"ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ * - (Με αφορμή τις υπ’ αριθμ. 53/2012 και 597/2012 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών)" [του Γεωργίου Κ. Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.]

Οι πάρα κάτω δημοσιευόμενες αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, δηλαδή οι υπ’αριθ. 53/2012 (προδικαστική) και 597/2012 (οριστική), με αφορμή το τροχαίο ατύχημα που αναφέρεται σε αυτές και το οποίο συνέβη στην αλλοδαπή, κλήθηκαν να αποφανθούν για ζητήματα τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον λόγω των στοιχείων της αλλοδαπότητας που εμφανίζει η υπόθεση με την οποία ασχολήθηκαν. Τα ζητήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

Α. 1. Η Διεθνής Δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων όταν το ατύχημα συμβαίνει σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Υπό το καθεστώς της συμβάσεως των Βρυξελλών της 27-9-1968 για τη «Διεθνή Δικαιοδοσία και Εκτέλεση αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1814/1988, υπήρξε αντικείμενο έντονης διαφωνίας τόσο στα πλαίσια του τότε ΔΕΚ (σήμερα ΔΕΕ) όσο και της ελληνικής νομολογίας, ως προς τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να εναχθεί ο αλλοδαπός ασφαλιστής στον τόπο της κατοικίας του παθόντος[1]. Τομή στην πάρα πάνω διακύμανση αποτέλεσε ο Κανονισμός 44/2001, ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από την 1-3-2002, και η ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεών του (αρθ. 9 παρ. 1 στοιχείο β΄και 11 παρ. 2 αυτού) από το ΔΕΚ. Το τελευταίο με την υπ’αριθ. C 463/2006 απόφασή του δέχθηκε ότι ο ασφαλιστής που έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου στον οποίο έχει την κατοικία του ο ζημιωθείς. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή αποτελεί ειδικώτερη εκδήλωση της αρχής της εύνοιας προς τον ζημιωθέντα σε τροχαίο ατύχημα που διαπνέει τον πάρα πάνω Κανονισμό, αφού είναι ολοφάνερη η διευκόλυνσή του να εγείρει την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου της χώρας στην οποία κατοικεί σε σύγκριση με τις δυσκολίες που συνεπάγεται γι’αυτόν η έγερση της αγωγής στην αλλοδαπή και μάλιστα στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα του ο αλλοδαπός ασφαλιστής. Τη θέση αυτή του ΔΕΚ υιοθέτησε με πάγιο τρόπο ο Άρειος Πάγος (ΑΠ  584/2014, 419/2012, 37/2012, 487/2011 και 640/2010 δημοσιευμένες όλες σε ΕπιθΣυγκΔικ τόμος 2014 σελ. 562 κ.επ. και 566 κ.επ., τ. 2012 σελ. 85 κ.επ., 304 κ.επ. και τ. 2010 σελ. 176 κ.επ., αντίστοιχα).

Εκείνο το οποίο πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η έννοια της κατοικίας, προς συγκρότηση της αρμοδιότητας του ημεδαπού δικαστηρίου και της αντίστοιχης διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, προϋποθέτει την απόδειξη από τον ενάγοντα των στοιχείων τα οποία θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ότι αυτός έχει την κατοικία του στην Ελλάδα. Δηλαδή ο ενάγων πρέπει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν τόσο την υλική πλευρά της πραγματικής εγκατάστασής του σε ορισμένο τόπο της ημεδαπής όσο και το βουλητικό στοιχείο αυτής της μόνιμης εγκατάστασης. Αν ο εναγόμενος ασφαλιστής αμφισβητήσει την ιδιότητα του ενάγοντα ότι αυτός είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας και ο ενάγων δεν αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν στο πρόσωπό του, τότε η αγωγή απορρίπτεται λόγω ελλείψεως κατά τόπον αρμοδιότητας και συνακόλουθης διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων (ΑΠ 379/2013 δημοσιευόμενη πάρα κάτω). Τόσο η πρώτη (προδικαστική) όσο και η δεύτερη (οριστική) από τις πάρα πάνω αποφάσεις του ΜονΠρωτΠατρών ακολούθησαν την ερμηνευτική εκδοχή που θέσπισε το ΔΕΚ και οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, η πρώτη μάλιστα από αυτές με εκτενή αιτιολογία.

Πρέπει να τονισθεί ότι οι διατάξεις του πάρα πάνω Κανονισμού που θεσπίζουν την ευχέρεια του ζημιωθέντος να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του ημεδαπού δικαστηρίου έχουν ως συνδετικό στοιχείο την κατοικία και όχι την ιθαγένεια του ζημιωθέντος. Επομένως ο μόνιμος κάτοικος της Ελλάδας μπορεί να εναγάγει τον αλλοδαπό ασφαλιστή ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας του ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν είναι έλληνας ή αλλοδαπός.
Είναι πολύ σημαντικό για τα συμφέροντα του παθόντος σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη σε κράτος μέλος της Ε.Ε. ότι και τα δικαστήρια της ουσίας ενσωματώνουν πλέον την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου και την πάρα πάνω απόφαση του ΔΕΚ, ως προς το δικαίωμα του παθόντα να εγείρει την αγωγή του στην ημεδαπή. Πρέπει ακόμα να διευκρινισθεί ότι οι πάρα πάνω διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 είναι καθαρά δικονομικής φύσεως και δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του Κανονισμού 864/2007  (Ρώμη ΙΙ ), ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα από τις 11-1-2009. Και αυτό διότι με τον τελευταίο αυτό Κανονισμό εισάγονται ουσιαστικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που αντικαθιστούν πλήρως το άρθρο 26 του ΑΚ και δεν επηρεάζουν καθόλου τις δικονομικές διατάξεις του Κανονισμού 44/2001.

2. Η ευθεία αγωγή κατά του αλλοδαπού ασφαλιστή.

Το άρθρο 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «Οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται». Κατά το παρελθόν η διάταξη αυτή δημιούργησε προβλήματα, διότι δεν υπήρχε νομοθετική ρύθμιση η οποία να επιτρέπει την ευθεία αγωγή κατά του αλλοδαπού ασφαλιστή, αλλά μόνο κατά του ημεδαπού ασφαλιστή σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 489/1976. Ήδη με την Τέταρτη Κοινοτική Οδηγία (Οδηγία 2000/26) και συγκεκριμένα με το άρθρο 3 αυτής ο κοινοτικός νομοθέτης, επιδιώκοντας να αρθεί η πάρα πάνω δυσχέρεια, ζήτησε από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι ζημιωθέντες που ενεπλάκησαν σε τροχαία ατυχήματα τα οποία συνέβησαν σε κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους της διαμονής τους να διαθέτουν το δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου. Με την Πέμπτη Κοινοτική Οδηγία (Οδηγία 2005/14), η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27 Τ. Α΄/16-2-2009), ο κοινοτικός νομοθέτης καθορίζει πλέον ρητά το δικαίωμα του ζημιωθέντος να ασκήσει ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή αστικής ευθύνης στο κράτος μέλος της κατοικίας του (ΑΠ 37/2012 και 419/2012 οπ.παρ.). Συγκεκριμένα με το άρθρο 5 αυτής της οδηγίας τροποποιήθηκε η Τέταρτη Κοινοτική Οδηγία και καθιερώθηκε η ευθεία πλέον αγωγή κατά του αλλοδαπού ασφαλιστή. Επομένως από την έναρξη εφαρμογής αυτής της οδηγίας και εφεξής συντρέχει αυτή η προϋπόθεση για την εναγωγή του αλλοδαπού ασφαλιστή ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων.

Β. Η ενημέρωση του Έλληνα Δικαστή για τις Ρυθμίσεις του Εφαρμοστέου Αλλοδαπού Δικαίου

Ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα που γεννώνται όταν ο εγχώριος δικαστής καλείται να εφαρμόσει κανόνες δικαίου αλλοδαπής πολιτείας, με βάση τις διατάξεις του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της χώρας του, είναι η ενημέρωσή του γι’αυτές τις ρυθμίσεις του αλλοδαπού δικαίου. Το ζήτημα δεν είναι απλό, διότι η ορθή εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου δεν περιλαμβάνει μόνο τις διατάξεις του θετικού δικαίου, αλλά και την ερμηνεία τους τόσο από τη νομολογία όσο και από τους θεωρητικούς ερευνητές. Το ελληνικό δίκαιο προσδιορίζει με τη διάταξη του άρθρου 337 του ΚΠολΔικ τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο εφαρμοστής του δικαίου θα πληροφορηθεί τις ρυθμίσεις του δικαίου που ισχύει στην αλλοδαπή πολιτεία. Οι διατάξεις του πάρα πάνω άρθρου εφαρμόζονται και επί της ειδικής διαδικασίας εκδικάσεως διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Η πρώτη από τις πάρα πάνω διατάξεις επιτάσσει την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη από το δικαστήριο και χωρίς καμία απόδειξη του εφαρμοστέου αλλοδαπού δικαίου. Αν όμως το δικαστήριο αγνοεί το αλλοδαπό δίκαιο, μπορεί να διατάξει απόδειξη, η οποία συνήθως γίνεται με την προσκομιδή από τον ενάγοντα γνωμοδότησης του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου. Όμως, όπως είναι γνωστό στους νομικούς της πράξης, ο εφοδιασμός του ενάγοντα με τη γνωμοδότηση αυτή συνδέεται με υπερβολική πολλές φορές οικονομική επιβάρυνσή του και μάλιστα όταν το αντικείμενο της αγωγής είναι χαμηλού ύψους. Το ζήτημα αυτό παρουσιάζει όξυνση τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, λόγω των πιεστικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση. Η νομολογία έχει βρει διεξόδους να παρακάμψει την ανάγκη προσκομιδής  γνωμοδότησης του πάρα πάνω Ινστιτούτου και, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 337 του πάρα πάνω κώδικα που προβλέπει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο, δέχθηκε ότι η γνώση αυτού του αλλοδαπού δικαίου μπορεί να αντληθεί και α) από τα κρίσιμα νομοθετικά κείμενα, τα οποία του προσκομίζει ο ενάγων σε επίσημη μετάφραση[2]. β) Μέσω βεβαιώσεων των αρμόδιων αλλοδαπών φορέων[3]. γ) Από προηγούμενες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων που έχουν ασχοληθεί με παρόμοιες υποθέσεις. δ) Από γνωμοδότηση του Ινστιτούτου που δόθηκε για άλλη υπόθεση, εφόσον καλύπτει την ένδικη περίπτωση[4]και ε) Από ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις νομομαθών[5]. Η επιλογή από τον ενάγοντα ενός από τους πάρα πάνω αναφερόμενους εναλλακτικούς τρόπους τον απαλλάσσει από τη δυσβάσταχτη πολλές φορές δαπάνη την οποία συνεπάγεται ο εφοδιασμός του με γνωμοδότηση του Ινστιτούτου.
Η δεύτερη από τις πάρα πάνω αποφάσεις (597/2012), παρακάμπτοντας τη διάταξη της προδικαστικής απόφασης για προσκομιδή γνωμοδότησης του Ινστιτούτου, άντλησε τις πληροφορίες της για τις ρυθμίσεις του γερμανικού νόμου από τα κρίσιμα νομοθετικά κείμενα που της προσκομίσθηκαν σε συνδυασμό με ιδιωτική γνωμοδότηση νομομαθούς. Με τον τρόπο αυτό η εν λόγω απόφαση παρέκαμψε τις πάρα πάνω δυσχέρειες που συνεπάγεται για τον ενάγοντα ο εφοδιασμός του με γνωμοδότηση του Ινστιτούτου. 

Γ. Η Απόδειξη της Ασφαλιστικής Κάλυψης του Ζημιογόνου Αλλοδαπού Αυτοκινήτου.

Όπως έχει γίνει δεκτό τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία η ευθύνη του ασφαλιστή ως προς το βάρος αποδείξεως ακολουθεί τους κοινούς δικονομικούς κανόνες, δηλαδή η σύμβαση ασφαλίσεως επί της οποίας στηρίζεται η ευθύνη του ασφαλιστή, πρέπει να αποδεικνύεται από τον ζημιωθέντα τρίτο. Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2496/1997 ορίζεται ότι η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή. Η ρύθμιση αυτή αφορά τις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου. Ο τρίτος ζημιωθείς δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να έχει στα χέρια του ασφαλιστήριο ή έγγραφο ασφαλίσεως. Για το λόγο αυτό μπορεί να αποδείξει τη σύμβαση ασφαλίσεως με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο (π.χ. μάρτυρες, τεκμήρια κλπ). Χρησιμότητα στην απόδειξη αυτή μπορεί να προσφέρει το ειδικό σήμα που χορηγείται από τον ασφαλιστή στον ασφαλισμένο και επικολλάται σε εμφανές σημείο του αυτοκινήτου. Οι αποδεικτικές δυσχέρειες ως προς το πάρα πάνω ζήτημα παρακάμπτονται στην περίπτωση πρόκλησης σωματικών βλαβών από το ατύχημα, αφού η αρμόδια αστυνομική αρχή η οποία έχει δυνατότητα πρόσβασης στα πάρα πάνω έγγραφα και στο περιεχόμενό τους μπορεί να χορηγήσει αντίγραφα αυτών των εγγράφων[6]. Εξάλλου στην αγωγή που γίνεται εναντίον του ασφαλιστή δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνεται η αναγραφή ότι το αξιούμενο ποσό αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το όριο της ασφαλιστικής καλύψεως. Ο ασφαλιστής εναγόμενος οφείλει να προτείνει την ένσταση περιορισμού της ευθύνης του μέχρι το κατώτατο ασφαλιστικό ποσό.
Όλα τα πάρα πάνω ισχύουν όταν ενάγεται ημεδαπός ασφαλιστής. Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν έχουν πεδίο εφαρμογής και όταν ενάγεται στη χώρα μας ο αλλοδαπός ασφαλιστής. Όλες οι πάρα πάνω διατάξεις είναι σαφές ότι έχουν χαρακτήρα δικονομικού δικαίου και δεν σχετίζονται με ουσιαστικές διατάξεις. Στο διεθνές δικονομικό δίκαιο γίνεται γενικά δεκτή η αρχή ότι ο δικαστής εφαρμόζει κατά κανόνα το δικονομικό δίκαιο της δικής του πολιτείας, δηλαδή τη lex fori. Η δικαιοπολιτική δικαιολόγηση της γενικής επιλογής υπέρ της lex fori έχει ως βάση την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, την οποία παρέχει η εφαρμογή από το δικαστή του γνωστού σε αυτόν εγχώριου δικονομικού δικαίου έναντι του άγνωστου αλλοδαπού δικονομικού δικαίου, του οποίου η επιτυχής εφαρμογή είναι πολύ αμφίβολη. Από τη γενική αυτή αρχή απορρέουν για τον έλληνα εφαρμοστή του δικαίου οι εξής μερικώτεροι ειδικοί κανόνες: 1) Το παραδεκτό των μέσων αποδείξεως καθορίζεται από τη lex fori. 2) Από το ίδιο δίκαιο διέπεται και η μέθοδος συλλογής των αποδείξεων, η προσαγωγή και η έρευνα αυτών όπως επίσης και η αποδεικτική δύναμή τους. 3) Η αποδεικτική δύναμη των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων είναι εκείνη η οποία αναγνωρίζεται και για τα ημεδαπά δημόσια έγγραφα, όπως άλλωστε ορίζει το άρθρο 439 του ΚΠολΔικ. 4) Τα δικαστικά τεκμήρια δεν ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο και ρυθμίζονται από τη lex fori γιατί αναφέρονται στη στάθμιση και όχι στο βάρος της αποδείξεως[7].

Επομένως οι δικονομικοί κανόνες που αφορούν την αποδεικτική διαδικασία είναι οι ίδιοι τόσο όταν ενάγεται ο ημεδαπός όσο και όταν ενάγεται ο αλλοδαπός ασφαλιστής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται πάρα πάνω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα είχε προσκομίσει στο δικαστήριο όλα τα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας τα οποία είχαν συνταχθεί από την αστυνομική διεύθυνση του Μονάχου και τα οποία το δικαστήριο έθεσε σαν βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονταν και εκείνα τα οποία αποδείκνυαν την ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης του ζημιογόνου αυτοκινήτου από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία κατά το χρονικό σημείο του ατυχήματος. Η πάρα πάνω οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών εφάρμοσε όλους τους προαναφερόμενους δικονομικούς κανόνες και δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα αποδείχθηκε η ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης του ζημιογόνου αυτοκινήτου. 




[1] Για τη διακύμανση αυτή της νομολογίας βλέπετε αναλυτικά τη μελέτη μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2008 σελ. 66 κ.επ. και ιδιαίτερα σελ. 67-71. 
[2] ΕφΠατρ 6/2005, αδημ., ΕφΑθ 2372/1991 ΕπιθΣυγκΔικ 1992 σελ. 87 κ.επ.
[3] ΑΠ 868/2005 ΕλΔνη 2006 σελ. 156
[4] ΕφΘεσ 1228/1992 Αρμ 1992 σελ. 742
[5] Για όλα τα πάρα πάνω βλέπετε Α.Κρητικό «Αξιώσεις Αποζημιώσεως Αλλοδαπών ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων», εκδ. 2006 σελ. 97 με παραπομπές στη νομολογία
[6] Α.Κρητικός «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ. 2008 παρ. 29 αριθ. 205 κ.επ. σελ. 718-719.
[7] Μιχ.Μαργαρίτης «Η απόδειξη σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας» ΕλΔικ 27 σελ. 254 κ.επ.

η εργασία αυτή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου έτους 2015 σελ. 354 κ.επ. 

Σχόλια