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην επικράτεια της Ένωσης, ώστε η συμβατότητά της με το ενωσιακό δίκαιο να φαίνεται εξαιρετικά αμφίβολη[21].
Η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων υπέρ του δανειστή κατά το άρθρο 724 αποτελεί επαρκή εγγύηση προστασίας του, σε επίρρωση της ήδη κρατούσας γνώμης, ότι η αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής δεν εμποδίζει την δραστικότητά της ως τίτλου για την λήψη των μέτρων του άρθρου 724 ΚΠολΔ[22].
 Επαναφέρεται η ρύθμιση που ίσχυε πριν από το ν. 4055/2012 για την καθ΄ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ανακοπής με βάση το ύψος της απαίτησης, έτσι ώστε να δημιουργείται δεδικασμένο για το προδικαστικό ζήτημα της απαίτησης με τους όρους του άρθρου 331 ΚΠολΔ, κάτι το οποίο δεν επιτυγχανόταν με τη ρύθμιση του ν. 4055/2012 που όριζε ως καθ΄ ύλη αρμόδιο δικαστήριο εκείνο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, δηλ. το ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο[23].
Η προθεσμία της ανακοπής μετά από την δεύτερη επίδοση της διαταγής ορίζεται σε 15 εργάσιμες ημέρες και ισχύει για τους κατοίκους της αλλοδαπής (άρθρο 633 ΚΠολΔ).
Ως προς τη διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής, αν η διαταγή πληρωμής εκδίδεται βάσει πιστωτικών τίτλων εκδικάζεται με τη διαδικασία αυτή, ενώ για τις άλλες υποθέσεις ορίζεται στο άρθρο 632 παρ. 2 εδ. β η νεοεισαχθείσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, δηλ. αυτή που αναφέρεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 591 ΚΠολΔ.
         Περαιτέρω, κατά την παρ. 4 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, μετά από την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που απορρίπτει την ανακοπή και έως την συζήτηση της έφεσης, παρέχεται η δυνατότητα αίτησης αναστολής (έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ένδικου μέσου) ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης. Η ίδια δυνατότητα παρέχεται και ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την έφεση σε κάθε στάση της ενώπιόν του δίκης. Αυτές οι ευχέρειες αιτήσεων αναστολής υφίστανται, κατά την νέα παρ. 5, και όταν δεν είχε χορηγηθεί αναστολή έως την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής. Με τις διατάξεις αυτές επιβαρύνεται υπέρμετρα η διαδικασία και αποδυναμώνεται η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής, ο δε οφειλέτης, πέραν της δυνατότητας αίτησης αναστολής κατά το άρθρο 632 παρ. 3, έχει και άλλα μέσα προστασίας όπως π.χ. την ανακοπή κατά της εκτέλεσης και την αναστολή της εκτέλεσης κατ' άρθρο 937, όταν ασκείται το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015 και θα δούμε πιο κάτω. Ταυτόχρονα, το ένδικο μέσο της έφεσης θα αυξηθεί, προκειμένου να μπορεί να δοθεί αναστολή της εκτελεστότητας, ενώ δίνει τη δυνατότητα επανειλημμένης άσκησης αίτησης αναστολών και πολλαπλών κρίσεων επί του ζητήματος της αναστολής ή μη της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής.
      Με την παρ. 7 του άρθρου 632 ορίζεται η δυνατότητα σώρευσης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά των πράξεων εκτέλεσης της εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 218 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση ουδέν προσθέτει, διότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται με τις ίδιες προϋποθέσεις στη νομολογία και θεωρία[24].
    Ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας του ανακόπτοντος το άρθρο 632 παρ. 7 ΚΠολΔ ορίζει ότι “Αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στην δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή». Η ρύθμιση φαίνεται περιττή, καθώς οι συνέπειες της ερημοδικίας, ελλείψει ειδικής ρύθμισης στην οριζόμενη ως εφαρμοστέα (κατά την παρ. 2) διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, διέπονται από τις γενικές διατάξεις (σύστημα των επαχθών συνεπειών ερημοδικίας) των άρθρων 272 ως προς τον ανακόπτοντα (ως διάδικο που εισάγει την δίκη της ανακοπής) και 271 ως προς τον καθ’ ου η ανακοπή (ως διάδικο κατά του οποίου στρέφεται το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο). Ορθά δε καταργείται η ατυχής ρύθμιση του ν. 4055/2012, βάσει της οποίας είχε εισαχθεί το σύστημα της μονομερούς συζήτησης ερήμην του ανακόπτοντος, αδιαφόρως της φύσης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή, και της διαδικασίας εκδίκασής, με αποτέλεσμα να εξετάζεται η ανακοπή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εν απουσία του ανακόπτοντος, με κόστος ανυπολόγιστο σε βάρος της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης αλλά της οικονομίας της δικαστικής ενέργειας[25]. Εν τούτοις, τα πρωτοβάθμια δικαστήρια με δική τους κατασκευή[26] δέχονταν την εφαρμογή των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ και στην ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής που εκδικαζόταν με την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.
ΙΙ) Διαταγή απόδοσης του μισθίου.
      Ως προς τη διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου (άρθρα 637-646) δεν επέρχονται ουσιώδεις αλλαγές αλλά αναριθμούνται τα άρθρα.
Δ. Οι τροποποιήσεις στο Γενικό Μέρος της Αναγκαστικής Εκτέλεσης
      Η αναγκαστική εκτέλεση, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη θεωρία και νομολογία, προστατεύεται συνταγματικά και αποτελεί το μέσο για την πραγμάτωση του διατακτικού της απόφασης από το δεοντολογικό στο πραγματικό επίπεδο. Ωστόσο, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένα τρίτο καταληκτικό στάδιο για την ικανοποίηση του δανειστή, μετά απ΄ αυτά της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και των ενδίκων μέσων, αλλά ως μία καθαρά θα μπορούσα να πω “διεκπεραιωτική διαδικασία”, η οποία σκοπεύει την ικανοποίησή του, όπως είχα την ευκαιρία να υποστηρίξω στο Παν/νιο Συνέδριο της ΕΕΔ στη Χίο. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει αναμφίβολα να ελαφρυνθεί, διότι ρυθμίζονται και μάλιστα με τρόπο αποσπασματικό πολλές δυνατότητες προστασίας του οφειλέτη, οι οποίες πολλές φορές ασκούνται καταχρηστικά. Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης τροποποιείται σε πλείονες διατάξεις και η μεταρρύθμιση αυτή έχει προκαλέσει πολλές επιστημονικές και άλλες αντιδράσεις. Ωστόσο, σε σχέση με ό, τι είχε αρχικώς προταθεί, υπάρχουν βελτιώσεις. Θα αναφερθώ μόνο στις κυριότερες τροποποιήσεις του γενικού μέρους της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ορίζεται ορθώς στο άρθρο 924 σε κάθε περίπτωση ο διορισμός αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου εκτέλεσης και όχι του ειρηνοδικείου, όπως προβλέπεται σήμερα, δεδομένου ότι θα είναι πιο εύκολο στον επισπεύδοντα δανειστή να βρει αντίκλητο στη μεγαλύτερη περιφέρεια του πρωτοδικείου.
Η καθ΄ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ παραμένει ως έχει με βάση την προέλευση των εκτελεστών τίτλων. Η Επιτροπή Κράνη πρότεινε ως αποκλειστικό δικαιοδοτικό όργανο το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου εκτέλεσης κατ΄ επιρροή της ιταλικής πολιτικής δικονομίας. Στο άρθρο 933 ΚΠολΔ ορίζεται διάταξη για τον προσδιορισμό και την υποχρεωτική εκδίκαση των τυχόν περισσότερων ανακοπών κατά την ίδια δικάσιμο, ρύθμιση που προδήλως θα εφαρμόζεται εφόσον αυτό είναι δυνατό και θα επαφίεται στην καλή λειτουργία της γραμματειακής υποστήριξης. H διάταξη αυτή χαρακτηρίστηκε από τη θεωρία[27] ως περιττή και άστοχη, αφού σύμφωνα με το άρθρο 935 ΚΠολΔ λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής είναι απαράδεκτοι, αν προταθούν σε μεταγενέστερη δίκη, όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής «ή άλλης πράξης» της διαδικασίας της εκτέλεσης, με συνέπεια η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής να είναι υποχρεωτική όχι μόνο για τους γεννημένους στην άσκησή της λόγους που αφορούν την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης, αλλά επιπρόσθετα και για όλους τους γεννημένους λόγους όσων πράξεων εκτέλεσης προηγήθηκαν.
Στην παρ. 1 εδ. τελ. του άρθρου 933 ΚΠολΔ ορίζεται η δυνατότητα άσκησης πρόσθετων λόγων ανακοπής σε προθεσμία οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση με δικόγραφο που κατατίθεται και κοινοποιείται στον αντίδικο. Η ρύθμιση είναι ειδική σε σχέση με αυτή του άρθρου 585 παρ. 2 ΚΠολΔ και ουσιαστικά θέτει εκποδών το ζήτημα που εδώ και καιρό ταλανίζει τη θεωρία και νομολογία με πλήρη διχοστασία μεταξύ τους[28], σχετικά με το αν οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να ασκούνται μέσα στην προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 934 ΚΠολΔ, το οποίο επίσης έχει διαφορετικό περιεχόμενο από το σημερινό, όπως θα δούμε.
      Το άρθρο 934, που προβλέπει την προσβολή των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας σε τρία στάδια, τροποποιείται ώστε να παραμείνουν δύο μόνο στάδια με την απορρόφηση ουσιαστικά του ενδιάμεσου από τα άλλα δύο. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι όλες οι πλημμέλειες από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έως και τη θεσπιζόμενη δημοσίευση της κατασχετήριας έκθεσης, ακόμη και εάν αφορούν την απαίτηση, προβάλλονται μέσα σε 45 ημέρες από την κατάσχεση. Εάν η ανακοπή αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, ασκείται παραδεκτώς μέσα σε τριάντα μέρες απ’ αυτήν, εάν πρόκειται δε ειδικότερα για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε 30 ημέρες από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, εφόσον εκπλειστηριάσθηκε κινητό, ή σε 60 ημέρες από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης επί ακινήτων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η συρρίκνωση των σταδίων προσβολής των πράξεων της εκτέλεσης σε δύο επιφέρει απλούστευση, που περιορίζεται όμως σε επίπεδο νομοθεσίας και όχι ουσίας. Η νέα ρύθμιση δίνει δυνατότητα συγκέντρωσης περισσότερων λόγων ανακοπής σε ένα δικόγραφο, δεν εγγυάται όμως μείωση του αριθμού των ανακοπών που θα μπορούν να ασκηθούν από τον στρεψόδικο οφειλέτη, ούτε ταχύτερη ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας στην τελευταία περίπτωση[29].
Ως προς τη διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής ορίζεται (άρθρο 937 παρ. 3) αυτή των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ., δηλ. ουσιαστικά το άρθρο 591 ΚΠολΔ και ορθώς εγκαταλείφθηκε η αρχική επιλογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, που τόσες επιστημονικές αντιδράσεις είχε δημιουργήσει[30].
   Κατά της απόφασης επί της ανακοπής, όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, επιτρέπεται μόνον έφεση, ενώ εάν πρόκειται για ανακοπή κατά της εκτέλεσης με όλους τους λοιπούς εκτελεστούς τίτλους του άρθρου 904 εδ. β ΚΠολΔ, επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων εκτός της ανακοπής ερημοδικίας. Η διάκριση αυτή μεταξύ των εκτελεστών τίτλων ως προς τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατακρίθηκε από τη θεωρία[31]  ως ανεπιτυχής, διότι έγινε με τελείως απροσδιόριστα κριτήρια. Δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης με σχετική αίτηση δεν ορίζεται και το άρθρο 938 ΚΠολΔ καταργείται γενικώς, ακριβώς διότι ο πλειστηριασμός σκοπείται να διενεργείται σε πολύ κοντινό χρονικό σημείο από την κατάσχεση. Η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης παραμένει μόνο α) για τις περιπτώσεις άμεσης εκτέλεσης από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή, β) ενώ προβλέπεται η αίτηση δικαστικής αναστολής από το δικαστήριο του ένδικου μέσου με τους ίδιους όρους του καταργηθέντος άρθρου 938 ΚΠολΔ. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή του πλειστηριασμού αυτή πρέπει να κατατίθεται πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό.
      Ο περιορισμός των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης βρίσκεται κατ΄ εμέ στη σωστή κατεύθυνση, παρά τις πολύ αντίθετες απόψεις που διατυπώθηκαν στην προαναφερθείσα Επιτροπή Κράνη κυρίως από πλευράς των εκπροσώπων των δικηγορικών συλλόγων. Η επιλογή όμως του ενδίκου μέσου της έφεσης είναι κατά τη γνώμη μου είναι ατυχής για δύο λόγους. Αφενός διότι δεν ανακύπτουν συχνά ζητήματα ουσίας στις υποθέσεις ανακοπής κατά της εκτέλεσης, αφετέρου διότι τα κυρίως ανακύπτοντα νομικά ζητήματα είναι δυσχερή και θα πρέπει να επιλύονται από ανώτατο δικαστήριο, όπως εξ άλλου έχει διαπιστωθεί μέχρι τώρα, αν αναλογιστεί κανείς τις αποφάσεις και μόνον της ΟλΑΠ επί ζητημάτων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, ο αποκλεισμός του Αρείου Πάγου από την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι εσφαλμένη και στερεί αυτόν και τους διαδίκους από ένα πολύ σημαντικό έργο διαμόρφωσης της νομολογίας σε ιδιαίτερα δυσχερή και σημαντικά ζητήματα. Επομένως τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της αντικατάστασης της έφεσης από την αναίρεση.
Τέλος, η γνωστοποίηση της απόφασης που διατάζει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να γίνει στα εκτελεστικά όργανα και με ηλεκτρονικά μέσα (άρθρο 939 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ε.Επίλογος
     Μετά τη ρηξικέλευθη νομοθετική τροποποίηση του ν. 2915/2001 με την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης και της κατά συνέπεια ελάφρυνσης της δίκης της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, μεσολάβησαν πλείστες όσες νομοθετικές πρωτοβουλίες με την επιγραφή “επιτάχυνση της δίκης, απλοποίηση της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, εκσυγχρονισμός της πολιτικής δίκης” κ.λ.π. Άλλα από τα νομοσχέδια αυτά στόχευαν πράγματι στον επιγραφόμενο τίτλο, άλλα απλώς τυπικά έφεραν τον τίτλο αυτό, προφανώς επηρεαζόμενα από το πνεύμα της εποχής, αλλά και από την καθημερινώς διατυπούμενη ευχή της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, δηλ. την υπάρχουσα σημερινή κατάσταση της πολιτικής δικαιοσύνης. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, επιρρωνύει τη θέση ότι οι νόμοι από μόνοι τους σχετικώς μόνο μπορούν να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι εκάστοτε διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις μιας περιόδου αντικαταστάθηκαν με άλλες που προϊσχύσαν, έτσι ώστε ο νομοθέτης να εμφανίζεται ότι παλινδρομεί. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο για την απονομή της δικαιοσύνης είναι η επιχειρησιακή διαχείριση της δικαιοσύνης αλλά και η εκάστοτε αξιολόγησή της. Στοιχεία που κατά τη γνώμη μου ελλείπουν. Η διάκριση μεταξύ της πολιτικής δικονομίας και της επιχειρησιακής διαχείρισης της δικαιοσύνης είναι σαφής. Επομένως, δίπλα στις εκάστοτε νομοθετικές τροποποιήσεις πρέπει να συντελείται η αναμόρφωση των ισχυόντων καταστατικών των δικαστηρίων, η καλύτερη κατανομή του ανθρώπινου εν γένει δυναμικού, η αλλαγή νοοτροπίας των εμπλεκομένων  στην απονομή της δικαιοσύνης, η κατάργηση της πολυνομίας, η υπηρεσιακή ευελιξία, η πραγμάτωση και όχι απλή εξαγγελία της πληροφορικής σ΄ οποιοδήποτε στάδιο ενέργειας και άλλες παράμετροι.


 
Εισήγηση στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στην ημερίδα με θέμα “Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Παρουσίαση-Κριτική προσέγγιση” που έγινε στην Πύλο στις 24 Οκτωβρίου 2015.
[1] Βλ. Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014.156επ. όπου και διάφορες εισηγήσεις.
[2] Βλ. Πρόταση Σχεδίου Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2008, σ. 80, 184.
[3] Βλ. Πανταζόπουλος, Αναψηλάφηση της απόφασης λόγω ψευδών αποδεικτικών μέσων ()άρθρο 544 αρ. 6 ΚΠολΔ, 2009, σ. 123επ  και σημ. 356 με τις εκεί π.π.
[4] ΑΠ 758/2007 ΠΧ 2008.230, 1525/2004 ΕλλΔνη 2005.755, 1170/2005 ΕλλΔνη 2007.1660.
[5] Eισηγητική έκθεση σ. 15.
[6] Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας Γ, 1951, σ. 452.
[7] Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας Γ, 1951, σ. 453.
[8] Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας Γ, 1951, σ. 296.
[9] Βλ. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα μέσα, 2007, σ. 532-533.
[10] Eισηγητική έκθεση σ. 15.
[11] Αιτιολογική έκθεση ν. 3994/2011 σ. 80, 81.
[12] Για το σχετ. ζήτημα, βλ. πρόσφατα Πανταζόπουλος, Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, 2015 σ. 71 επ. με τις εκεί π.π. στη θεωρία και νομολογία.
[13] Βλ. Τιμαγένης, Διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, ΕΠολΔ 2014.216.
[14] Βλ. Πρόταση Σχεδίου Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2008, σ. 87επ, 189επ.
[15] Τιμαγένης, ό.π. ΕΠολΔ 2014.215.
[16] Ποδηματά, Παρατηρήσεις επί των νέων άρθρων 623 έως 646 (“Διαταγές”) του Σχεδίου ΚΠολΔ 2014, ΕΠολΔ 2014.230.
[17] Βλ. αναλ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2η έκδ. 2013, σ. 92επ. με π.π. στη θεωρία και νομολογία.
[18] Βλ. σχετ. Πανταζόπουλος, Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο, 2012, σ. 50 και σημ. 161 με π.π.
[19] Πρόταση Σχεδίου Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2008, σ. 90, 193, Σχέδιο Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τελική διαμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2009, σ. 106, 234.
[20] Βλ. και Ποδηματά, ό.π. ΕΠολΔ 2014.233.
[21] Ποδηματά, ό.π. ΕΠολΔ 2014.234.
[22] Ποδηματά, ό.π. ΕΠολΔ 2014.234.
[23] Βλ. σχετ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2013, σ. 217επ.
[24] Βλ. αντί άλλων Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2013, σ. 363επ. με π.π. στη θεωρία και νομολογία.
[25] Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2013, σ. 268επ.
[26] ΜΠρΑθ. 3755/2013 NoB 2013.1877, ΜΠρΠειρ 1330/2013 ΕλλΕνη 2013.851, ΜΠρΘεσ/κης 22513/2012 Αρμ. 2015.461, ΜΠρΣερ 84/2014 ΕλλΔνη 2014.898 με αντίθ. παρατ. Πανταζόπουλου, ΜΠρΧανίων 41/2013 ΕΠολΔ 2013.400, ΜΠρΘεσ/κης 6223/2014 ΕλλΔνη 2014.1065, 22099/2013 ΕΠολΔ 2013.719, ΕιρΘεσ/κης 22100/2013 ΕφΑΔ 2013.1113.
[27] Mάζης, Παρέμβαση αναφορικά με τις διατάξεις του Σχεδίου για την αναγκαστική εκτέλεση, ΕΠολΔ 2014.279.
[28] Για το ζήτημα βλ. Πανταζόπουλος, Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, 2015, σ. 77επ. ειδ. 84επ.
[29] Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ 2014 ως προς το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕΠολΔ 2014.266.
[30] Βλ. Κολοτούρος, Η υπαγωγή της κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής στο σύστημα της προσωρινής δικαστικής προστασίας, ΕΠολΔ 2014.251επ.
[31] Κολοτούρος, ό.π. ΕΠολΔ 2014.262.

[πηγή : http://www.ende.gr/ ]

Σχόλια