Αναστολή εκτέλεσης μετά το ν. 4335/2015.Εφαρμογή άρθρου 937 §1 περ.γ ΚΠολΔ, σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης

 

ΜΠρΑμαλ 58/2017

 

Πρόεδρος: Δημήτριος Νέγκας.

Δικηγόροι : Βικτωρία Βασιλοπούλου, Εμμανουήλ Μπιρμπίλης.

 

Αναστολή εκτέλεσης μετά το ν. 4335/2015.Εφαρμογή άρθρου 937 §1 περ.γ ΚΠολΔ, σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, στην άμεση όσο και στην έμμεση, υπό τον περιορισμό ότι, επί επικειμένου πλειστηριασμού, η αίτηση ασκείται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης: α) ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής. Αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών που τέθηκε σε εκκαθάριση ακόμη και αν έχει παρέλθει ο χρόνος εντός του οποίου έπρεπε να περατωθεί η εκκαθάριση. 

 

1. Με τις διατάξεις του Ν 4335/2015 επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις σε αρκετά κεφάλαια του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μεταξύ των οποίων και σε εκείνο της Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Οι νέες διατάξεις, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθ. 1 άρθρου ένατου §3 του ιδίου νόμου, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις των αναγκαστικών εκτελέσεων επί των οποίων η σχετική επιταγή προς πληρωμή ή προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1/1/2016. Εάν αντιθέτως η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε πριν από τις 2/1/2016, η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από όλες οι διατάξεις του ΚΠολΔ που ίσχυαν έως την 1/1/2016, περιλαμβανομένου ασφαλώς και του άρθ. 938 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή, που καταργήθηκε με την §1 του άρθρου όγδοου του άρθ. 1 Ν 4335/2015, προέβλεπε ότι "με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής", αφορούσε δηλαδή κάθε είδος αναγκαστικής εκτέλεσης. 
2. Ο νομοθέτης προέβη στην κατάργηση έχοντας προφανώς υπόψιν ότι, για το βασικότερο μέσο εκτέλεσης, δηλ. την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη με επακόλουθο πλειστηριασμό, δεν έχει πλέον έννοια η ύπαρξη αίτησης αναστολής, αφού κατ' άρθ. 933 συνδ. 954 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν με την §2 του όγδοου άρθρου του άρθ. 1 Ν 4335/2015), η απόφαση επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης εκδίδεται πριν από τον πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργείται τον όγδοο μήνα από την κατάσχεση, χωρίς η άσκηση ενδίκου μέσου να αναστέλλει την εκτέλεσή της (ΚΠολΔ 937 §1 περ.β εδ.γ, όπως η §1 αντικαταστάθηκε με την §2 του όγδοου άρθρου του άρθ. 1 Ν 4335/2015). Περαιτέρω στο άρθρο 937 §1 ΚΠολΔ, όπως κατά τα άνω ισχύει, προβλέπεται ότι: α) σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης επί της ανακοπής, μπορεί το δικαστήριο που θα δικάσει το ένδικο μέσο, αν πιθανολογεί την ευδοκίμησή του, να διατάξει (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα (περ.β εδ.γ) και β) σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης (περ.γ). Για τα λοιπά όμως μέσα έμμεσης εκτέλεσης δεν προβλέπεται αντίστοιχη καθυστέρηση, όπως επί πλειστηριασμού, και είναι δυνατό αυτά να επισπευσθούν εντός των χρονικών ορίων του άρθ. 926 ΚΠολΔ, δηλ. από την πάροδο της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και μέχρι την πάροδο έτους από αυτή, η δε ολοκλήρωση της εκτέλεσης να συντελεστεί εντός μικρού χρονικού διαστήματος. Στην περίπτωση π.χ. της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, η οποία σαφώς αποτελεί έμμεση εκτέλεση, εάν δεν υπάρξει δικονομική επιπλοκή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 985 επ. ΚΠολΔ, η διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί σε χρόνο μικρότερο του ενός μηνός. Εάν δε παράλληλα υπολογιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο ενδεχομένως μπορεί να εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής, αυτός πρακτικά (και ενόψει των προθεσμιών του άρθ. 933 ΚΠολΔ) θα είναι μεγαλύτερος των τριών μηνών - συνήθως μάλιστα θα είναι αρκετά μεγαλύτερος. 
3. Τίθεται επομένως το ερώτημα εάν στις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης (πλην εκείνης της επίσπευσης πλειστηριασμού) υπάρχει πράγματι απαγόρευση αναστολής της εκτέλεσης. Το ενδεχόμενο αυτό θα πρέπει να αποκλειστεί για τους εξής λόγους: Α) Η αναγκαστική εκτέλεση ανέκαθεν γινόταν αντιληπτή ως δραστική παρέμβαση στην προσωπική ή περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και, για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης του ΚΠολΔ παγίως θεωρούσε ότι δεν πρέπει να επιτρέπει την έναρξη ή τη συνέχισή της, όταν ο οφειλέτης προβάλλει λόγους οι οποίοι, μετά τη διάγνωσή τους ως βάσιμων κατά την προσήκουσα διαδικασία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωση της εκτέλεσης (Γέσιου - Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τΙ. §43 αρ.1). Β) Όμως ο εξαναγκασμός του οφειλέτη να υποστεί εκτέλεση χωρίς να μπορεί να αμυνθεί έγκαιρα, του στερεί το δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που δικαιούται κατ' άρθ. 20 Συντ. (έτσι, και όχι με προσφυγή στην αρχή της αναλογικότητας, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση άρθ. 938 αρ.2). Στέρηση που ορισμένες φορές μπορεί να λάβει το χαρακτήρα έντονης αδικίας, αν π.χ. ο οφειλέτης επικαλείται εξόφληση ή την υπαγωγή του σε καθεστώς που ενέχει απαγόρευση λήψης διωκτικών μέτρων εναντίον του κλπ (μάλιστα η κατάργηση του άρθ. 938 ΚΠολΔ έχει χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη – βλ. Μακρίδου – Απαλλαγάκη - Διαμαντόπουλου Πολιτική Δικονομία – Θεωρία υπό το ν. 4335/2015 σ. 39). Γ) Υπό το πρίσμα αυτό, δύσκολα θα μπορούσε να ευσταθεί συνταγματικά η ανωτέρω εκδοχή, καθόσον επιπλέον, ως έχει η γραμματική διατύπωση του νόμου, η προσωρινή προστασία του οφειλέτη δεν εξαρτάται από το νομικό και ουσιαστικό βάρος των αντιρρήσεών του και την έκταση της βλάβης που θα υποστεί, αλλά από τυχαίο γεγονός: ποιο δηλαδή μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδει κάθε φορά ο δανειστής ως πιο πρόσφορο για την ικανοποίησή του. Δ) Την ανάγκη ύπαρξης σταδίου αναστολής εκτέλεσης, υπό τις ως άνω νέες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση, έχει ήδη αναγνωρίσει και η αρεοπαγητική νομολογία: με την υπ' αρ. Συμβ.ΑΠ 11/2017 (δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Ισοκράτης του ΔΣΑ), που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναστολής για εκτέλεση που ναι μεν αφορούσε πλειστηριασμό, αλλά η ανακοπή δεν κατέστη δυνατό να  εκδικαστεί πριν από αυτόν, δέχθηκε τα εξής: "Αν ωστόσο δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι προθεσμίες αυτές, ο καθ' ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγος ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου. Τα ίδια ισχύουν και επί κατασχέσεως χέρια τρίτου (άρθρα 982επ.ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως για τη δυνατότητα αναστολής μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις (Συμβ.ΑΠ142/2016)". Όμοια λύση προτείνεται και σε Μακρίδου – Απαλλαγάκη – Διαμαντόπουλου ό.π. (όπου και εξηγείται ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης έχει εκφραστεί εν προκειμένω εσφαλμένα).
4. Το παρόν Δικαστήριο έχει όμως την άποψη ότι δεν χρειάζεται καν η προσφυγή στο θεσμό της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, διότι (πέραν των δογματικών προβλημάτων περί τον χαρακτηρισμό της αναστολής εκτέλεσης ως γνήσιου ασφαλιστικού μέτρου και της δυνατότητας εφαρμογής του άρθ. 731 ΚΠολΔ – βλ. τη σχετική προβληματική σε Γέσιου - Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τΙ. §43 αρ. 12 - 15), ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, καθίσταται αναγκαία η συστηματική – τελολογική ερμηνεία του άρθ. 937 §1 περ.γ ΚΠολΔ, ώστε να ισχύει σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, δηλαδή τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση, υπό τον περιορισμό ότι, επί επικειμένου πλειστηριασμού, η αίτηση ασκείται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του άρθ. 933 ΚΠολΔ. 
5. Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ το καταργηθέν άρθ. 938 ΚΠολΔ όριζε ως προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης ότι α) η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, ήδη το άρθ. 937 §1 ΚΠολΔ στη μεν περ. β, όταν δηλαδή η αίτηση αναστολής κρίνεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, έχει επαναλάβει τις ίδιες προϋποθέσεις, στη δε περ.γ, δηλ. τις αιτήσεις αναστολής που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, δεν γίνεται αναφορά προϋποθέσεων. Πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι ισχύουν αμφότερες για την ταυτότητα του νομικού λόγου, καθόσον υπάρχει νοηματική συνέχεια μεταξύ των δύο διατάξεων (εξάλλου η αναγκαιότητα των προϋποθέσεων αυτών έχει παγιωθεί νομολογιακά σε όλο το δίκαιο της αναστολής, είτε αφορά αναγκαστική εκτέλεση είτε διαταγή πληρωμής, όπου και εκεί δεν υπάρχει ρητή διατύπωση).
6. Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα, επικαλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητά με τις υπό κρίση ταυτόσημου περιεχομένου αιτήσεις να ανασταλεί η εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος της από την καθής δυνάμει εκτελεστού απογράφου της υπ' αρ. …./2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, επί του οποίου δόθηκαν δύο εντολές προς εκτέλεση, στις 5/2/2014 για ποσό € 15.093,75 και στις 25/11/2016 για ποσό € 62.350,10, βάσει των οποίων εν συνεχεία η καθής, με δύο κατασχετήρια από 26/1/2017, προέβη σε δύο κατασχέσεις στα χέρια τρίτων, ήτοι στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (Ελ. Βενιζέλου 33) "Αγροτικού Συνεταιρισμού ………………." (την οποία αφορά η 1η αίτηση) και στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (…………….) "Αγροτικού Συνεταιρισμού ………….." (την οποία αφορά η 2η αίτηση), μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των αντίστοιχων ανακοπών που έχει ασκήσει κατ' άρθ. 933 §1 ΚΠολΔ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτές.
7. Με τέτοιο περιεχόμενο οι αιτήσεις παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 686 επ.) και είναι νομικά βάσιμες. Ειδικότερα, ενόψει των χρόνων επίδοσης των εντολών προς εκτέλεση, στην πρώτη περίπτωση πριν και τη δεύτερη μετά την 1/1/2016, βάσει όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη (ανωτέρω υπό 1), η αρμοδιότητα και το νομικά βάσιμο στηρίζονται το μεν στο άρθ. 938 §1 συνδ. 933 §§ 1, 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργηση του άρθ. 938 και την αντικατάσταση του άρθ. 938 με το Ν 4335/2015, το δε στο άρθ. 937 §1 περ.γ συνδ. 933 §§ 1, 3 ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύουν, απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθής ότι δεν προβλέπεται εν προκειμένω αίτηση αναστολής εκτέλεσης, για τους λόγους που αναφέρθηκαν αναλυτικά ανωτέρω (σκέψεις 2 - 4). Πρέπει επομένως οι αιτήσεις να εξεταστούν περαιτέρω στην ουσία τους, συνεκδικαζόμενες, κατ’ άρθ. 246 ΚΠολΔ, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. 
8. Στο σημείο αυτό, ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων που θα εξεταστούν, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Έως το έτος 2011 ίσχυε ο νόμος 2810/2000 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις", ο οποίος θεωρήθηκε μεν λειτουργικός, αλλά ο ιστορικός νομοθέτης (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου 4015/2011) διαπίστωσε για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς ότι "ο κρατικισµός, η πελατειακή λογική και ο κοµµατισµός τους κράτησε καθηλωµένους και ο τρόπος της διαχείρισης των πόρων, εθνικών και ευρωπαϊκών, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαπενταετία δηµιούργησαν αξεπέραστα προβλήµατα". Η μεταρρύθμιση όμως της αγροτικής συνεταιριστικής δράσης, που επιχειρήθηκε με το Ν 4015/2011, δεν κρίθηκε και πάλι ικανοποιητική από το νομοθέτη, που διαπίστωσε πλέον (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου 4384/2016) ότι "η παγκοσµιοποίηση της οικονοµίας καθιστά αναγκαία την επιχειρηµατική αποτελεσµατικότητα ως όπλο για την επιβίωση και την ανάπτυξη. Η συντήρηση, µε επιδοτήσεις και προνόµια, µπορεί να ανακουφίζει προσωρινά, αλλά δεν µπορεί να αποτελεί αναπτυξιακή στρατηγική". Κατόπιν τούτων ισχύει ήδη ο Ν 4384/2016 "Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις". Εξ αυτών, κομβικό σημείο υπήρξε ο ενδιάμεσος νόμος 4015/2011, που προέβλεψε απλοποίηση των συνεταιριστικών οργανώσεων σε μία κατά βάση βαθμίδα και ευνόησε τη συγχώνευσή τους, ενώ παράλληλα πολλές από αυτές οδηγήθηκαν σε εκκαθάριση. Με το άρθ. 4 §5 Ν 4015/2011 ορίστηκε ότι η διαδικασία εκκαθάρισης θα διενεργείται σύμφωνα με το άρθ. 25 Ν 2810/2000 και πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο (2) ετών. Είναι σαφές ότι η προθεσμία αυτή, ιδίως όσον αφορά τις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ), ήταν ανεπαρκής λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών τους δοσοληψιών και των συναφών εκκρεμών δικών. Η εν λόγω παράγραφος καταργήθηκε με το άρθ. 34α Ν 4282/2014, πλην όμως με το άρθ. 27 §18 Ν 4384/2016 ορίζεται ότι "οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τις εκκαθαρίσεις των ΑΣ, ΕΑΣ, ΚΕΣΕ, ΚΑΣΟ και ΣΕ που βρίσκονται σε εκκαθάριση κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου".
9. Κατ' αρχάς επομένως, ως προς την εκκαθάριση και κατά το μέρος που ενδιαφέρει εδώ, ίσχυσαν οι εξής διατάξεις του άρθ. 25 Ν 2810/2000: (§1) "Οι εκκαθαριστές έχουν υποχρέωση, μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να κάνουν απογραφή της περιουσίας της εκκαθαριζόμενης οργάνωσης και να συντάξουν ισολογισμό, αντίγραφο του οποίου, υποβάλλουν στην εποπτεύουσα αρχή ... Οι εκκαθαριστές γνωστοποιούν τη λύση της οργάνωσης με τη δημοσίευσή της σε μία ημερήσια εφημερίδα και αν δεν εκδίδεται τέτοια σε περιοδική εφημερίδα, του νομού της έδρας της και καλούν τους πιστωτές να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους". (§2) "Απαιτήσεις πιστωτών κατά της υπό εκκαθάριση οργάνωσης παραγράφονται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της λύσεώς της". (§3) "Από το προϊόν της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη της εκκαθαριζόμενης οργάνωσης … Στη συνέχεια εξοφλούνται οι προαιρετικές μερίδες. Το υπόλοιπο του ενεργητικού που απομένει διατίθεται, με απόφαση της γενικής συνέλευσης, αποκλειστικά για σκοπούς συνεταιριστικούς ή κοινωνικούς. Ουδέποτε διανέμεται στα μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομιάς". Οι συγκεκριμένες διατάξεις ταυτίζονται (με ελάχιστες λεκτικές διαφοροποιήσεις) με αντίστοιχες του άρθ. 27 Ν 4384/2016 και συνεπώς η εκκαθάριση ομαλώς συνεχίζεται με βάση το άρθρο αυτό.
10. Όμως το άρθ. 27 Ν 4384/2016, που όπως προαναφέρθηκε ρυθμίζει πλέον κατά τα λοιπά την εκκαθάριση, πέραν του ότι αναφέρεται σε περισσότερες λεπτομέρειες, εισάγει δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις: Α) Με την §12 ορίζεται ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη εξοφλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι δε προαιρετικές μερίδες εξοφλούνται μετά την ικανοποίηση των Τραπεζικών Ιδρυμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, των Ασφαλιστικών Ταμείων και των εργαζομένων, ενώ το άρθ. 25 §3 Ν 2810/2000 όριζε αυτοτελώς τη σειρά ως εξής: προηγείται η εξόφληση των οφειλών προς τους εργαζόμενους και ακολουθεί η εξόφληση των λοιπών δανειστών – βέβαια και με τις δύο εκδοχές οι εργαζόμενοι έχουν προνόμιο. Β) Με την §13 καταργεί σιωπηρά την προθεσμία προς ολοκλήρωση της εκκαθάρισης και απλά υποχρεώνει τον εκκαθαριστή, σε περίπτωση που το στάδιο αυτό υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, να καταρτίσει σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης και να ακολουθήσει τη διαδικασία που ορίζεται εκεί. Εν ολίγοις, οι διαδικασίες εκκαθάρισης, που δεν είχαν ολοκληρωθεί πριν την εισαγωγή του Ν 4384/2016, συνεχίζονται κανονικά μέχρι την πραγματική τους λήξη.
11. Ειδικά όσον αφορά την ικανοποίηση των δανειστών, αμφότεροι οι νόμοι, με τις διατάξεις των άρθ. 25 §3 Ν 2810/2000 και 27 §12 Ν 4384/2016, ορίζουν ότι "από το προϊόν της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη". Συνεπώς οι δανειστές της συνεταιριστικής οργάνωσης χάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά τους μέτρα και οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, από το προϊόν της οποίας και θα ικανοποιηθούν, είτε πλήρως είτε σε ποσοστό της αξίωσης, αναλόγως της φύσης της και του ενεργητικού που θα επιτευχθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο θα ίσχυε ακόμη και εάν δεν υπήρχε η ρητή διατύπωση των άνω νόμων, καθόσον αμφότεροι (με τα άρθ. 25 §3 και 27 §15 αντιστοίχως) παραπέμπουν, για τα θέματα που οι ίδιοι δεν ρυθμίζουν, στις διατάξεις για τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας (ΑΚ 1913 - 1922), όπου και εκεί γίνεται παγίως δεκτό ότι, από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση, αναστέλλονται τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των δανειστών (με εξαίρεση τους ήδη ενυπόθηκους ή ενεχυρούχους). Δηλαδή παύει κάθε μέτρο εκτέλεσης, κάθε ασφαλιστικό μέτρο και δεν μπορεί να αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση, ενώ όποια είχε αρχίσει δεν μπορεί να συνεχιστεί, όσο διαρκεί η εκκαθάριση (Παπαντωνίου Κληρονομικό Δίκαιο Δ έκδ. § 134-IV, Γεωργιάδης Κληρονομικό Δίκαιο § 44 αρ. 52 επ., Φίλιος Κληρονομικό Δίκαιοτ.Ι. § 93-Α, Νίκας σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ άρθ. 1914 αρ. 25 επ.), πράγμα άλλωστε που ανταποκρίνεται και στην κοινή λογική, αφού, εάν επιτρέπονταν οι ατομικές διώξεις, η διαδικασία της εκκαθάρισης θα έχανε το σκοπό της για δίκαιη - σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών (Νίκας ό.π. αρ. 25) - δηλαδή θα λειτουργούσε και πάλι η αρχή της πρόληψης, που είναι φύσει αντίθετη προς τη διαδικασία εκκαθάρισης.
12. Από την ένορκη κατάθεση του προταθέντος από την καθής μάρτυρα Δημητρίου Κλειδέρη του Ιωάννη, κατοίκου Αμαλιάδας, στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα και τα τεκμήρια που προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα εξής: Η αιτούσα ΕΑΣ τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης δυνάμει της υπ' αρ. 177/16-4-2014 πράξης - απόφασης της Γενικής της Συνέλευσης, που λήφθηκε ομόφωνα. Η καθής που υπήρξε υπάλληλός της και είχε απολυθεί από το έτος 2012, πέτυχε την έκδοση της υπ' αρ. 152/2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, με την οποία η αιτούσα υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των € 43.977,82 ως οφειλόμενο υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης. Η καθής επέσπευσε σε βάρος της αιτούσας αναγκαστική εκτέλεση αρχικά δυνάμει της από 5/2/2014 εντολής προς εκτέλεση για ποσό κεφαλαίου € 15.000 πλέον εξόδων (συνολικά € 15.093,75), το οποίο ήταν το κηρυχθέν ως προσωρινά εκτελεστό κεφάλαιο, μετά δε την τελεσιδικία, δυνάμει της από 25/11/2016 εντολής προς εκτέλεση για όλο το ποσό κεφαλαίου € 43.977,82 πλέον των τόκων για όλο το επιδικασθέν ποσό και εξόδων (συνολικά € 62.350,10). Κατόπιν, τον Ιανουάριο του 2017, με δύο κατασχετήρια από 18/1/2017, προέβη σε δύο κατασχέσεις στα χέρια τρίτων για ποσό € 62.350: α) στις 25/1/2017 στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (Ελ. Βενιζέλου 33) "Αγροτικού Συνεταιρισμού ………." και β) στις 26/1/2017 στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (……….) "Αγροτικού Συνεταιρισμού ……………….", οι δε τρίτοι υπέβαλαν θετική δήλωση για ποσό € 1.176,89 και € 750 αντιστοίχως και  ομοίως συνετάγησαν οι υπ' αρ. 12/2-2-2017 και 16/3-2-2017 δηλώσεις τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαλιάδας. Πιθανολογείται δηλαδή (βάσει των υπαρχόντων εγγράφων, σε συνδυασμό με το ότι τα στοιχεία της διαδικασίας εκτέλεσης δεν αμφισβητούνται, διότι οι διάδικοι δεν θεώρησαν σκόπιμο να προσκομίσουν αντίγραφο του απογράφου της εκτελούμενης απόφασης, η οποία αναζητήθηκε αυτεπάγγελτα στο αρχείο του Δικαστηρίου) ότι τελικά, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, η καθής εγκατέλειψε την πρώτη διαδικασία εκτέλεσης που αφορούσε το προσωρινά εκτελεστό ποσό και συνέχισε τη δεύτερη για το σύνολο που επιδικάστηκε με την άνω υπ' αρ. ………/2013 απόφαση.
13. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, και ενόψει όσων αναφέρθηκαν στην 11η σκέψη, η διαδικασία αυτή εκτέλεσης, που άρχισε το έτος 2016, είναι άκυρη εξ αρχής, λόγω της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των δανειστών της αιτούσας, της οποίας η εκκαθάριση είχε αρχίσει από το έτος 2014, ακυρότητα που ισχύει ούτως ή άλλως και για κάθε μεταγενέστερη πράξη εκτέλεσης. Η καθής βέβαια επικαλείται ότι η εκκαθάριση θα πρέπει να θεωρηθεί πως έληξε από τον Απρίλιο του έτους 2016, λόγω της παρόδου της διετίας που αναφέρει ο Ν 2810/2000. Πέραν όμως του ότι στο νόμο αυτό δεν προβλεπόταν αυτοδίκαιη παύση των εργασιών της εκκαθάρισης, αυτή έχει ήδη καταστεί ουσιαστικά απρόθεσμη δυνάμει του άρθ. 27 Ν 4384/2016, όπως αναφέρθηκε στη 10η σκέψη. Υπενθυμίζεται πως ούτε η πρώτη διαδικασία εκτέλεσης (για το προσωρινώς επιδικασθέν ποσό) θα μπορούσε να συνεχιστεί για όσο διαρκεί η εκκαθάριση. Οι λοιποί ισχυρισμοί της καθής, περί του τρόπου που διεξάγεται η εκκαθάριση, καθίστανται έτσι άνευ αντικειμένου και γενικά δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση (ενδεχομένως, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να προβληθούν σε διαδικασία που θα αφορούσε την εκκαθάριση καθεαυτή), παρότι βέβαια είναι δικαιολογημένοι, τόσο η καθής όσο και άλλοι δανειστές, να επιθυμούν την όσο το δυνατόν σύντομη ολοκλήρωση της εκκαθάρισης. Επομένως πιθανολογείται ότι θα γίνουν δεκτές οι από 1/2/1017 ανακοπές κατά της εκτέλεσης που έχει ασκήσει η αιτούσα (υπ' αρ. έκθ. κατ. 65/ΕΜ/23/17 και 70/ΕΜ/25/17 αντιστοίχως με τη σειρά που αναφέρθηκαν οι ανωτέρω κατασχέσεις), μεταξύ των λόγων των οποίων περιλαμβάνει την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, και η εκτέλεση θα ακυρωθεί.
14. Δεδομένου και του ότι εν προκειμένω η βλάβη της αιτούσας είναι αυταπόδεικτα ανεπανόρθωτη, όχι λόγω του ύψους του ποσού (που είναι μικρό), αλλά λόγου του ότι, εάν η εκτέλεση προχωρήσει, το ποσό αυτό δεν θα είναι δυνατό να εισαχθεί στο ενεργητικό της εκκαθάρισης, όπου ανήκει, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν δεκτές, ως βάσιμες και στην ουσία τους, και να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την επιβολή δικαστικών εξόδων κατά της καθής (άρθ. 84 §2 του Κώδικα Δικηγόρων), ελλείψει αιτήματος.

 

 

 

 

 

Παρατηρήσεις

Αναστολή εκτέλεσης μετά το ν. 4335/2015 στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου

 

Μετά το Ν. 4335/2015 αναστολή εκτέλεσης χορηγείται στην άμεση εκτέλεση (937§1 αρ.γ΄ ΚΠολΔ) εξαρτώμενη από την άσκηση ανακοπής του οφειλέτη (933 ΚΠολΔ) ή του τρίτου (936 ΚΠολΔ) και στην έμμεση εκτέλεση μόνο μετά από άσκηση ενδίκων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής (άρθρο 937§1 αρ.β΄ εδ. γ-στ) ΚΠολΔ.

Στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι η επιλογή αυτή του νομοθέτη, όπως αποτυπώθηκε στο γράμμα αυτού (άρθρο 937 – κατάργηση άρθρου 938 ΚΠολΔ), στην αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου δεν μπορεί να ξεπεραστεί ερμηνευτικά, καθώς δεν πρόκειται για άμεση εκτέλεση, ώστε να τύχει αναλογικής εφαρμογής το άρθρο 937§1 αρ.γ΄ ΚΠολΔ. Επίσης, αποκλείεται η προσφυγή στα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ, λόγω της διαφοράς ασφαλιστικών μέτρων διαγνωστικής δίκης -  αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς η τελευταία είναι απλό ρυθμιστικό μέτρο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά την άποψη αυτή, ήταν σαφής η βούληση του νομοθέτη που αποκλείει την ύπαρξη νομοθετικού κενού προς πλήρωση, ενώ η ίδια η φύση της αναστολής ως απλού ρυθμιστικού μέτρου αποκλείει την προσφυγή και στα άρθρα 20§1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Η θέση αυτή ήδη βρήκε απήχηση στη νομολογία των Πρωτοδικείων μας (από δημοσιευμένες αποφάσεις) σε τρεις περιπτώσεις.

Σε αντίθετη κατεύθυνση, όπως εκτίθεται και στην σχολιαζόμενη απόφαση, ο Άρειος Πάγοςόλως προσφάτως έκρινε ότι εκτός από την περίπτωση της άμεσης εκτέλεσης, στην έμμεση εκτέλεση «ο καθ’ ού η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο 933 λόγος ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου. Τα ίδια ισχύουν και επί κατασχέσεως στα χέρια τρίτου (άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης εκτέλεσης και επομένως για τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις (ΣυμβΑΠ 142/2016).»

Η λύση του ασφαλιστικού μέτρου της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης προτάθηκεαπό μέρος της θεωρίας, ώστε να δοθεί διέξοδος στο ζήτημα με την επισήμανση ότι στο αρχικό σχέδιο του νόμου η ανακοπή θα εκδικαζόταν με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και επομένως είχε νόημα η κατάργηση του 938 ΚΠολΔ, ενώ μετά τη νομοθετική επιλογή για εκδίκαση της ανακοπής με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ανακύπτει ζήτημα ταχείας προστασίας του οφειλέτη μέχρι την έκδοση (οριστικής) απόφασης επί της ανακοπής.

Πέραν των επιχειρημάτων της πρώτης άποψης, κατά της απόφασης αυτής διατυπώθηκε ο περαιτέρω αντίλογος ότι η ρύθμιση της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι αποκλειστική και δεν επιτρέπεται να αντικαθίσταται με το ασφαλιστικό μέτρο της αναγκαστικής εκτελέσεως και, επιπλέον, ότι ο οφειλέτης θα πρέπει να αναμένει την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας των εξήντα ημερών, ώστε να δύναται να ασκήσει την αίτηση προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, χρονικό σημείο που σε ορισμένες περιπτώσεις εκτέλεσης η τελευταία θα έχει περατωθεί. Επίσης, επισημάνθηκε το διαφορετικό πλέγμα γενικών διατάξεων των ασφαλιστικών μέτρων που μπορεί να αναπτύξουν ισχύ (π.χ. δυνατότητα συζήτησης χωρίς κλήτευση επισπεύδοντος - 687§1 ΚΠολΔ, δυνατότητα μεταρρύθμισης / ανάκλησης απόφασης – άρθρα 696§3, 697 ΚΠολΔ, τήρηση διατυπώσεων άρθρου 700§2 ΚΠολΔ, αποζημίωση σε περίπτωση απόρριψης κύριου ενδίκου βοηθήματος  -703 ΚΠολΔ) και η ανεξαρτησία της αιτήσεως από την άσκηση ανακοπής κατά της εκτέλεσης.

Για την ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος κρίσιμη είναι συνταγματική ή μη θεμελίωση της αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Στην ελληνική θεωρία, κρατούσα είναι η άποψη που αντιλαμβάνεται την αναστολή εκτέλεσης ως μορφή της προσωρινής έννομης προστασίας που κατοχυρώνεται και από το άρθρο 20§1 Σ (μαζί με την αξίωση για έκδοση δικαστικής αποφάσεως και την αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση), ώστε να δύναται ο οφειλέτης να προστατευθεί αποτελεσματικά από αβάσιμες αξιώσεις ή ελαττωματικές πράξεις εκτέλεσης, όπως πειστικά δέχεται και η ανωτέρω απόφαση. Πειστικά επισημαίνεται, επίσης, ότι νομοθετικός αποκλεισμός ή υπέρμετρος περιορισμός του δικαιώματος αιτήσεως αναστολής προσκρούει και στα υπερνομοθετικής ισχύος διεθνή κείμενα που αφορούν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (ιδίως άρθρο 6§1 ΕΣΔΑ).

Δεύτερο ζήτημα είναι η σαφής ή μη διατύπωση της βούλησης του νομοθέτηώστε να κριθεί εάν ο ερμηνευτής ασφαλώς προσφεύγει στην γραμματική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων. Στο ζήτημα αυτό ήδη επισημάνθηκε (και ορθώς επισημαίνεται από την σχολιαζόμενη απόφαση) ότι η βασική σκέψη της πρώτης επιτροπής ήταν η κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ λόγω εκδίκασης της ανακοπής με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οπότε δεν ετίθετο θέμα χορήγησης και αναστολής εκτέλεσης, αφού εντός των χρονικών ορίων που περιγράφει η σχολιαζόμενη απόφαση θα έχει επιλυθεί η διαφορά. Ας μας επιτραπεί να επισημάνουμε ότι αν η παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων σήμαινε παραπομπή στην εν γένει διαδικασία, χωρίς εφαρμογή των διατάξεων που δεν προσήκουν σε παροχή οριστικής έννομης προστασίας (ιδίως μέτρο απόδειξης – ένδικα μέσα), η βεβαιότητα περί έκδοσης απόφασης σε σύντομο χρονικό διάστημα (μήνα) δεν δικαιολογείται, καθώς ήδη το χρονικό περιθώριο για έκδοση απόφασης επίτης ανακοπής κατά αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δίμηνο, το οποίο όμως λόγω φόρτου εργασίας των δικαστικών λειτουργών συχνά δεν είναι εύκολο να τηρηθεί. Αλλά και επί ασφαλιστικών μέτρων που εκδίδονται με πιθανολόγηση η πολύ σύντομη προθεσμία έκδοσης απόφασης (μήνας) είναι δύσκολο να τηρηθεί, όπως η πράξη αποδεικνύει. Ώστε, η κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ δεν φαίνεται να αποδίδει τη σαφή βούληση του νομοθέτη, καθώς ο νόμος διατυπώθηκε από δύο διαδοχικές επιτροπές με μεγάλη στενότητα χρόνου. Με την πρόβλεψη δε αναστολής στις δύο περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν φαίνεται ότι ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα απ’ ότι ήθελε, υπολαμβάνοντας ότι η ανακοπή κατά της εκτέλεσης θα εκδικαζόταν με διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων κι ότι μόνο στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (άμεση εκτέλεση, άσκηση ενδίκων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής) υφίστατο ανάγκη προστασίας του οφειλέτη με σχετική πρόβλεψη για αίτηση αναστολής της εκτέλεσης. Προκύπτει δηλαδή γραμματικό νόημα της διατάξεως του άρθρου 937 ΚΠολΔ στενότερο του ιστορικώς ηθελημένου, οπότε «τίθεται εκποδών η εσφαλμένη λέξις και λαμβάνεται υπόψιν το ηθελημένον και μόνο νόημα», ώστε μετά την διακρίβωση του αληθώς ιστορικώς ηθελημένου,ελλείπουσας της ειδικής διάταξης περί αναστολής της εκτέλεσης, να τύχει αναλογικήςεφαρμογής η συμπίπτουσα προς τα κύρια στοιχεία διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως δέχεται η ανωτέρω απόφαση.

Ο αντίλογος συνίσταται στην γενική παρατήρηση ότι παρά την κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ καταλήγουμε σε εφαρμογή του, τη στιγμή που πρόκειται για ερμηνεία δικονομικών κανόνων που για χάρη των διαδίκων χαρακτηρίζονται από τυπικότητα και αυστηρότητα και αποδίδουν την στάθμιση του νομοθέτη μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων και μάλιστα με κριτήριο την βούληση του ιστορικού νομοθέτη, που εύλογα μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά αυτή ακριβώς η στάθμιση παρίσταται αβέβαιη εν προκειμένωόπως αναλυτικώς εκτίθεται παραπάνω. Η ειδικότερη παρατήρηση αναφέρεται στην έλλειψη νομοθετικού κενού που συνιστά την κατ’ εξοχήν περίπτωση αναλογικής ή διασταλτικής εφαρμογής διάταξης, η οποία όμως δεν είναι και η μοναδική περίπτωση που εφαρμόζεται διασταλτικά/συσταλτικά ή αναλογικά μία διάταξη, ιδιαίτερα όταν καλείται αυτή σε εφαρμογή εναρμονιζόμενη προς το Σύνταγμα. Πέραν τούτου, ουδόλως προκύπτει από τις ανωτέρω επιλογές των δύο νομοθετικών επιτροπών και την ταχύτητα ψήφισης του νομοθετήματος η συνειδητή επιλογή του νομοθέτη για μη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης ει μη μόνο στις ρυθμισμένες περιπτώσεις, ώστε να αποκλειστεί το νομοθετικό κενό. 

Ως προς τη φύση της αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης κρατούσα είναι η άποψη ότι πρόκειται για απλό ρυθμιστικό μέτροτης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσηςδιότι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ασφαλιστικών μέτρων και της προσωρινής έννομης προστασίας που παρέχουν είναι ο άμεσος δεσμός τους με την ουσιαστική αξίωση και επομένως προϋποτίθεται διαγνωστική δίκη για την προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος. Η αντίθετη άποψη πρεσβεύει ότι η αναστολή εκτέλεσης συνιστά το τελολογικό παρεπόμενο της δίκης με αντικείμενο το διαπλαστικό δικαίωμα προς εξαφάνιση του τίτλου ή την ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης.Τρίτη, τέλος, ενδιάμεση άποψη υποστηρίζει ότι η αναστολή είναι μεν ρυθμιστικό μέτρο καταστάσεως, εξομοιούμενο δε με ασφαλιστικό μέτρο, καθώς στο πλαίσιο της διαπλαστικής δίκης της ανακοπής κατά της εκτέλεσης εγγυάται την παροχή έννομης προστασίας έως την οριστική επίλυση της διαφοράς, όπως ακριβώς τα ασφαλιστικά μέτρα στην διαγνωστική δίκη για το ουσιαστικό δικαίωμα.

Με την ανωτέρω απόφαση του ο Άρειος Πάγος (όμοια η ΣυμβΑΠ 142/2016), θέλοντας να καλύψει και την πρακτική ανάγκη για παροχή προσωρινής έννομης προστασίας, κρίνει ως ορθότερη τη δεύτερη άποψη, αφού κάνει λόγο στην απόφαση του ρητώς για αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον υπάρχει βάσιμος λόγος ανακοπής. Και σ’ αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση ο αντίλογος συνίσταται στο ότι παρά την κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ καταλήγουμε σε εφαρμογή του, παρά την έλλειψη νομοθετικού κενού και το σαφές γράμμα του νόμου. Επιπλέον, εφαρμόζεται η διάταξη των άρθρων 731 – 732 ΚΠολΔ ευθέωςκαι όχι αναλογικά έστω (σύμφωνα με την τρίτη άποψη), διασπώντας τη συστηματική ενότητα του δικαίου της εκτέλεσης και παρά τη ξεκάθαρη, κατά την πρώτη και ορθότερη και καθ’ ήμας, διαφοροποίηση αναστολής εκτέλεσης και ασφαλιστικών μέτρων που δεν επιτρέπει την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 731 ΚΠολΔ.

Ειδικότερα, η θέση ότι η αναστολή εκτέλεσης συνιστά ρυθμιστικό μέτρο διαφοροποιούμενο από τα ασφαλιστικά μέτρα πειστικά κρατεί στη θεωρία, δεδομένου ότι στη μεν διαγνωστική δίκη υφίσταται ουσιαστικό δικαίωμα, το οποίο χρήζει προσωρινής έννομης προστασίας, στην δε αναγκαστική εκτέλεση ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται, αλλά ηεκκρεμής κρατική επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα του οφειλέτη, που κατ’ αποτέλεσμα οδηγεί στην ικανοποίηση του ουσιαστικού δικαιώματος του δανειστή και όχι του οφειλέτη, είναι δηλαδή διαφορετική η έννοια του κινδύνου. Από πλευράς έννομης προστασίας ομοιάζει ο ρόλος της με εκείνο των ασφαλιστικών μέτρων, αποτρέποντας προσωρινώς καταστάσεις μη δεκτικές επαναφοράς από την επέμβαση του κράτους στην ιδιωτική σφαίρα του οφειλέτη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή διατάξεων από το κεφάλαιο περί ασφαλιστικών μέτρων στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης δίχως ιδιαίτερη περίσκεψη ένεκα της αυτονομίας και της συστηματικής ενότητας του τελευταίου. Το ζήτημα αυτό (της αναλογικής δηλαδή εφαρμογής διατάξεων των ασφαλιστικών μέτρων, ιδίως εκείνων περί ανάκλησης) είχε απαντηθεί αρνητικά στο παρελθόν από τη νομολογία, ενόψει και της κρατούσας άποψης ως προς τη φύση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης. Τέλος, ορθή κρίνεται και η επισήμανση περί υποχρεωτικής αναμονής του οφειλέτη επί 60 ημέρες για την άσκηση της αίτησης προσωρινής ρύθμισης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 937 ΚΠολΔ, ως και η επισήμανση των διαφορετικών συνεπειών που έχει η εφαρμογή των άρθρων 731, 732 ΚΠολΔ λόγω εφαρμογής των γενικών διατάξεων των ασφαλιστικών μέτρων (π.χ. δυνατότητα συζήτησης χωρίς κλήτευση - 687§1 ΚΠολΔ, δυνατότητα μεταρρύθμισης / ανάκλησης απόφασης).

Εν κατακλείδι, η αναγκαστική εκτέλεση συνεπάγεται σοβαρές βλαπτικές συνέπειες στην περιουσία και την ελευθερία του οφειλέτη, ώστε να συνιστά θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα του οφειλέτη για παροχή δικαστικής προστασίας σε σύντομο χρόνο κατά της άκυρης ή της αβάσιμη εκτέλεσης και οπωσδήποτε πριν περατωθεί αυτή. Ειδικά δε επί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, που εν τοις πράγμασι είναι και η μοναδική μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργείται ευρέως τα τελευταία χρόνια, αυτή περατούται σε σύντομο χρονικό διάστημα, ιδίως επί θετικής δήλωσης του τρίτου, ώστε να παρίσταται συνταγματικώς επιβεβλημένη η προστασία του οφειλέτηΤέτοια προστασία παρείχε το άρθρο 938 ΚΠολΔ κατά τη γνώμη μας. Η εκεί προβλεπόμενη αίτηση αναστολής, η οποία δορυφορούσε την ασκούμενη ανακοπή, εκδικαζόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα, οπότε εάν το δικαστήριο πιθανολογούσε την ευδοκίμηση της ανακοπής και την βλάβη του οφειλέτη παρείχε δικαστική προστασία στον θιγόμενο τρίτο, χωρίς προσφυγή στα ασφαλιστικά μέτρα, τμήμα της δικονομικής έννομης τάξης ξένο προς το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, που, όπως όλα τα κωδικοποιημένα νομοθετήματα θα πρέπει να διέπεται από συστηματική ενότητα και τάξη, την οποία πασχίζει να επαναφέρει με τις αποφάσεις της η νομολογία των δικαστηρίων μας με την πολύτιμη συνδρομή της θεωρίας.

Το όλο ζήτημα έτυχε πρόσφατα μονογραφικής επεξεργασίας από τον καθηγητή Γεώργιο Ορφανίδη, ο οποίος στη συναφή μελέτη του τάσσεται υπέρ της απόψεως που ακολούθησε και η ανωτέρω απόφαση. Ειδικότερα, επισημαίνεται από τον συγγραφέα η ύπαρξη ακούσιου κενού προκύπτον από την ιστορική τελολογική ερμηνεία της διατάξεως και η διασφαλίζουσα την παροχή προσωρινής έννομης προστασίας διάταξη του άρθρου 20§1Σ που επιβάλλει στην περίπτωση της κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτου την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για την δικαστική αναστολή (1011Α, 937§1γ, 937§1β εδ.3 και 954§2ε ΚΠολΔ), ώστε να χορηγείται αναστολή εκτελέσεως μετά από αίτηση του οφειλέτη, με εξέταση της πραγματικής και νομικής βασιμότητας των λόγων ανακοπής, με τη συνδρομή των στοιχείων ανεπανόρθωτης βλάβης και ενδεχόμενα υπό την προϋπόθεση της παροχής εγγύησης από τον αιτούντα ή τον επισπεύδοντα και στο πλαίσιο αυτής η χορήγηση προσωρινής διαταγής.

Αθανάσιος Π.Πανταζόπουλος

ΔΝ - Πρωτοδίκης

Σχόλια