ΣτΕ Γ΄ Τμ. 3104/2017 επταμ.- Αναδημοσίευση από humanrightscaselaw.gr

Επαγγελματική ελευθερία (άρ. 5 παρ. 1 Σ.) – Ελευθερία εγκατάστασης (άρ. 45 ΣΛΕΕ) – Αρχή της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 Σ.) – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Σχέση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης αλλοδαπού τίτλου σπουδών – Ασκούμενοι δικηγόροι – Άρνηση εγγραφής στο βιβλίο ασκουμένων Δικηγορικού Συλλόγου κατόχου πτυχίου νομικής της Νομικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου (Ε.Π.Κ.), ως προς το οποίο έχει εκδοθεί πράξη του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) περί αναγνώρισής του ως ισότιμου και αντίστοιχου προς τα πτυχία των νομικών σχολών των ελληνικών πανεπιστημίων 
(Α) Ενόψει της νομολογίας του ΔΕΕ, υπό την ισχύ του προγενέστερου Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), έχει κριθεί (ΣτΕ 2770/2011 Ολομ. ιδίως σκέψη 11) ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39 και 43 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως ίσχυσε μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, όταν κράτος μέλος της Ένωσης (κράτος υποδοχής) εξετάζει αν θα επιτρέψει σε κοινοτικό υπήκοο, ακόμη και πολίτη του ιδίου, την άσκηση επαγγέλματος για την οποία, κατά τη νομοθεσία του κράτους αυτού, απαιτούνται προσόντα πιστοποιούμενα με την κατοχή ορισμένου τίτλου, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους τίτλους, τους οποίους έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος μέλος (κράτος προέλευσης) και οι οποίοι συνιστούν νόμιμη προϋπόθεση για την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στο κράτος εκείνο – Η υποχρέωση αυτή δεν οφείλεται στην εγγενή ακαδημαϊκή αξία των εν λόγω τίτλων ούτε περιορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους υποδοχής να καθορίζει το ίδιο τη μορφή, το περιεχόμενο και το επίπεδο της οικείας εκπαίδευσης, καθώς και τα επιθυμητά για το συγκεκριμένο επάγγελμα προσόντα, αλλά στηρίζεται στο ότι οι πιο πάνω τίτλοι επιτρέπουν στο κράτος προέλευσης την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα – Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνονται υπόψη εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο (ως προς την αντίστοιχη εκπαίδευση) διαφορών μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής – Αντιθέτως, το κράτος υποδοχής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να εξετάζει τους εν λόγω τίτλους, να συγκρίνει τις ικανότητες που πιστοποιούνται με αυτούς προς τα αντίστοιχα προσόντα που απαιτούνται κατά τη δική του νομοθεσία για το συγκεκριμένο επάγγελμα και, ανάλογα με το αποτέλεσμα της σύγκρισης, είτε (επί αντιστοιχίας των προσόντων) να επιτρέπει άνευ άλλου την πρόσβαση στο επάγγελμα, είτε (επί μερικής μόνον αντιστοιχίας) να αξιώνει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει συμπληρώσει με άλλους τρόπους τα υπολειπόμενα προσόντα – Αρμόδιο, εξάλλου, για την κρίση αυτή περί επαγγελματικής ισοτιμίας των τίτλων είναι, αν δεν έχει θεσπισθεί στο κράτος υποδοχής σχετική διαδικασία, το όργανο του κράτους αυτού στο οποίο έχει ανατεθεί από την οικεία εθνική νομοθεσία η αρμοδιότητα να ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων πρόσβασης στο συγκεκριμένο επάγγελμα – Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση δικηγόρων και ασκουμένων δικηγόρων και, επομένως, όταν κοινοτικός υπήκοος ζητεί να του επιτραπεί να διανύσει σε κράτος μέλος την πρακτική άσκηση που προβλέπεται στο κράτος αυτό ως προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου και επικαλείται προς τούτο τίτλους, τους οποίους έχει αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κράτος εκείνο για την πρόσβαση σε αντίστοιχη δραστηριότητα, η αρμόδια αρχή του κράτους υποδοχής οφείλει να λάβει υπόψη τους εν λόγω τίτλους και, συνεκτιμώντας τους στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης της εκπαίδευσης και των εν γένει προσόντων του αιτούντος, να εξακριβώσει αν και κατά πόσον οι γνώσεις που πιστοποιούνται με τους τίτλους αυτούς και τα κτηθέντα στο κράτος προέλευσης προσόντα ή επαγγελματική πείρα, καθώς και η πείρα, την οποία έχει αποκτήσει ο αιτών στο κράτος υποδοχής, πληρούν, μερικώς έστω, τις σχετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται στο τελευταίο αυτό κράτος – Κατά την αξιολόγηση αυτή, το κράτος υποδοχής μπορεί να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των απαιτουμένων από το ίδιο διπλωμάτων με εκείνα του κράτους προέλευσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις διαφορές των εθνικών εννόμων τάξεων, δεν μπορεί όμως να αρνηθεί την ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος με μόνη την αιτιολογία ότι πτυχίο νομικής που αποκτήθηκε στο κράτος προέλευσης δεν έχει τύχει ακαδημαϊκής αναγνώρισης στο κράτος υποδοχής – Σε τέτοια δε ακαδημαϊκή αναγνώριση (από τους οικείους φορείς - ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. αρχικά και Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. στη συνέχεια) αναφέρονταν οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 και 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), απαιτώντας για να εγγραφεί κάποιος ως ασκούμενος δικηγόρος σε δικηγορικό σύλλογο να προσκομίσει «πτυχίον του νομικού τμήματος της Νομικής Σχολής Ελληνικού ή αλλοδαπού ανεγνωρισμένου ομοταγούς Πανεπιστημίου»
(Β) Τα θέματα της αναγνώρισης τίτλων σπουδών, που απονέμονται από εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης, πανεπιστημιακής και τεχνολογικής κατεύθυνσης της αλλοδαπής, ρυθμίσθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 4 και 11 έως 13 του ν. 3328/2005, με τον οποίο ιδρύθηκε ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. (ΝΠΔΔ) – Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η διαδικασία αναγνώρισης τίτλου σπουδών εκπαιδευτικού ιδρύματος της αλλοδαπής ως ισοτίμου με πτυχίο ελληνικού ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) αποτελείται από τα εξής στάδια – Στο πρώτο στάδιο κρίνεται αν το αλλοδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο φοίτησε ο ενδιαφερόμενος και το οποίο χορήγησε τον υπό αναγνώριση τίτλο σπουδών, είναι ομοταγές, αν δηλαδή, από την άποψη του είδους και του περιεχομένου των παρεχομένων σε αυτό γνώσεων καθώς και από την άποψη των προσόντων των διδασκόντων και των προϋποθέσεων της εισαγωγής των σπουδαστών σε αυτό, ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα εκπαιδεύσεως και μάλιστα στον ίδιο ή ομοειδή κύκλο επιστημών – Εφ’ όσον το ομοταγές του αλλοδαπού εκπαιδευτικού ιδρύματος αναγνωρισθεί, έπεται το δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο κρίνεται το ισότιμο του αλλοδαπού τίτλου σπουδών, αν δηλαδή αυτό, αφ’ ενός αποκτήθηκε με διαδικασία και ουσιαστικές προϋποθέσεις (π.χ. διάρκεια σπουδών, τρόπος διδασκαλίας, σημασία και τρόπος εξετάσεως ή άλλης δοκιμασίας για προαγωγή ή αποφοίτηση των σπουδαστών) ανάλογες με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα και που αποδεικνύουν ότι ο τίτλος σπουδών είναι πράγματι της αυτής επιστημονικής αξίας και του αυτού επιπέδου με τους τίτλους σπουδών των ελληνικών Α.Ε.Ι., και αφ’ ετέρου όλες οι σπουδές που οδήγησαν στη λήψη του αλλοδαπού τίτλου σπουδών έχουν πραγματοποιηθεί σε ομοταγές, προς τα ελληνικά, αλλοδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα και, πάντως, το ήμισυ αυτών στο εκπαιδευτικό ίδρυμα που χορήγησε τον υπό αναγνώριση τίτλο σπουδών – Εξ άλλου, αλλοδαπός τίτλος σπουδών, που αναγνωρίσθηκε ως ισότιμος με συγκεκριμένο πτυχίο ελληνικού Α.Ε.Ι., δύναται να αναγνωρισθεί και ως αντίστοιχος προς το πτυχίο αυτό, αν δηλαδή αντιπροσωπεύει το ίδιο, κατά βάση, περιεχόμενο γνώσεων, το οποίο αντιπροσωπεύει το πτυχίο του ελληνικού Α.Ε.Ι., προς το οποίο κρίθηκε η ισοτιμία του – Περαιτέρω, ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., προκειμένου να κρίνει την ισοτιμία τίτλου σπουδών που χορηγήθηκε από ομοταγές ίδρυμα της αλλοδαπής προς τίτλους σπουδών απονεμόμενους από τα ελληνικά Α.Ε.Ι., εξετάζει, εκτός των συνθηκών υπό τις οποίες αποκτήθηκε ο αλλοδαπός τίτλος σπουδών, την έκταση αλλά και την ποιότητα των γνώσεων τις οποίες αντιπροσωπεύει, και τούτο ανεξαρτήτως του κατά πόσον ο συγκεκριμένος τίτλος σπουδών, ενόψει των ειδικών γνώσεων τις οποίες πιστοποιεί συνιστά, κατά νόμο, το αναγκαίο τυπικό προσόν, για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος· δηλαδή, ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. έχει αρμοδιότητα να κρίνει μόνο την ακαδημαϊκή και όχι την επαγγελματική ισοτιμία του υποβαλλόμενου ενώπιόν του προς αναγνώριση τίτλου σπουδών της αλλοδαπής (ΣτΕ 3457/1998 Ολομ.)
(Γ) Από τις διατάξεις των άρθρων 4, 6, 10, 11-13, 15-17 και 165 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 3328/2005 περί Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., συνάγονται τα ακόλουθα: Ο Έλληνας νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του ΔΕΕ και του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέσπισε στον Κώδικα Δικηγόρων το πρώτον ειδική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των αιτημάτων εγγραφής στα βιβλία ασκουμένων δικηγόρων των πολιτών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου συμβαλλόμενου κράτους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, οι οποίοι είναι κάτοχοι πτυχίων νομικών σχολών των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων των ανωτέρω κρατών, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κράτος προέλευσης για την πρόσβαση σε αντίστοιχη πρακτική άσκηση, καθώς και όσων έχουν ήδη εγγραφεί ως ασκούμενοι δικηγόροι στα μητρώα δικηγορικών συλλόγων των κρατών αυτών – Με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως και 17 του Κώδικα Δικηγόρων προβλέπονται αρμόδιο όργανο και ειδική διαδικασία για τη διενέργεια της ανωτέρω αξιολόγησης, η οποία αφορά στην εξέταση της επαγγελματικής ισοτιμίας των προσκομιζομένων τίτλων σπουδών και στα κριτήρια αξιολόγησης, τα οποία ταυτίζονται με αυτά που αναφέρονται τόσο στις αποφάσεις της Ολομέλειας, όσο και του ΔΕΕ – Ειδικότερα, η Επιτροπή του άρθρου 15 παρ. 1 Α του Κώδικα Δικηγόρων προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των εν γένει επαγγελματικών προσόντων των πτυχιούχων αυτών σε σχέση με τα επαγγελματικά προσόντα που πιστοποιούνται από την κατοχή τίτλου νομικής πανεπιστημιακού ιδρύματος της ημεδαπής – Κατά την εξέταση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι τίτλοι σπουδών του υποψηφίου, τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία έχει διδαχθεί, τα δικαιολογητικά που προσκομίζει και η εν γένει εμπειρία του σε εργασίες νομικής φύσης, συνεκτιμώνται δε ιδιαιτέρως οι διαφορές των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων – Επίσης, λαμβάνεται υπόψη αν τα επαγγελματικά προσόντα του υποψηφίου επαρκούν καταρχήν για την ανάληψη δικηγορικών δραστηριοτήτων που επιτρέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κώδικα Δικηγόρων, ήδη κατά τη διάρκεια της άσκησης (παράσταση στα πταισματοδικεία, στις προανακριτικές αρχές, στα ειρηνοδικεία κατά τη συζήτηση υποθέσεων μικροδιαφορών, στη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, καθώς και ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής), ενόψει και του ότι ο ασκούμενος δικηγόρος υπάγεται στο πειθαρχικό δίκαιο των δικηγόρων (άρθρο 11 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων) – Σε περίπτωση διαπίστωσης αντιστοιχίας των επαγγελματικών προσόντων του υποψηφίου η Επιτροπή Αξιολόγησης δέχεται την εγγραφή του στο μητρώο ασκουμένων αναδρομικά από την ημερομηνία της αίτησής του, ενώ, αν διαπιστωθεί έλλειψη, η ανωτέρω Επιτροπή παραπέμπει το φάκελο του υποψηφίου με αιτιολογημένη απόφασή της στη Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας του άρθρου 16 του Κώδικα, η οποία αποφασίζει για τα μαθήματα στα οποία θα υποβληθεί σε εξέταση – Και ναι μεν στα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 15 του Κώδικα 80423/24.10.2014 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, περιλαμβάνεται και η ενδεχόμενη αναγνώριση του τίτλου σπουδών από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., κατά τη διενέργεια όμως του ελέγχου της επαγγελματικής ισοτιμίας των προσκομιζομένων ενώπιόν του τίτλων, το αρμόδιο όργανο, εν προκειμένω η Επιτροπή Αξιολόγησης, δεν είναι υποχρεωμένο, στηριζόμενο αυτοτελώς στην ανωτέρω απόφαση του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. περί ισοτίμου και αντιστοίχου του τίτλου, όταν αυτή υπάρχει, να εγγράψει τον υποψήφιο ως ασκούμενο δικηγόρο, δοθέντος άλλωστε ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. είναι αρμόδιος να κρίνει μόνο περί της ακαδημαϊκής ισοτιμίας του προσκομιζόμενου ενώπιον του τίτλου, όχι δε και της επαγγελματικής – Κατά τη διενέργεια όμως του ανωτέρου ελέγχου της επαγγελματικής ισοτιμίας, αν ο υποψήφιος επικαλεσθεί και προσκομίσει πράξη του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. περί αναγνώρισης του προσκομιζόμενου από αυτόν πτυχίου νομικής της αλλοδαπής, ως πτυχίου ισοτίμου και αντιστοίχου προς τα απονεμόμενα από τα Τμήματα Νομικής των Ελληνικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να συνεκτιμήσει την πράξη αυτή και δεν έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την ακαδημαϊκή αξία του προσκομιζόμενου τίτλου, επικαλούμενη ελλείψεις ως προς το περιεχόμενο των γνώσεων που αυτός πιστοποιεί, στηριζόμενη σε κριτήρια που συνδέονται με τη διαδικασία και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις απόκτησης του τίτλου αυτού (π.χ. διάρκεια σπουδών, τρόπος διδασκαλίας, σημασία και τρόπος εξέτασης ή άλλης δοκιμασίας για προαγωγή ή αποφοίτηση των σπουδαστών), δοθέντος ότι τα ανωτέρω έχουν αποτελέσει ήδη αντικείμενο κρίσης του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., κατά τον έλεγχο της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των υποβαλλομένων ενώπιόν του τίτλων σπουδών – Όμως, η Επιτροπή Αξιολόγησης έχει τη δυνατότητα, κατά το στάδιο διερεύνησης των επαγγελματικών προσόντων του υποψηφίου, λαμβάνοντας υπόψη την κατά κοινή πείρα διαφορετικότητα των εθνικών εννόμων τάξεων και τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, να διαπιστώνει αιτιολογημένα τυχόν ελλείψεις του υποψηφίου όσον αφορά τις γνώσεις ελληνικού δικαίου, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες για την κατά το άρθρο 12 του Κώδικα Δικηγόρων αυτοτελή παράσταση των ασκουμένων δικηγόρων ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών και τις οποίες, κατά τεκμήριο, κατέχει ο πτυχιούχος νομικής σχολής ημεδαπού Α.Ε.Ι. (ο οποίος εγγράφεται ως ασκούμενος δικηγόρος με μόνη προϋπόθεση την υποβολή σχετικής αίτησης), ιδίως στην περίπτωση που η έλλειψή τους δεν μπορεί να καλυφθεί από τυχόν επίκληση εκ μέρους του υποψήφιου ασκούμενου δικηγόρου εμπειρίας σε εργασίες νομικής φύσης – Η κρίση αυτή περί αντιστοιχίας ή μη των επαγγελματικών προσόντων του υποψηφίου προς τα απαιτούμενα για την εγγραφή του ως ασκούμενου δικηγόρου πρέπει να εκφέρεται αιτιολογημένα, μετά από εκτίμηση των δεδομένων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης
[με μειοψηφία δύο Συμβούλων, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή Αξιολόγησης υποχρεούται να συνεκτιμήσει πρωτογενώς, μετά των λοιπών υποβαλλομένων δικαιολογητικών, και τον προσκομιζόμενο τίτλο και, επομένως, εάν ο υποψήφιος επικαλεσθεί και προσκομίσει πράξη του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. περί αναγνώρισης του προσκομιζόμενου από αυτόν πτυχίου νομικής της αλλοδαπής, ως ισότιμου και αντίστοιχου προς τα απονεμόμενα από τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, η Επιτροπή Αξιολόγησης έχει την ευχέρεια, κατά τον διακριτό έλεγχο της επαγγελματικής ισοτιμίας του τίτλου αυτού, να διαπιστώνει αιτιολογημένα τυχόν ελλείψεις του υποψηφίου ως προς το αντικείμενο και το περιεχόμενο των γνώσεων που πιστοποιούνται με αυτόν εν σχέσει προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κώδικα περί Δικηγόρων για την εγγραφή του υποψηφίου στο μητρώο των ασκουμένων δικηγόρων, στο πλαίσιο δε αυτό συνεκτιμάται νομίμως από την Επιτροπή Αξιολόγησης η διάρκεια των σπουδών που απαιτήθηκε για την απόκτηση του αλλοδαπού τίτλου, ο αριθμός των ωρών διδασκαλίας των μαθημάτων, ο τρόπος εξέτασής των μαθημάτων και η αναγνώριση (μεταφορά) μαθημάτων από προηγούμενες σπουδές, ανεξαρτήτως αν ο τίτλος αυτός έχει αναγνωρισθεί από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.] 
(Δ) Η υποβολή του υποψηφίου ασκούμενου δικηγόρου σε διαδικασία αξιολόγησης των εν γένει προσόντων του δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος συναπτόμενους με τις επιστημονικές ικανότητες που πρέπει να διαθέτει, τα δε κριτήρια που λαμβάνονται, κατά νόμο, υπόψη κατά την αξιολόγηση αυτή, όπως οι τίτλοι σπουδών του υποψηφίου, τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία έχει διδαχθεί, τα δικαιολογητικά που προσκομίζει και η εν γένει εμπειρία του σε εργασίες νομικής φύσης, συνεκτιμωμένων και των διαφορών των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, είναι κατ’ αρχήν πρόσφορα για την αξιολόγηση των γνώσεων αυτών – Περαιτέρω, αυτή η διαδικασία αξιολόγησης δεν συνεπάγεται αναγκαίως την υποβολή του υποψηφίου σε δοκιμασία επάρκειας, παρά μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την απόδειξη των γνώσεών του και μόνο στα αντικείμενα, στα οποία διαπιστώθηκε κατ’ αρχήν έλλειψη – Εξάλλου, με την υποβολή του ασκούμενου δικηγόρου, μετά την συμπλήρωση δεκαοκτάμηνης άσκησης, σε γραπτές εξετάσεις «σε πρακτικά θέματα» (άρθρο 19 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων) για την απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας, εξυπηρετείται κυρίως άλλος σκοπός, ήτοι η εξακρίβωση της επάρκειας των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί κατά την περίοδο της άσκησης, από αυτόν, στον οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, αποβλέπει η διαδικασία αξιολόγησης των προσόντων του υποψηφίου ασκούμενου δικηγόρου, πτυχιούχου νομικής πανεπιστημιακού ιδρύματος κράτους μέλους της Ε.Ε. και η τυχόν υποβολή του σε δοκιμασία επάρκειας – Με τα δεδομένα αυτά, ο μνημονευθείς περιορισμός στην πρόσβαση της πρακτικής άσκησης δικηγορίας, ο οποίος δικαιολογείται από τους ανωτέρω σκοπούς, δεν παρίσταται απρόσφορος ούτε προδήλως δυσανάλογος για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την θέσπισή του σκοπών – Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση δεν παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται η επαγγελματική ελευθερία, ούτε την αρχή της αναλογικότητας – Επίσης, το προβλεπόμενο από τις παραπάνω διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης για την πρόσβαση των πτυχιούχων νομικής των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πρακτική άσκηση δικηγορίας έχει τεθεί κατ’ ορθή εφαρμογή των κριτηρίων που επιτάσσονται από τη νομολογία του ΔΕΕ – Περαιτέρω, δεν τίθεται ζήτημα δυσμενούς μεταχείρισης των πτυχιούχων αυτών έναντι των πτυχιούχων νομικών σχολών των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, εφόσον οι δύο αυτές κατηγορίες τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, η δε υποβολή μόνο των πρώτων σε διαδικασία αξιολόγησης, ακόμη και στην περίπτωση που έχει αναγνωρισθεί από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. η ισοτιμία και αντιστοιχία του πτυχίου τους προς το πτυχίο νομικής σχολής ελληνικού Α.Ε.Ι., δικαιολογείται, ενόψει και της διάκρισης μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης, από τους μνημονευθέντες επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος και τη φύση των καθηκόντων της πρακτικής άσκησης δικηγορίας που απαιτούν επαρκείς γνώσεις του ελληνικού δικαίου
(Ε) Λόγος ότι η υποβολή του αιτούντος στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Επιτροπής Δοκιμασίας Επάρκειας παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος και της ασφάλειας δικαίου, εφόσον η επιλογή του να σπουδάσει νομικά στο Ε.Π.Κ. βασίσθηκε στη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η σχολή αυτή ήταν αναγνωρισμένη ως ισότιμη με τις ημεδαπές νομικές σχολές από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. και ότι, εξ αυτού του λόγου, θα εγγραφόταν στα μητρώα ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου του, όπως και οι πτυχιούχοι των ημεδαπών νομικών σχολών, σύμφωνα με το τότε ισχύον καθεστώς του ν.δ. 3026/1954, το οποίο μεταβλήθηκε αιφνιδίως, κατά το τελευταίο έτος σπουδών του, χωρίς θέσπιση μεταβατικών διατάξεων – Αβάσιμος ο λόγος, διότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν, έστω και αν θίγονται με αυτές υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό και να εξυπηρετεί λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω.
(ΣΤ) Με την προσβαλλόμενη απόφασή της, η Επιτροπή Αξιολόγησης παρανόμως (βλ. ανωτέρω υπό στοιχ. Γ) όχι μόνον δεν συνεκτίμησε την αναγνώριση του τίτλου σπουδών του αιτούντος από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., αλλά αντιθέτως ερεύνησε εκ νέου την ισοτιμία και αντιστοιχία του προσκομιζόμενου από αυτόν τίτλου σπουδών Νομικής του Ε.Π.Κ., τίτλου σπουδών, ο οποίος είχε αναγνωρισθεί με την επίσης προσκομιζόμενη απόφαση του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ως ισότιμος, μετά από αξιολόγηση, μεταξύ άλλων, και της διάρκειας σπουδών του, περαιτέρω δε, ως εκ του περιεχομένου των γνώσεων που αντιπροσωπεύει, ως αντίστοιχος των απονεμόμενων από τα τμήματα νομικής των ελληνικών Α.Ε.Ι. – Και θα είχε μεν η Επιτροπή Αξιολόγησης, στην περίπτωση αυτή την ευχέρεια, κατά τον διακριτό έλεγχο της επαγγελματικής ισοτιμίας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, να διαπιστώνει αιτιολογημένα τυχόν ελλείψεις του υποψηφίου, μόνον όσον αφορά τις γνώσεις ελληνικού δικαίου, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες για την κατά το άρθρο 12 του Κώδικα Δικηγόρων αυτοτελή παράσταση ασκούμενου δικηγόρου ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών, αλλά στην κρινόμενη υπόθεση, η Επιτροπή δεν στήριξε την κρίση της περί μη αντιστοιχίας των επαγγελματικών προσόντων του αιτούντος, όσον αφορά την αναγκαία γνώση επί των κλάδων του Αστικού, Ποινικού και Διοικητικού Δικαίου και της Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, στο κατά την κοινή πείρα κριτήριο της διαφορετικότητας των εθνικών εννόμων τάξεων, εξετάζοντας, από την άποψη αυτή, τον προσκομιζόμενο από τον αιτούντα τίτλο σπουδών νομικής «με κατεύθυνση ελληνικού δικαίου» - Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, δεν παρίσταται νόμιμη, και πρέπει, ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή να ακυρωθεί [με μειοψηφία δύο Συμβούλων] 


Σχόλια